Το «μάθημα της Ελλάδας στην Ιταλία» είναι το σημερινό άρθρο της Corriere della Sera με την υπογραφή του Άλντο Κατσούλο και είναι το ποδοσφαιρικό μάθημα που έδωσε στα γήπεδα της Βραζιλίας η γαλανόλευκη στην «σκουάντρα ατζούρα», με τον Ιταλό δημοσιογράφο να κλείνει το κείμενό του ως εξής: «Μακάρι στο ποδόσφαιρο να ήμασταν όπως η Ελλάδα». Το tifosi.gr σας το μεταφέρει…
Βλέποντας την Ελλάδα να ισοφαρίζει την Κόστα Ρίκα και να προσπαθεί να κερδίσει το παιχνίδι μέχρι το 120ό λεπτό συν τις καθυστερήσεις ήταν μοιραίο να έρθει ξανά στο νου στο ματς των «ατζούρι» απέναντι στους ίδιους αντιπάλους: Αργοί, αποδυναμωμένοι, αποθαρρυμένοι και στο τέλος παραδομένοι και παραιτημένοι στην ήττα (μνημειώδες το σχόλιο του Ινσίνιε ύστερα από το ντροπιαστικό ντεμπούτο του στο Μουντιάλ: «ήμασταν καλοί στο να μην δεχτούμε δεύτερο γκολ»).
Η Ελλάδα έδειξε ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, και παρότι αποκλείστηκε στα πέναλτι μπορεί κάλλιστα να πει ότι έπαιξε το δικό της Μουντιάλ και επέστρεψε στο σπίτι έχοντας κάνει ειρήνη με τον εαυτό της και με την μοίρα της. Το να συνδέει κανείς τις τύχες ενός έθνους με εκείνες μιας εθνικής ομάδας είναι πάντα επικίνδυνο και στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να είναι παραπλανητικό.
Δέκα χρόνια πριν, τέτοιες περίπου ημέρες η Ελλάδα κατακτούσε αναπάντεχα το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στην έδρα μιας άλλης μικρής χώρας, για την οποία προετοιμάζονταν δύσκολα χρόνια, ο λόγος για την Πορτογαλία. Στον ελληνικό πάγκο ήταν ένας Γερμανός, ο Ότο Ρεχάγκελ, σε εκείνον των Πορτογάλων ο Φελιπάο Σκολάρι, ήδη πρωταθλητής κόσμου με τη Βραζιλία, η οποία εκ νέου τον έχει εμπιστευθεί για αυτό το Μουντιάλ που διεξάγεται στο σπίτι της.
Ήταν στις 4 Ιουλίου 2004. Έναν μήνα μετά ο κόσμος γιόρταζε την επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και εγκωμίαζε την διοργάνωση, ενώ οι οικοδεσπότες φρόντισαν να έχουν ολοκληρώσει τις εργασίες στο ρυθμό του συρτάκι, δηλαδή πρώτα αργά και υποτονικά, στη συνέχεια σε αύξοντα ρυθμό μέχρι την φρενίτιδα. Τώρα ξέρουμε πως εκείνη η υπερβολική προσπάθεια ήταν μια από τις πέτρες, με την οποία η Ελλάδα άνοιξε την δική της κάθοδο προς την κόλαση.
Οι ιστορικοί θα εκτιμήσουν κατά πόσο σε αυτό είναι μεγαλύτερη η ευθύνη των κυβερνήσεων της Αθήνας που πείραξαν τα οικονομικά για να μπουν στο ευρώ ή εκείνη των ίδιων των Γερμανών, οι οποίοι (όπως άλλοι Ευρωπαίοι) δεν ήταν γενναιόδωροι με μια χώρα, στην οποία κατά την διάρκεια του τελευταίου πολέμου εισέβαλαν και κατέλαβαν. Οι περικοπές και οι φόροι που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα δεν βοήθησαν σίγουρα την ανάκαμψη, που τώρα έχει αρχίσει, αλλά μοιάζει περισσότερο με αναπήδηση από ότι με ορμητικό ξεπέταγμα και παραμένει πολύ αργή για να επιβάλλει μια στροφή στην απασχόληση.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα απέδειξε ότι είναι σε θέση να αντιδράσει. Γέννησε την κριτική σκέψη του Αλέξη Τσίπρα, η οποία έχει βάλει ρίζες και στο εξωτερικό. Κυρίως, για την αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης δημιουργήθηκε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Και η εθνική ομάδα έφτασε στη Βραζιλία με το σωστό πνεύμα. Και στον καθοριστικό αγώνα με την Ακτή Ελεφαντοστού, την ομάδα του Ζερβίνιο και του Ντρογκμπά, έβγαλε προς τα έξω τέτοια εμπιστοσύνη και τέτοια ηθική, ψυχική δύναμη, στοιχεία που τα ξαναείδαμε την Κυριακή το βράδυ απέναντι στην Κόστα Ρίκα και τα οποία έλειψαν από τους «ατζούρι».
Έχει γραφτεί ότι «το μόνο πράγμα που μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι τίποτε δεν μας διδάσκει η ιστορία» (γνωμικό του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, του Γερμανού φιλοσόφου και κύριου εκπροσώπου του γερμανικού ιδεαλισμού, γνωστός για την διαλεκτική θεωρία του) και η ιστορία των λαθών και της μικροπρέπειας της Ευρώπης αυτά τα χρόνια μένει ακόμη να γραφτεί.
Αλλά στο Μουντιάλ οι Έλληνες απέδειξαν πως έχουν κάτι να μας διδάξουν. Εδώ και πολύ καιρό ακούγαμε να λένε ότι είμαστε τυχεροί «που δεν είμαστε όπως η Ελλάδα» και στην οικονομία είναι σίγουρα έτσι. Αλλά στο ποδόσφαιρο θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει: «Μακάρι να ήμασταν όπως η Ελλάδα».
Περισσότερα θέματα για το ποδόσφαιρο και τους οπαδούς στο tifosi.gr