Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 όταν οι δαιμόνιοι αθλητικογράφοι της Βραζιλίας κυνηγούσαν κατά πόδας τα αδέλφια Edu και Antunes, που έπαιζαν για λογαριασμό των ομάδων του Ρίο, America και Fluminense, αντίστοιχα, ρωτώντας τους συνεχώς ποιος από τους δυο ήταν ο καλύτερος.
Η απάντηση του διδύμου όμως ήταν πάντα η ίδια: τα αδέλφια έστελναν τους ρεπόρτερ να ψάξουν στις γειτονιές τον μικρότερο αδελφό τους, έναν πιτσιρικά που έκανε την μπάλα να μοιάζει κολλημένη στα πόδια του!
Ο λόγος για τον Arthur, τα κατορθώματα του οποίου δεν θα είχαν κάποια στιγμή καμία σχέση με αυτά των γνωστότερων αρχικά αδελφών του, κι αυτό γιατί ο πιτσιρικάς θα έμενε γνωστός ως Ζίκο! Ένας από τους κορυφαίους παίκτες που φόρεσαν ποτέ την τιμημένη φανέλα της Σελεσάο δηλαδή.
Ως το νεότερο από τα πέντε παιδιά που θα γίνονταν όλοι ποδοσφαιριστές, ο Ζίκο έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Βραζιλίας το 1976, σκοράροντας μάλιστα στον πρώτο του αγώνα με την Ουρουγουάη ένα γκολ που θα τον έκανε αμέσως γνωστό στη χώρα του καφέ!
Αφού κατέκτησε λοιπόν τον τίτλο του Λατινοαμερικάνου Παίκτη της Χρονιάς το 1977 (κάτι που θα επαναλάμβανε το 1981 και το 1982), ο Ζίκο φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής το 1978 και έμελλε να παίξει και σε δύο ακόμα Μουντιάλ, αυτό της Ισπανίας το 1982 και του Μεξικού το 1986.
Και μπορεί στα χαρτιά η καλύτερη επίδοση της Σελεσάο στα τρία αυτά Μουντιάλ να ήταν η τρίτη θέση στην Αργεντινή, ήταν όμως η πορεία στην Ισπανία που θα χαρασσόταν στις μνήμες του απανταχού ποδοσφαιρόφιλου κοινού. Η ταλαντούχα ομάδα έπαιξε εκεί εξωπραγματικό ποδόσφαιρο και έκανε ό,τι ήθελε μέσα στον αγωνιστικό χώρο, αν και το όνειρο έμελλε να παγώσει σχετικά νωρίς με το χατ-τρικ του Πάολο Ρόσι στη δεύτερη φάση του θεσμού, κάτι που θα έκανε τον πίνακα του σκορ να γράψει 3-2…
«Είναι σημαντικό να αφήσεις κληρονομιά», είπε ο Ζίκο για τη Σελεσάο του 1982, «αυτό όμως που έχει σημασία για τον επαγγελματία είναι ο τίτλος. Είμαι χαρούμενος όμως που ήμουν μέλος μιας τέτοιας ομάδας και ο κόσμος μας θυμάται ακόμα. Αλλά θα ήμουν ακόμα πιο χαρούμενος αν είχαμε κερδίσει».
Ο Ζίκο πρωτοεμφανίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, αν και ταλαιπωρήθηκε τόσο από μικροτραυματισμούς όσο και από το αμυντικό παιχνίδι του ομοσπονδιακού προπονητή.
Το 1982 ωστόσο η Βραζιλία επέστρεψε στο γνώριμο επιθετικό της στιλ, κάτι που βόλευε πολύ το δυναμικό παιχνίδι του Ζίκο. Το χατ-τρικ του μάλιστα κατά της Βολιβίας στα προκριματικά είναι που έδωσε το πολύτιμο χαρτάκι στη Σελεσάο για την τελική φάση της Ισπανίας, όπου εκεί θα σκόραρε άλλα 4 τέρματα, περιλαμβανομένης της ισοφάρισης με τη Σκοτία, ανεβάζοντας τον δείκτη του σκοραρίσματός του για λογαριασμό της Βραζιλίας στα 48 γκολ (τέταρτη καλύτερη επίδοση στα χρονικά της Σελεσάο).
Τα γήπεδα του Μεξικού το 1986 όμως θα έφερναν νέα καρδιοχτύπια στον Ζίκο και την παρέα του, όταν η Σελεσάο θα εγκατέλειπε τον θεσμό ήδη από τα προημιτελικά, χάνοντας 4-3 από τη Γαλλία στα πέναλτι. Με τον «O Galinho» όχι στην καλύτερή του φόρμα, έχοντας μόλις επιστρέψει στην ενεργό δράση από τραυματισμό, ο Ζίκο έχασε πέναλτι στην κανονική διάρκεια του αγώνα (1-1), διατήρησε ωστόσο την ψυχραιμία του στη φάση των πέναλτι.
Ο Ζίκο έπαιξε σε τρία ματς του συγκεκριμένου Παγκοσμίου, σε όλα όμως ως αλλαγή. Παρά το γεγονός ότι οι φίλαθλοι στις εξέδρες ζητωκραύγαζαν ρυθμικά το όνομά του, το μεγάλο αστέρι της Σελεσάο δεν κατάφερε να την οδηγήσει όπως ήξερε. Κι έτσι, έπειτα από 1.047 ματς, περιλαμβανομένων των 71 διεθνών με τη Βραζιλία, ο Ζίκο κρέμασε τα παπούτσια του το 1990, κι αυτό για να γίνει υπουργός Αθλητισμού στη χώρα του!
Και βέβαια, παρά τη φήμη και τα επιτεύγματά του, η αγάπη του Ζίκο για το ποδόσφαιρο παρέμεινε για πάντα άδολη: «Θα ήθελα να με θυμούνται ως κάποιον που αγαπούσε πολύ αυτό που έκανε»…