Μπόκα, Κορίνθιανς, Γουέστ Χαμ, Γιουνάιτεντ, Σίτι, Γιουβέντους, ξανά Μπόκα, Σανγκάι Σένχουα, ξανά Μπόκα. Αυτή είναι η πορεία του Τέβες στο ποδόσφαιρο μέχρι σήμερα, 17 χρόνια μετά την πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση. Είναι ο πιο σύντομος τρόπος για να δεις τι έχει κάνει στην καριέρα του. Με αυτή την απλή ανάγνωση λοιπόν θα καταλάβεις ότι πρόκειται για έναν παίκτη που δέθηκε με την πρώτη του αγάπη και κάποια στιγμή, στα εύκολα ή στα δύσκολα, επέστρεφε εκεί. Εξάλλου, διαπιστώνεις πως πρόκειται για έναν τύπο που δεν έχει πρόβλημα να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να αλλάξει ομάδα στην ίδια πόλη. Τέλος, θα πεις πως ο άνθρωπος έχει και τη ματαιοδοξία μέσα του, αφού σίγουρα έβγαλε πολλά χρήματα, αλλά δεν είπε όχι στην Κίνα, την οποία ως επαγγελματίας αθλητής επισκέπτεσαι με μοναδικό γνώμονα την απάντηση στην ερώτηση «πόσα;». Θα μπορούσε να είναι τόσο απλό, αλλά δεν είναι. Γιατί αυτή τη διαδρομή μπορεί να έχουν κάνει πολλοί, αλλά ο Τέβες την «ξόρκισε» στα έξαλλα νιάτα του, με τις βαρύγδουπες δηλώσεις και τα φιλιά στη φανέλα των Γενοβέζων. Δάκρυζε όταν έβλεπε το Μπομπονέρα να τον αποθεώνει, αλλά το παράτησε δυο φορές, μέχρι… νεοτέρας. Μίλαγε απαξιωτικά για τους νέους ποδοσφαιριστές, που παίζουν για τα χρήματα, αλλά μετακόμισε στο Σινικό Τείχος, για να σπάσει τα νεύρα όλων με τη δυστροπία του και να ψάχνει τον τρόπο να φύγει. Ο Κάρλος Τέβες γίνεται σήμερα 34 ετών και εκτός του ότι έχει ζήσει δυο ζωές κι έχει κάνει δυο καριέρες, δεν κρύβει τίποτα απλό σε αυτές.
Γεννήθηκε στο δρόμο, γι’ αυτό λάτρεψε τα χρηματα
Ο Αργεντινός είναι η κλισέ περίπτωση που επιβεβαιώνεται, σε κόμικς και ταινίες, ιστορίες και δημοσιογραφικά άρθρα, αφηγήσεις από το παρελθόν και το μέλλον. Γεννημένος στο δρόμο, στις 5 Φεβρουαρίου 1984, σχεδόν κυριολεκτικά, στην περιοχή Φουέρτε Απάτσε της Σιουνταντέλα, ο «Καρλίτο» μεγάλωσε έχοντας ελάχιστα και ζηλεύοντας τα πάντα. Ευτυχώς για εκείνον, υπήρχε το ποδόσφαιρο και δεν κατέληξε στη φυλακή, «όπως πάρα πολλά παιδιά στη γειτονιά μου», ή με μια βελόνα να τρυπάει τις φλέβες του για να φτιαχτεί. Ήταν καλός κιόλας, για να βρεθεί στα 13 του από την ακαδημία της All Boys σε αυτή της μεγάλης του μελλοντικής αγάπης.
Μικρός και τρελός με τη Μπόκα
Στα 16 του χρόνια έβαλε τη χρυσομπλέ φανέλα πάνω του και έκανε ντεμπούτο, για το Απερτούρα της σεζόν 2001/02. Ήδη από την επόμενη πια, λογιζόταν σαν άνδρας και με 10 γκολ σε 32 αγώνες, γκολ στον δεύτερο τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες και το βραβείο του καλύτερου παίκτη του τουρνουά, άρχιζε να θυμίζει σε όλους στο Μπουένος Άιρες κάποιον… Αυτόν τον οποίον θα μπορούσε να «αντικαταστήσει» στις καρδιές τους, έστω να χωρέσει δίπλα του στο κάδρο με τους κορυφαίους. Οι οπαδοί της Μπόκα συζητούσαν σοβαρά αν ο Τέβες ήταν ο νέος Μαραντόνα, σε μια υπερβολή, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν μόνο οι πραγματικά ξεχωριστοί. Ο ίδιος ο Ντιέγκο τον αποκάλεσε «προφήτη της Αργεντινής για τον 21ο αιώνα», οπότε η πλάκα με τον μικρό έπρεπε πια να σταματήσει.
Η Κορίνθιανς και οι πρώτες «σκιές»
Στις αρχές των ‘00s οι ποδοσφαιριστές μόλις που άρχιζαν να συμμετέχουν σε αυτό το πανηγύρι των «τρελών», με τα απίθανα ποσά και τις πανάκριβες μεταγραφές. Έτσι, τον Ιανουάριο του 2005, μετά από 26 γκολ σε 75 αγώνες και ένα Κόπα Λιμπερταδόρες, ένα Διηπειρωτικό, έναν τίτλο Απερτούρα κι ένα Κόπα Σουνταμερικάνα, μάλλον λίγο πρόωρα, ο Τέβες έλεγε «αντίο». Όχι όμως για κάποιον φημισμένο σύλλογο της Ευρώπης, αλλά για την Κορίνθιανς. Το πενταετές συμβόλαιο που υπέγραψε με τη μυστηριώδη εταιρία MSI, το πριμ υπογραφής στον ίδιο και στον ατζέντη του και κυρίως όσα ακολούθησαν 1,5 χρόνο μετά, με τη μετακίνησή του στη Γουέστ Χαμ, μαζί με τον Χαβιέ Μασεράνο, την τελευταία μέρα των μεταγραφών, έφεραν τα πρώτα σπέρματα σκεπτικισμού γύρω από τις παρέες, τις επιλογές και τον τρόπο σκέψης του Αργεντινού γύρω από το επάγγελμα που διάλεξε να κάνει. Ουσιαστικά κι εν ολίγοις, ο Τέβες δεν αποκτήθηκε ποτέ από τους Βραζιλιάνους, αλλά από την εταιρία του Κια Ζουραμπχιάν, Ιρανού ιδιοκτήτη δυο offshore με επαφή στον κόσμο της Premier League. Εκεί θα κατέληγε, αργά ή γρήγορα, ο «Απάτσι» και για όσο χρόνο κι αν έχασε ενδιάμεσα, αποζημιώθηκε γενναιόδωρα (1,6 εκατ. δολάρια πριμ υπογραφής στην Κορίνθιανς). Από τον Ιανουάριο του 2005 ως το καλοκαίρι του 2007, που φόρεσε τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όσα έκανε δεν έχουν σημασία.
Στην κόκκινη πλευρά του Μάντσεστερ-για αρχή
«Τα πάντα γύρω από το Ολντ Τράφορντ είναι υπέροχα. Δεν περιγράφεται πόσο σπουδαίος είναι αυτός ο σύλλογος και η σημασία του να παίζεις για τη Γιουνάιτεντ», δήλωνε περιχαρής όταν ο Φέργκιουσον τον διάλεγε για την κορυφή της επίθεσης. «Θα σκοράρει 15 φορές το χρόνο και, το κυριότερο, τα γκολ του θα είναι πολύ σημαντικά», έλεγε από την πλευρά του ο Σερ Άλεξ. Πρώτος χρόνος, «ζάχαρη». 19 γκολ/48 παιχνίδια, Champions League, Premier League. Το «32» στην πλάτη του πήγαινε, σαν να φορούσε το «δεκάρι», όμως η αγάπη και η αφοσίωση κράτησε μόλις για δυο σεζόν, όσο –περιέργως- διήρκησε και ο δανεισμός του από τα «σφυριά». Παρότι λίγο καιρό πριν δήλωνε πως «δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μακριά από τη Γιουνάιτεντ», το καλοκαίρι που έληγε (2009), όταν δεν πήρε το συμβόλαιο που ζητούσε, άρχισε να εμφανίζεται δυσαρεστημένος. Η σεζόν που ολοκληρώθηκε τον βρήκε πρωταθλητή ξανά (15 γκολ σε 51 αγώνες), αλλά ο Τέβες ήταν ξανά φευγάτος. Οι «κόκκινοι διάβολοι» με τα πολλά εμφανίστηκαν έτοιμοι να καλύψουν τη ρήτρα του και να τον κάνουν έναν από τους καλύτερα αμειβόμενους παίκτες του συλλόγου, όμως η MSI ενημέρωσε πως πλέον ο παίκτης δεν ήθελε να παίζει για εκείνους. Δεν έκανε το έγκλημα καθοσιώσεως να υπογράψει στη μισητή Λίβερπουλ, αλλά ήθελε να δει και την άλλη πλευρά της πόλης…
«Καλώς ήρθες στο Μάντσεστερ!»
Ναι, η επόμενη ομάδα του ήταν η Σίτι, που κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πόσα πλήρωσε για να τον αποκτήσει, αλλά τον έκανε δικό της. Τα ποσά που αρχικά διέρρευσαν διαψεύστηκαν στη συνέχεια, οι ατζέντηδες του Τέβες είχαν ξανά λερώσει τα «χέρια» τους, αλλά και του πελάτη τους, που πλέον όμως γινόταν γνωστός ως δύστροπος, αχόρταγος κι εξ απαλών ονύχων προβληματικός. Αυτά δεν ενδιέφεραν βέβαια τους «γαλάζιους» οπαδούς της πόλης, που τον υποδέχθηκαν με πανό «Καλώς ήρθες στο Μάντσεστερ!» στο Έτιχαντ, για να πικάρουν τους «κόκκινους» και η αλήθεια είναι πως η φωτογραφία με τον Τέβες της Σίτι είναι αυτή που χαράχτηκε στη μνήμη εντονότερα από την παρουσία του Αργεντινού στο Μάντσεστερ. Ξανά όμως, κανένα συμβόλαιο δεν ήταν αρκετό για να τον κρατήσει ικανοποιημένο. Τον Δεκέμβριο του 2010 ο ατζέντης του ζητούσε να βελτιωθεί η αμοιβή του, δεν εισακούστηκε και ο «Απάτσι» εμφάνισε αίτημα μεταγραφής, με φόντο… οικογενειακούς λόγους. Ήταν μόλις πριν μερικούς μήνες που ο Ρομπέρτο Μαντσίνι τον είχε κάνει αρχηγό, ενώ με 29 γκολ σε 42 αγώνες, η πρώτη του σεζόν με τη Σίτι ήταν ό,τι έπρεπε για να καθιερωθεί και να λατρευτεί. Η σεζόν τελειώνει όπως-όπως, ο «Καρλίτο» δηλώνει πως «δεν θα γυρίσω στα Eastlands ούτε για διακοπες», αλλά ο Αύγουστος του 2011 τον βρίσκει ξανά με τα «γαλάζια», αν και στον πάγκο και χωρίς το περιβραχιόνιο του αρχηγού, που είχε πάει πια στον Βινσέντ Κομπανί. Δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται. Τον Σεπτέμβριο αρνήθηκε στον Μαντσίνι να μπει ως αλλαγής τον αγώνα με τη Μπάγερν στο Μόναχο για το Champions League. Λίγες εβδομάδες πριν είχε δηλώσει χαρούμενος στη Σίτι, τονίζοντας πως δεν πάει πουθενά. Πλέον, βρέθηκε σε υποχρεωτική άδεια, με απόφαση του Μανσούρ, που τον πλήρωσε, ώστε να εξαφανιστεί από το προπονητικό κέντρο για τρεις μήνες! Έκτοτε επέστρεψε και πανηγύρισε και το πρώτο πρωτάθλημα των «Πολιτών» μετά από 44 χρόνια, όμως είχε πια κουράσει. Το μέλλον του προβληματικού «Απάτσι» ήταν σαφώς μακριά από το Μάντσεστερ.
Ησύχασε στο Τορίνο
Έναντι 12 εκατ. ετησίως για τρία χρόνια, το καλοκαίρι του 2013 ο Τέβες έγινε «μπιανκονέρο». Ήταν τα χρήματα, ήταν το περιβάλλον της Γιουβέντους, ήταν το «10» που φόρεσε για πρώτη φορά πάλι μετά τη Μπόκα, στο Πιεμόντε εμφανίστηκε ένας «άλλος» άνθρωπος. Ούτε πειθαρχικά προβλήματα, ούτε δηλώσεις και ήξεις-αφήξεις. Ο «Απάτσι» βρήκε υπό τις οδηγίες του Αντόνιο Κόντε και στη συνέχεια του Μαξ Αλέγκρι το περιβάλλον που έψαχνε. Μυαλό δεν είχε βάλει, αυτό αποδείχθηκε εκ των υστέρων. Ο «οργανισμός» της Γηραιάς Κυρίας του ιταλικού ποδοσφαίρου ωστόσο τον εξημέρωσε κι εκείνος σκόραρε ανηλεώς (21 γκολ την πρώτη σεζόν, 29 τη δεύτερη). Έπαιξε και στον τελικό του Βερολίνου απέναντι στη Μπαρτσελόνα, μέχρι να εμφανίσει την επιθυμία να γυρίσει στα πατρογονικά εδάφη.
Ξανά στο Μπομπονέρα
Με το που ξαναφόρεσε τα χρώματα των Γενοβέζων, το θρυλικό στάδιο της Μπόκα Τζούνιορς γέμισε για να τον υποδεχθεί. Εκείνος έσκυψε για να προσκυνήσει το κοινό, όμως δεν το τίμησε με την αγωνιστική του κατάσταση, που ήταν εμφανώς παραμελημένη. Παραπανίσια κιλά, κακή απόδοση, κριτική από τα media και φτωχές επιδόσεις συνέθεσαν ένα σκηνικό διόλου αποθεωτικό, στην επιστροφή του στην Αργεντινή. Σκόραρε κάποια γκολ (5 σε 11 παιχνίδια) κι έψαξε ξανά την έξοδο κινδύνου. Αυτή τη φορά όμως, δεν θα έφευγε για… λίγα. Είχε φτάσει πια 33 χρονών, ποδόσφαιρο σε φουλ ανταγωνιστικό επίπεδο δεν γινόταν να παίξει, οπότε θα πήγαινε για τα πολλά φράγκα.
Κίνα, μια πονεμένη ιστορία
Το 2011 δήλωνε: «Έχω βαρεθεί τους ανθρώπους που περιτριγυρίζουν το ποδόσφαιρο και τη μορφή που παίρνει πλέον αυτό. Όλοι νοιάζονται για τα λεφτά και δεν μου αρέσει καθόλου». Κι όμως, πέντε χρόνια αργότερα δεν δίστασε να ακούσει τον παλμό της τσέπης του και μόνο και να υπογράψει ένα «επιχρυσωμένο» συμβόλαιο αξίας 38 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Για δυο χρόνια μάλιστα. Αυτό κι αν θα πει «υποκρισία». Πήγε εκεί και πια δεν του άρεσε τίποτα. Το φαγητό, το επίπεδο του πρωταθλήματος, η απόσταση από την αγαπημένη του Αργεντινή. Λούφα από την προπόνηση, ψεύτικοι τραυματισμοί και γκρίνια. Πιθανότατα για τη ζωή, που έφερε τόσα λεφτά στο ποδόσφαιρο και τον πειρασμό στα χείλη του, τόσο δελεαστικό που δεν γινόταν πια να υποκρίνεται τον παραδοσιακό, τον συναισθηματικό, το μεγάλο παιδί της αλάνας, που παίζει για το χειροκρότημα της κερκίδας και τα χρώματα. Με τη φανέλα της Shanghai Shenhua άντεξε για έναν χρόνο, πριν γυρίσει πίσω στο Μπουένος Άιρες για να φιλάει το γκαζόν και το έμβλημα της Μπόκα. Πριν δυο εβδομάδες επέστρεψε στην ομάδα της καρδιάς του, με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του και σήμερα γιορτάζει τα 34α γενέθλιά του εκεί που περνάει καλύτερα από οπουδήποτε αλλού, γιατί του συγχωρούν τα πάντα και τον αγαπούν ό,τι κι αν κάνει, όσα κι αν πει. Το Μπομπονέρα παραληρεί κάθε φορά που τον βλέπει και για να είμαστε δίκαιοι, δεν τίθεται θέμα για το αν εκείνος αγαπάει την ομάδα. Την λατρεύει. Δίχως όμως εκείνες τις υπερβολές που τον συνόδεψαν σε όλη του την καριέρα, θα είχε περισώσει λίγη από την αξιοπρέπεια και τη σοβαρότητά του και θα τον έκανε συμπαθή σε ακόμα περισσότερους. Πηγή: gazzetta.gr