Ογκόλιθος της άμυνας, σύμβολο του αγγλικού ποδοσφαίρου και ο απόλυτος αρχηγός των «Λιονταριών», δεν είναι λίγο το μελάνι που χύθηκε για να περιγράψει το αλλοτινό φαινόμενο των γηπέδων, τον καλύτερο αμυντικό που αντιμετώπισαν ποτέ, κατά δήλωσή τους πάντα, ένας Πελέ και ένας Μπεκενμπάουερ. Ο αθάνατος για τους Βρετανούς ήρωας του 1966, ο «αυτοκρατορικός αμυντικός» όπως τον έχουν χαρακτηρίσει, ήταν ο μοναδικός κάπτεν που σήκωνε ποτέ τη βαρύτιμη παγκόσμια κούπα, ένας σωστός εθνικός θησαυρός για τη μαμά του ποδοσφαίρου. Ο εξίσου θρυλικός τεχνικός εξάλλου που οδήγησε την Εθνική Αγγλίας στο θαύμα του 1966, ο ίδιος ο Αλφ Ράμσεϊ, δεν φειδόταν τα λόγια όταν ήταν να μιλήσει για τον Μπόμπι: «Ο αρχηγός μου, ο ηγέτης μου, το δεξί μου χέρι. Ήταν το πνεύμα και ο παλμός της ομάδας». Και ήταν πράγματι, ένας σωστός σερ του ποδοσφαίρου, ένας άνθρωπος που ήθελε τη στρογγυλή θεά ευγενές άθλημα και έκανε τα πάντα για να το πετύχει. Το ορειχάλκινο άγαλμά του στο Στάδιο Γουέμπλεϊ δεν έχει στηθεί όμως γι’ αυτό. Υψώθηκε για να θυμίζει σε όλους τους μεταγενέστερους πόσο τρομερός και σπουδαίος ήταν ο μπαλαδόρος που δεν δέχθηκε ποτέ ότι ήταν πράγματι καλός. Κανείς δεν ξέρει γιατί, μιας και δεν υπήρχαν πολλά που δεν έκανε ο Μουρ στον αγωνιστικό χώρο: από το μοίρασμα του παιχνιδιού και τα παροιμιωδώς χειρουργικά του τάκλιν μέχρι το ψηλό παιχνίδι και τις κατά πρόσωπο μάχες, το ολιστικό αυτό φαινόμενο του ποδοσφαίρου ξεπερνιόταν ίσως μόνο από τον ίδιο του τον εαυτό και την άλλη αμίμητη ικανότητά του να διαβάζει τις φάσεις. Πώς να μη διαμαρτύρονται οι αντίπαλοί του για το «προφητικό» του παιχνιδιού του, κάνοντας ακόμα και τον τεχνικό της Σέλτικ να παραπονιέται πως «Θα έπρεπε να υπάρχει νόμος εναντίον του! Ξέρει τι θα γίνει 20 λεπτά πριν από κάθε άλλο παίκτη»; Κι αν αυτά φτάνουν και περισσεύουν για να του χαρίσουν τη δυσθεώρητη θέση που κατέχει δίκαια στο πάνθεο του διεθνούς ποδοσφαίρου, ήταν πάντα αυτό το κάτι παραπάνω που είχε ο χαρακτήρας του που έκανε το κοινό να τον λατρεύει. Συνόψιζε, ή μάλλον ενσάρκωνε, το καλύτερο κομμάτι του ποδοσφαίρου, αυτή την αξιοπρέπεια και την ευπρέπεια που μόνο οι πραγματικά μεγάλοι μπορούν να περηφανεύονται πως κατέχουν. Κι έτσι έληξε την καριέρα του όχι ως παίκτης, αλλά ως κινούμενο σύμβολο της ιστορίας και των αξιών του αγγλικού ποδοσφαίρου. Όσο κι αν οι σύγχρονοί του αρνήθηκαν πικρόχολα να το δουν αυτό και να του χαρίσουν μια θέση στο άθλημα που τόσο αγαπούσε όταν κρέμασε τα παπούτσια του το 1977. Θα τον θυμούνταν το 1993, όταν θα έφευγε πρόωρα από τον μάταιο τούτο κόσμο, στήνοντάς του πια ανδριάντες και πλέκοντάς του αχρείαστα εγκώμια, μιας και ζούσαν ακόμα όσοι είχαν την τύχη να τον θαυμάσουν στο φυσικό του habitat, το ποδοσφαιρικό γήπεδο…
Πρώτα χρόνια
Μια πραγματικά απίστευτη καριέρα
Ο προπονητής του, Τεντ Φέντον, δεν θα τον έβγαζε ποτέ από τη βασική εντεκάδα εκτιμώντας τους νεωτερισμούς του στην άμυνα. Ο Μπόμπι δεν έπεφτε σαν κούτσουρο στα πόδια των επιθετικών, ούτε κλάδευε τους αντιπάλους. Ήταν ένας φινετσάτος χορευτής της άμυνας, κινούμενος με χάρη στη φάση και προφταίνοντας πάντα τις εξελίξεις. Κυρίαρχος στο ψηλό παιχνίδι και αποφασιστικός στα καθαρά του τάκλιν, η αμυντική του λειτουργία ξεπερνιόταν μόνο από την αμίμητη ικανότητά του να διαβάζει το παιχνίδι και να ξέρει πάντα τι να κάνει όταν είχε την μπάλα στα πόδια. Πάντα με το Νο 6 στην πλάτη, καθιερώθηκε ως βασικός κεντρικός αμυντικός, πριν γίνει θρύλος φυσικά. Την ίδια κιόλας χρονιά με το ντεμπούτο του, η Γουέστ Χαμ επέστρεψε στη μεγάλη κατηγορία και ξανάγινε μεγάλη ομάδα. Μεγαλύτερή της στιγμή, ο Μάιος του 1964, όταν άρπαξαν το Κύπελλο Αγγλίας μέσα στο Γουέμπλεϊ και οι πανηγυρισμοί των διψασμένων για κούπες οπαδών της Γουέστ Χαμ ακούστηκαν σε όλο το Λονδίνο.
Ο μεγάλος Μπόμπι Μουρ θα περνούσε στην «ταπεινή» Γουέστ Χαμ τα επόμενα 16 χρόνια της καριέρας του, συμπληρώνοντας 642 εμφανίσεις με τη φανέλα των «Σφυριών». Πέρα από το Κύπελλο του 1964, κατέκτησε και το Κύπελλο Κυπελλούχων την αμέσως επόμενη χρονιά, κι αυτό ήταν όλο. Αυτές ήταν οι σημαντικότερες διακρίσεις του σε συλλογικό επίπεδο. Και εκείνη η έκτη θέση στο πρωτάθλημα, αφήνοντας στον Μουρ τον μεγαλύτερο καημό της καριέρας του, πως δεν κέρδισε ποτέ ένα πρωτάθλημα Αγγλίας. Γι’ αυτό και έμεινε σύμβολο των «Λιονταριών», εκεί που θα έδειχνε σε όλη την οικουμένη τι ήταν στην πραγματικότητα …
Εθνική Αγγλίας, πάντα μια άλλη ιστορία
Λίγο έλειψε μάλιστα να μην παίξει καν στο Παγκόσμιο του 1966, καθώς από τις διαμάχες του με τον προπονητή της Γουέστ Χαμ είχε μείνει εκτός ομάδας και δεν είχε έτσι δικαίωμα συμμετοχής στην τελική φάση του παγκόσμιου θεσμού! Ο Μουρ ήθελε να φύγει από τη Γουέστ Χαμ για την Τότεναμ, μπας και σηκώσει ποτέ την πολυπόθητη κούπα Αγγλίας, αλλά ο σύλλογος δεν τον έδινε. Το συμβόλαιό του έληξε στις 30 Ιουνίου και το θέμα του ήταν ακόμα ανοιχτό. Μόνο που τώρα δεν είχε κλαμπ, κι έτσι δεν μπορούσε να παίξει στην Εθνική. Ήταν ο Ράμσεϊ αυτός που κάλεσε στο γραφείο του τον Μουρ και τον νέο τεχνικό της Γουέστ Χαμ, Ρον Γκρίνγουντ, μαλώνοντάς τους για τα καμώματά τους. Ο Μουρ υποχρεώθηκε εν ολίγοις να υπογράψει ξανά στα «Σφυριά» ώστε να παίξει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Εκεί που θα γινόταν παγκόσμιο ίνδαλμα δηλαδή!
Επιπλέον, είχε δημιουργήσει δυο γκολ και έβγαλε τις περισσότερες πάσες από όσους είχαν πατήσει στον αγωνιστικό χώρο. Και κάτι άλλο όμως: το 96%(!) των πασών αυτών ήταν επιτυχημένες! «Όταν κάποιοι παίκτες καλούνται στην προπόνηση να στείλουν την μπάλα από το ένα σημείο στο άλλο, πιστεύουν ότι είναι κάτι τόσο εύκολο που δεν χρειάζεται καν συγκέντρωση. Η συνέπεια είναι να πηγαίνει η μπάλα αλλού ντ’ αλλού. Αυτό είναι κάτι που με εκνευρίζει πολύ. Αν μου πει κάποιος να κλοτσήσω την μπάλα από το σημείο άλφα στο σημείο βήτα δέκα φορές, θα το κάνω ώστε και τις 10 φορές να γίνει σωστά», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Ο Μουρ εξιλέωσε τα «Λιοντάρια» για τις πίκρες που χάριζαν στους οπαδούς τους εδώ και 25 χρόνια, όντας πια ζωντανός μύθος μιας χώρας. Το Κύπελλο Αγγλίας, το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και εκείνος ο τελικός στο Λιγκ Καπ ήταν τώρα παρελθόν, μιας και ο Μπόμπι είναι πια εθνική υπόθεση και μάλιστα υψίστης σημασίας! Κανείς δεν ξεχνούσε τι είχε κάνει ο ιδιαίτερος αυτός ογκόλιθος της άμυνας στα ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Γουέμπλεϊ, προδίδοντας την άμυνά του μόλις μία φορά σε πέντε αγώνες. Ακόμα και ο επιβλητικός Εουσέμπιο (πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης) γονάτισε μπροστά του, καθώς τέτοιον αμυντικό δεν είχε ματαδεί.
Το οποίο ξεπεράστηκε μόνο από τη φωτογραφία του με τον Πελέ να αλλάζουν φανέλες μετά το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή, μια εικόνα που έγινε διαχρονικό σύμβολο του ποδοσφαιρικού fair play, καθώς πρέπει να ξέρεις το αποτέλεσμα για να καταλάβεις ποιος έχασε και ποιος κέρδισε στο ματς! Αφού άλλαξαν χαμόγελα και έγιναν φίλοι, ο Βραζιλιάνος ομολόγησε: «Από όλους τους αμυντικούς που είχα αντιμετωπίσει, αυτός ήταν ο πιο δίκαιος, ο καλύτερος. Αμυνόταν ως λόρδος. Όλοι έπεφταν στις προσποιήσεις μου, εκτός από εκείνον».
Το απίστευτο συμβάν της Κολομβίας
Τελευταία ποδοσφαιρικά χρόνια και άδοξη συνέχεια