Λένε ότι το Μουντιάλ είναι η διοργάνωση στην οποία κάθε ποδοσφαιριστής, από όταν είναι μικρό παιδί ακόμη, ονειρεύεται να παίξει και λένε αλήθεια. Λένε, επίσης, ότι στις χώρες της Νότιας Αμερικής το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από ένα σπορ, είναι σαν θρησκεία, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου και λένε επίσης την αλήθεια. Και αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί και μέσα από την ιστορία του Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο, του τερματοφύλακα που στις 16 Ιουλίου 1950, στο παιχνίδι που κρίθηκε το Μουντιάλ, έζησε κάτι που τον κυνηγούσε μέχρι και το τέλος της ζωής του…
Η Βραζιλία άρχισε να γίνεται ποδοσφαιρικά η Βραζιλία που όλοι ξέρουμε, από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 κι έπειτα. Μέχρι τότε, ήταν μια καλή ομάδα της λατινικής Αμερικής, μιας ομάδα που προσπαθούσε να μιμηθεί την επιτυχία της Ουρουγουάης, η οποία το 1930 είχε στεφθεί παγκόσμια πρωταθλήτρια. Και στη χώρα του καφέ πίστεψαν ότι θα το ζούσαν αυτό στο Μουντιάλ 1950, τη διοργάνωση του οποίου είχαν αναλάβει. Λίγο η έδρα, λίγο το γεγονός ότι είχαν καλή ομάδα, λίγο η τρέλα του κόσμου, το αποτέλεσμα ήταν οι Βραζιλιάνοι να πειστούν ότι ήρθε η ώρα τους. Ήταν, όμως, έτσι;
Η αλήθεια είναι ότι η «σελεσάο» έφτασε 90 λεπτά από το να τα καταφέρει. Στον αγώνα που θα κρινόταν ο τίτλος, αγώνας στο πλαίσιο ομίλου, αφού έτσι ήταν τότε το σύστημα της διοργάνωσης, η Βραζιλία υποδέχθηκε την Ουρουγουάη στο Μαρακανά. Ήταν η 16η Ιουλίου 1950 και ο θρύλος λέει ότι στις εξέδρες του γηπέδου βρίσκονταν 200.000 άνθρωποι! Και δεν είχαν πάει τόσοι, προφανώς, για να απολαύσουν ένα καλό παιχνίδι και ας νικήσει ο καλύτερος… Είχαν πάει τόσοι για να δουν επιτέλους τη Βραζιλία να στέφεται για πρώτη φορά παγκόσμια πρωταθλήτρια, να τη δουν να κατακτά για πρώτη φορά το Μουντιάλ.
Ευχή και… κατάρα από όλο το έθνος
Για τους παίκτες που μπήκαν εκείνη την ημέρα στον αγωνιστικό χώρο, ήταν ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα. Ήταν μια ευχή, την οποία ζούσαν. Έπειτα από 90 λεπτά, όμως, για τους Βραζιλιάνους ήταν εφιάλτης. Ένας εφιάλτης που για τον τερματοφύλακά τους, τον Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο, μόλις άρχιζε. Και θα διαρκούσε πολύ. Χρόνια ολόκληρα. Δεκαετίες. Θα διαρκούσε, βασικά, μέχρι και τον θάνατό του, ο οποίος ήταν και η λύτρωσή του. Γιατί; Επειδή από εκείνη την ημέρα του Ιούλη του 1950 ο Βραζιλιάνος τερματοφύλακας ήταν ήδη ένας ζωντανός νεκρός.
Η ήττα από την Ουρουγουάη και η απώλεια του τροπαίου θρυλείται πως προκάλεσε μαζικές αυτοκτονίες οπαδών. Το αν ισχύει ή όχι αυτό, όμως, ελέγχεται. Αυτό που δεδομένα ισχύει, είναι ότι ο Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο… καταδικάστηκε σε θάνατο από τους συμπτριώτες του. «Τη στιγμή που κατάλαβα ότι η μπάλα βρισκόταν στην εστία, μία παγερή αίσθηση παρέλυσε όλο το κορμί μου. Ηταν εκείνα τα δευτερόλεπτα που ένιωσα μία απερίγραπτα τρομακτική αίσθηση πως 200.000 ζευγάρια μάτια στο γήπεδο είχαν στραφεί σε μένα και με ήθελαν νεκρό», είχε πει πολλά χρόνια σε μια συνέντευξή του και έλεγε την αλήθεια.
Ο Μπαρμπόσα θεωρήθηκε αποκλειστικός υπεύθυνος για την ήττα και ένα ολόκληρο έθνος αποφάσισε να τον… εξοστρακίσει, να τον αφήσει στο περιθώριο, να τον καταραστεί. Και το τελευταίο δεν είναι σχήμα λόγου αλλά η πραγματικότητα. Σχεδόν όλοι οι φίλοι μου, ακόμα και από την οικογένειά μου, με κατηγόρησαν. Ολη η χώρα με κατηγόρησε ότι εγώ έφταιγα», είχε αναφέρει στην ίδια συνέντευη, περιγράφοντας τον αθλητικό και κοινωνικό αποκλεισμό που έζησε από τους συμπατριώτες του.
Το τελειωτικό χτύπημα το 1994
Ένας αποκλεισμός που δεν έπαψε ποτέ να ισχύει, όπως αποδείχθηκε στο Μουντιάλ 1994 στις ΗΠΑ. Ο Μπαρμπόσα, ο οποίος ήταν εκεί, θέλησε να επισκεφθεί την αποστολή της ομάδας αλλά ο προπονητής Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα δεν το επέτρεψε. Γιατί; Επειδή ο Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο, ο τερματοφύλακας της Βραζιλίας στο Μουντιάλ 1950, ήταν καταραμένος από τους συμπατριώτες του και αυτό σήμαινε ότι έφερνε γρουσουζιά… Μια κατάσταση που δεν άλλαξε μέχρι και τις 7 Απριλίου 2000, όταν και έφυγε από τη ζωή.
«Η ανώτερη ποινή για ανθρωποκτονία στη Βραζιλία είναι 30 χρόνια. Εμένα με τιμωρούν ακόμη, 50 χρόνια μετά, για ένα έγκλημα που δεν έκανα ποτέ», είχε πει λίγο καιρό πριν…