Ξέσπασε ο προπονητής των Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς, Στιβ Κερ, μιλώντας για το μακελειό σε δημοτικό σχολείο στο Τέξας, όπου 19 παιδιά και δύο δασκάλες έχασαν τη ζωή τους από τα πυρά ενός 18χρονου. Με φωνή που έτρεμε και χτυπώντας το χέρι του, αρνήθηκε να μιλήσει για μπάσκετ μετά το Game 4 των τελικών της Δύσης.
«Δεν θα μιλήσω για μπάσκετ. Τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ομάδα μας. Δεν έχει σημασία αυτό. Από τη στιγμή που τελείωσε η προπόνησή μας, 14 παιδιά δολοφονήθηκαν (σ.σ. αυτός ήταν ο αριθμός εκείνη τη στιγμή) 400 μίλια από εδώ, όπως και ένας δάσκαλος. Τις τελευταίες 10 ημέρες είδαμε να σκοτώνονται ηλικιωμένοι αφροαμερικανοί σε σούπερ μάρκετ, μετά άνθρωποι ασιατικής καταγωγής σε εκκλησία και τώρα είδαμε παιδιά να δολοφονούνται σε σχολείο», είπε στην αρχή ο Στιβ Κερ.
«Πότε θα κάνουμε κάτι; Έχω κουραστεί να κάνω δηλώσεις και να δίνω συλλυπητήρια σε συντετριμμένες οικογένειες. Συγγνώμη, αλλά έχω κουραστεί να κρατάμε ενός λεπτού σιγή. Αρκετά!», συνέχισε, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.
Όπως είπε ακόμη, «υπάρχουν 50 γερουσιαστές αυτή τη στιγμή που αρνούνται να ψηφίσουν το νομοσχέδιο για οπλοκατοχή, το οποίο βρίσκεται εκεί για δύο χρόνια. Και υπάρχει λόγος που δεν θα το ψηφίσουν: Για να διατηρήσουν την εξουσία».
«Σας ρωτάω, Μιτς ΜακΚόνελ, όλους εσάς τους γερουσιαστές που αρνείστε να κάνετε οτιδήποτε για τη βία, τους πυροβολισμούς στα σχολεία, τους πυροβολισμούς στα σουπερμάρκετ, σας ρωτώ: Θα βάλετε τη δική σας επιθυμία για εξουσία πάνω από τις ζωές των παιδιών μας; Γιατί έτσι φαίνεται. Αυτό κάνουμε κάθε εβδομάδα», συνέχισε.
«Αρκετά! Θέλω όμως όσοι το ακούνε αυτό να σκεφτούν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Πώς θα νιώθατε εάν συνέβαινε σε εσάς αυτό; Δεν γίνεται απλά να καθόμαστε εδώ και απλά να κάνουμε ενός λεπτού σιγής και μετά να βγούμε και να φωνάζουμε “πάμε Ουόριορς ή πάμε Μάβερικς”. Μας κρατούν ομήρους 50 γερουσιαστές στην Ουάσιγκτον που αρνούνται να το θέσουν ακόμη και σε ψηφοφορία, παρά τα όσα θέλουμε εμείς οι Αμερικανοί. Δεν θα το ψηφίσουν γιατί θέλουν να κρατήσουν τη δική τους εξουσία. Είναι αξιολύπητο. Αρκετά!», κατέληξε.