Ο Γκοραν Βλάοβιτς έχασε τη μητέρα του όταν ήταν 12 ετών και κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία ο παππούς του σκοτώθηκε από βόμβα που έσκασε στο σπίτι του. Από θαύμα δεν συνέβη το ίδιο με τα αδέρφια του και τον πατέρα του. Όταν έπαιζε στην Πάντοβα ένιωθε αφόρητους πονοκεφάλους και μετά από εξονυχιστικές εξετάσεις ενημερώθηκε ότι πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση στον εγκέφαλο. Το 1998 με δικό του γκολ η Κροατία «καθάρισε» τη Γερμανία και έφτασε στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Δύο χρόνια μετά η διοίκηση του Γιάννη Βαρδινογιάννη τον «έψησε» και τον έφερε στην Αθήνα. Η τετραετία του Γκόραν Βλάοβιτς στη Βαλένθια είχε λάβει τέλος και θα ακολουθούσε μια νέα, που θα ήταν και η τελευταία του στο ποδόσφαιρο. Με 116 συμμετοχές και 40 γκολ, στα 32 του, ο Κροάτης αποχώρησε από τη δράση έχοντας στεφθεί πρωταθλητής και κυπελλούχος με τον Παναθηναϊκό.
Πέρασαν 17 χρόνια από τότε που έφυγε από την Ελλάδα ο 50χρονος σήμερα Κροάτης, τον οποίο το Gazzetta συνάντησε στο Ζάγκρεμπ. Τα παιδικά του χρόνια, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, η διπλή επέμβαση στον εγκέφαλο, η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, ο Αναστασιάδης, ο Μαρκαριάν, ο Σουμ, το γκολ στο Γκελζενκίρχεν, το ντέρμπι της Ριζούπολης και η ιστορική ευκαιρία στο Καμπ Νόου εναντίον της Μπαρτσελόνα.
Γιατί ολοκλήρωσες την καριέρα σου τόσο μικρός; Ήσουν μόλις 32 ετών.
«Έφυγα από τον Παναθηναϊκό σε ένα διάστημα που δεν έπαιζα αρκετά και ως εκ τούτου δεν είχα πολλές πιθανότητες να βρω μια ομάδα σοβαρού επιπέδου. Αυτός ήταν ένας λόγος. Άλλος λόγος ήταν ότι είχα κουραστεί. Είμαι συναισθηματικός άνθρωπος αλλά μερικές φορές κρύβω αυτό που νιώθω. Έκρυβα μέσα μου τη στεναχώρια που δεν έπαιζα. Αυτό με έκανε να κουραστώ και να νιώσω ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν δίκαιο απέναντί μου. Εγώ έδωσα τα πάντα. Όποιον κι αν ρωτήσεις, θα σου πει ότι τα έδινα όλα και στον αγώνα και στην προπόνηση. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: Δεν συγκρίνω τον εαυτό μου με τον Γκάρεθ Μπέιλ.
Φαντάζομαι θα έχεις ακούσει τί λένε γι’ αυτόν, για την αγωνιστική του συμπεριφορά στα παιχνίδια και στις προπονήσεις. Πίστευε ότι είναι μεγάλος σταρ, που είναι, αλλά δεν έδινε το 100%. Θα μπορούσε να πιέσει τον εαυτό του στην προπόνηση και να τα δώσει όλα. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Σε κάθε προπόνηση, σε κάθε παιχνίδι, είτε με μεγάλο είτε με ασθενέστερο αντίπαλο, πάλευα να νικήσω, πάλευα να είμαι ο καλύτερος. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που με αγάπησε ο κόσμος. Ταυτόχρονα όμως, με κούρασε αυτή η κατάσταση στον τελευταίο μου χρόνο στον Παναθηναϊκό. Είχα μάλιστα δύο παιδιά, περίμενα και τρίτο και δεν ήθελα να βάλω την οικογένειά μου στη διαδικασία να μετακινείται. Δεν έβρισκα ενδιαφέρον και αποφάσισα να σταματήσω».
Πόσο δύσκολο ήταν για ένα παιδί να μεγαλώσει χωρίς τη μητέρα του;
«Από τη μια σε κάνει πιο σκληρό. Από την άλλη, αυτή η απώλεια δεν σβήνει ποτέ από το μυαλό σου. Σε σημαδεύει μια ζωή. Ίσως γι’ αυτό παντρεύτηκα μικρός. Προσπάθησα να κάνω τη δική μου οικογένεια. Δυσκολεύτηκα πιο πολύ όταν ήμουν στην Όσιγιεκ. Αναγκάστηκα να μένω στο σπίτι ενός φίλου που εργαζόταν στην ομάδα. Έμενα με την οικογένειά του για ένα μήνα. Πάντα ήθελα να ανταποδώσω αυτή τη χάρη και τους καλούσα στο δικό μου σπίτι. Χωρίς τη μητέρα μου, βέβαια, η φιλοξενία δεν ήταν ίδια».
Ο πόλεμος επηρέασε την καριέρα σου ή τα παιδικά σου χρόνια; Τι θυμάσαι;
«Εξαιτίας του πολέμου δεν πήγα στον στρατό. Για να είμαι ακριβής, όταν ήμουν στο Ζάγκρεμπ, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήμουν σε ένα σώμα του στρατού αλλά όχι στο πεδίο της μάχης. Εκείνη η περίοδος ήταν πάρα πολύ δύσκολη για όλους μας στην Κροατία. Ήταν μια τρομακτική κατάσταση. Είχα μια τραγωδία στην οικογένειά μου, καθώς ο παππούς μου πέθανε από βόμβα που έπεσε στο σπίτι μου. Από τύχη δεν σκοτώθηκαν ο αδελφός μου, η αδελφή μου και ο πατέρας μου, που ήταν στο σπίτι. Εγώ έπαιζα στην Όσιγιεκ εκείνο το διάστημα. Η ομάδα ήθελε να επιβιώσει και να πουλήσει κάποιους παίκτες.
Ενας ατζέντης με πήγε στην Ραπίντ Βιέννης και ταξίδεψα στην Αυστρία για να υπογράψω. Όταν έπεσε η βόμβα εγώ ήμουν στην Αυστρία. Όλα, όμως, τότε, ήταν ένα μεγάλο χάος στην Κροατία! Στο ποδόσφαιρο, παντού. Κανείς δεν ήξερε τι έπρεπε να γίνει με τα χαρτιά, πώς να γίνει η μεταγραφή. Ήταν πολύ περίεργη περίοδος. Ήμουν εκεί επί ένα μήνα, κάθε μέρα μου έλεγαν ότι θα υπογράψω, αλλά η σχετική άδεια δεν δόθηκε ποτέ. Η ομοσπονδία της Κροατίας δεν είχε την αναγνώριση της UEFA. Μετά με κάλεσε η Ντίναμο Zάγκρεμπ. Από τη στιγμή που ήταν αδύνατο να πάρω μεταγραφή στην Αούστρια, γύρισα στην Κροατία και τελικά υπέγραψα στη Ντίναμο».
Ο Παναθηναϊκός και το γκολ που δεν μπήκε στο Καμπ Νου
Ένα γκολ που δεν θα ξεχάσουν ποτέ οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, είναι εκείνο το φάουλ που έβαλες στο ματς με την Σάλκε. Πριν μου πεις για αυτό, τι θυμάσαι από εκείνη την ημέρα που άλλαξε τον κόσμο λόγω της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους;
«Ήταν μια πολύ περίεργη ημέρα για όλους μας. Αυτό έγινε μακριά από εμάς, στις ΗΠΑ. Φυσικά ήμασταν σοκαρισμένοι, αλλά κανείς δεν ήξερε τι έγινε μετά ή τι θα ακολουθούσε. Θυμάμαι πως υπήρχε πιθανότητα να αναβληθεί το ματς κόντρα στη Σάλκε. Υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες. Τελικά παίξαμε. Ήταν μία στιγμή ανασφάλειας για όλη την Ευρώπη. Εμείς, βέβαια, απλά παίζαμε, δεν αποφασίζαμε. Περιμέναμε ενημέρωση για να δούμε αν θα παίζαμε ή όχι».
Πες μου, τώρα, για αυτό το γκολ…
«Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα την πρόθεση να σουτάρω έτσι. Έγινε έτσι. Ήμουν καλός στις απευθείας εκτελέσεις. Ο προπονητής είπε να εκτελέσω το φάουλ. Είχα την εντολή. Η μπάλα πέρασε κάτω από το τείχος, ήταν το πρώτο γκολ σε αυτό το σπουδαίο γήπεδο. Τρομερό γήπεδο, το πιο μοντέρνο στην Ευρώπη εκείνη την εποχή! Το χαζεύαμε πριν το ματς. Έπαιξα σε υπέροχα γήπεδα στην Ισπανία, στο Μπερναμπέου, στο Καμπ Νόου, αλλά αυτό ήταν νέο, μοντέρνο, σπέσιαλ».
Δεν γίνεται να μην σε ρωτήσω. Έχεις ονειρευτεί ποτέ ότι εκείνο το σουτ στο Καμπ Νου στον προημιτελικό κόντρα στην Μπαρτσελόνα, που τελικά πέρασε άουτ δίπλα από το δοκάρι, κατέληξε στο δίχτυα;
«Όχι, αλλά πάντα το θυμάμαι. Πάντα. Όταν σούταρα ήμουν σίγουρος πως θα πάει μέσα. Τελευταία στιγμή η μπάλα πήρε φάλτσο και πέρασε έξω. Στενοχωριέμαι πραγματικά γι’ αυτό το σουτ και οι φίλαθλοί μας σίγουρα το ίδιο. Θα παίρναμε πρόκριση στον ημιτελικό του Champions League, θα ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Σε αυτά τα ματς ήμασταν ισάξιοι με την Μπαρτσελόνα. Δυστυχώς η μπάλα δεν πήγε μέσα. Δυστυχώς. Λυπάμαι, έκανα ότι μπορούσα αλλά…».
Τι θυμάσαι μετά το παιχνίδι; Στα αποδυτήρια πως ήταν η κατάσταση; Τι σκεφτόσουν;
«Χάσαμε τεράστια ευκαιρία να προκριθούμε και θυμάμαι πως ήμασταν πολύ λυπημένοι, αλλά και περήφανοι γι’ αυτό που κάναμε. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν προσπαθήσαμε. Ξέραμε πως ήμασταν στις 10 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης και όταν είσαι ισάξιος απέναντι στη Μπαρτσελόνα, είναι κάτι πολύ ξεχωριστό. Μετά το 1-0 στη Λεωφόρο είπα μέσα μου πως θα περάσουμε. Ήταν πολύ δύσκολο, όμως, να παίζεις εκεί, στη Βαρκελώνη. Κατά τη διάρκεια του αγώνα σκέφτεσαι διάφορα. Μία πως θα περάσεις, μία πως θα ηττηθείς με πολλά γκολ. Όταν μπήκα στο γήπεδο ήμουν ενθουσιασμένος στην ιδέα πως με ένα γκολ θα περάσουμε. Δυστυχώς δεν έγινε. Το ματς κόντρα στη Γερμανία, στο Euro 1996, και αυτό στη Βαρκελώνη είναι οι πιο αρνητικές αναμνήσεις στην καριέρα μου».