Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μετά όλοι έβλεπαν τα μαύρα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν πάνω από την Ευρώπη. Ο Αδόλφος Χίτλερ προετοιμαζόταν για έναν πόλεμο που όμοιο του δεν θα είχε ξαναβιώσει η ανθρωπότητα. Είχε φτιάξει τις συμμαχίες του και απλά περίμενε την κατάλληλη ώρα για να εξαπολύσει τη φωτιά.
Στο πλαίσιο αυτό τόσο ο φύρερ της Γερμανίας όσο και οι σύμμαχοί του ήξεραν πολύ καλά πως πριν τον πραγματικό πόλεμο έπρεπε να κερδίσουν έναν άλλο. Αυτόν της προπαγάνδας. Οτιδήποτε μπορούσε να υπηρετήσει το αφήγημά τους για μια πανίσχυρη φυλή που έπρεπε να επικρατήσει έναντι όλων των άλλων, ήταν καλοδεχούμενο.
Από αυτή την εξίσωση δεν θα μπορούσε να λείπει και το ποδόσφαιρο. Το λαϊκότερο και δημοφιλέστερο άθλημα στη Γηραιά Ήπειρο, έπρεπε να αποκτήσει τη σφραγίδα του Άξονα. Και τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1934 στην Ιταλία και του 1938 στη Γαλλία ήταν η καλύτερη δυνατή ευκαιρία.
Λίγους μήνες πριν βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι του πολέμου, στο μυαλό του Μουσολίνι η Ιταλία θα έπρεπε να κατακτήσει το βαρύτιμο τρόπαιο. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα απειλούσε τους ποδοσφαιριστές της ακόμα και με θάνατο!
Στο Μουντιάλ του 1934 έπαιξε μπάλα ο φασισμός
Ο Μπενίτο Μουσολίνι εκτός από Ιταλός δικτάτορας και σύμμαχος του μακελάρη των λαών Αδόλφου Χίτλερ, ήταν και ένας άνθρωπος που από πολύ νωρίς αντιλήφθηκε πλήρως πως το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να γίνει στα χέρια του το τέλειο όπλο προπαγάνδας.
Όταν η χώρα του κέρδισε τη διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1934, ο Μουσολίνι τοποθέτησε τον Ακίλε Σταράτσε ως τον «εγκέφαλο της διοργάνωσης». Ποιος ήταν ο Σταράτσε; Ήταν ο γραμματέας του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος και επικεφαλής των μελανοχιτώνων στην Πορεία προς τη Ρώμη!
Αυτός ο άνθρωπος ήταν που θα κινούσε τα νήματα στο μουντιάλ του 1934. Ο στόχος διπλός. Πρώτον να γίνει η απαραίτητη προπαγάνδα υπέρ του φασιστικού καθεστώτος και δεύτερον να καταλήξει η κούπα στα χέρια των Ιταλών ποδοσφαιριστών.
Στο τιμόνι της ομάδας ήταν ο Βιτόριο Πότσο, στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκφραστής των επιθυμιών του καθεστώτος προς την εθνική ομάδα. Ο προπονητής της «σκουάτρα ατζούρα» συνήθιζε να λέει πως «το ποδόσφαιρο είναι πόλεμος και βρισκόμαστε στα χαρακώματα»!
Σε όλη τη διάρκεια του τουρνουά ήταν ξεκάθαρη η θέληση του Μουσολίνι να φτάσει η Ιταλία στον τελικό και για τον λόγο αυτό δεν άφησε τίποτα στην τύχη του. Από αποφάσεις για… Ιταλοποιήσεις λατινοαμερικάνων ποδοσφαιριστών μέχρι και «τυχαία διαιτητικά σφάλματα» όλα έδειχναν πως η κούπα θα κατέληγε σε ιταλικά χέρια.
Ο τελικός ήταν η επιτομή του πολιτικού ποδοσφαίρου. Απέναντι στην φασιστική Ιταλία η κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία. Για τον Ντούτσε ήταν πλέον θέμα «τιμής». Μία μέρα πριν από τον τελικό, ο Μουσολίνι είχε επισκεφτεί την ιταλική ομάδα στέλνοντας το μήνυμα: «Καλή τύχη για τη νίκη αύριο παιδιά, αλλιώς θα συντριβείτε». Την επόμενη και συγκεκριμένα στο ημίχρονο του αγώνα με το σκορ στο μηδέν, ο Μουσολίνι είπε στον Πότσο: «Ο Θεός να σε βοηθήσει σε περίπτωση αποτυχίας»!
Τελικά η Ιταλία κέρδισε με 2-1 στην παράταση και οι καρδιές όλων πήγαν στη θέση τους. Αυτό, ωστόσο, ήταν μόνο η αρχή.
Η ξεκάθαρη απειλή στο Μουντιάλ του 1938
Ο Μουσολίνι αφού πέτυχε τον σκοπό του στο Παγκόσμιο Κύπελο του 1934, γλυκάθηκε και ήθελε ξανά το τρόπαιο στο Μουντιάλ του 1938. Μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα για εκείνον και το καθεστώς του. Εκείνο το Μουντιάλ διοργανώθηκε από την Γαλλία, μόλις 15 μήνες πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Εθνική Ιταλίας πήγε στη Γαλλία για να κάνει… σαματά. Αυτό φάνηκε αρχικά στο πρώτο παιχνίδι με τους Νορβηγούς όπου παρά τις έντονες αποδοκιμασίες οι παίκτες της «σκουάτρα ατζούρα» χαιρέτισαν φασιστικά στη διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού τους ύμνου και βέβαια στον προημιτελικό με τη Γαλλία. Εκεί, σε ένα γήπεδο όπου κόχλαζε από σχεδόν 58.500 χιλιάδες οπαδούς, η Ιταλία εμφανίστηκε με μαύρες εμφανίσεις και ένα τεράστιο Fascio Littorio (το σύμβολο του καθεστώτος Μουσολίνι) στο αριστερό μέρος του στήθους!
Η καλύτερη Ιταλία κέρδισε τη Γαλλία με 3-1 και πήγε στα ημιτελικά όπου αντιμετώπισε την Βραζιλία. Εκεί με μια… «αψυχολόγητη» ενέργεια ο προπονητής της Σελεσάο επέλεξε να παίξει με τους αναπληρωματικούς και έτσι η Ιταλία προκρίθηκε στον τελικό με 2-1. Προφανέστατα και τα σενάρια περί δωροδοκίας έδιναν και έπαιρναν εκείνο τον καιρό αλλά οι αποδείξεις ποτέ δεν υπήρξαν.
Κάπως έτσι η Ιταλία έφτασε για δεύτερη συνεχόμενη φορά στον τελικό του Μουντιάλ. Όλοι ήθελαν να κερδίσουν για δεύτερη συνεχόμενη φορά και το κύπελο. Πρώτος απ’ όλους ο Μουσολίνι. Αυτό ήθελαν και οι παίχτες οι οποίοι, όμως, είχαν και έναν επιπλέον λόγο να αγχώνονται. Είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την πιθανότητα της ήττας, αλλά και τις απειλές του ηγέτη τους. Το βράδυ πριν από τον τελικό, ο Μουσολίνι έστειλε τηλεγράφημα σε κάθε έναν από τους παίκτες με το εξής μήνυμα: «Vincere or morire». Δηλαδή: «Νίκη ή θάνατος»!
Τελικά η Ιταλία επικράτησε με 4-2 και ο Ούγγρος τερματοφύλακας, Άνταλ Σάμπο, φέρεται να δήλωσε μετά από τον αγώνα «μπορεί να δέχθηκα τέσσερα τέρματα, αλλά τουλάχιστον έσωσα τις ζωές τους»! Πρόκειται ξεκάθαρα για μια αναφορά στο μήνυμα του Μουσολίνι.
Οι Ιταλοί παίκτες, πάντως, διέψευσαν πως έλαβαν ένα τέτοιο τηλεγράφημα το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ ούτε στα αρχεία του κράτους. Ίσως να είναι ένας αστικός μύθος. Ίσως, πάλι, η μεταφορά του απειλητικού μηνύματος να έγινε προφορικά. Ίσως, τέλος, ακόμα και αν το έστειλε το μήνυμα ο Μουσολίνι, να μην το εννοούσε. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει την πλήρη αλήθεια.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, μετά από το 1934 και το 1938, το καθεστώς εποφθαλμιούσε ακόμα μία διάκριση στο Μουντιάλ του 1942, η οποία, όμως, δεν ήρθε ποτέ γιατί πλέον εκείνη τη χρονιά ο κόσμος βρισκόταν βυθισμένος στο χάος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1943 με την πτώση της κυβέρνησης Μουσολίνι, άρχισε η αποσύνθεση της εθνικής ομάδας. Ο Πότσο περιθωριοποιήθηκε, η ιταλική κοινή γνώμη άρχισε να αισθάνεται ντροπή για τον τρόπο που κατέκτησε τα δύο Παγκόσμια Κύπελλα (αν και ποτέ δεν αποδείχθηκε κάτι μεμπτό) και σταδιακά προσπάθησε να ξεριζώσει κάθε ίχνος φασισμού από το ποδόσφαιρο της χώρας.