Άλλοι στην ηλικία του είναι παππούδες και έχουν πάρει σύνταξη. Στη μπάλα, η ηλικία του σημαίνει σίγουρα (;) παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και, ως εναλλακτικές ιδιότητες για την επόμενη μέρα, προπονητής, γυμναστής, μάνατζερ ή σχολιαστής σε κάποιο ΜΜΕ.
Όχι, όμως, για τον Καζουγιόσι Μιούρα, ο οποίος έγινε είδηση (και πάλι) επειδή ανανέωσε το συμβόλαιό του με την Γιοκοχάμα και θα παίζει ΚΑΙ στα… 54 του χρόνια (!), αφού έχει γενέθλια στις 26 Φεβρουαρίου του 1967, μια ημέρα πριν αρχίσει το νέο πρωτάθλημα στην Ιαπωνία, του οποίου υπήρξε ο παίκτης – κράχτης το 1993.
Ο επιθετικός – θρύλος του ποδοσφαίρου της χώρας, ο οποίος είναι τέσσερα χρόνια (και κάτι) μεγαλύτερος από τον προπονητή του, Τακαχίρο Σιμοτάιρα, δήλωσε για την ιστορική ανανέωση ότι «πέρυσι ένιωθα την χαρά του να παίζω ποδόσφαιρο σε μια εποχή όπου ο κόσμος αντιμετώπιζε μια δύσκολη κατάσταση λόγω του κορονοϊού. Και φέτος νιώθω έτσι ακριβώς».
Ο «Βασιλιάς Καζού», όπως ήταν γνωστός από τις ημέρες της δόξας του, θα παίξει για 17η σεζόν με τον σύλλογο στον οποίο έπαιξε για πρώτη φορά το 2005, αλλά και 36η (!) συνολικά. Είναι ο γηραιότερος σκόρερ στην ιστορία του ιαπωνικού ποδοσφαίρου και έχει μπει στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες, αφού τα είχε καταφέρει σε ηλικία 50 ετών και 14 ημερών, κόντρα στην Τεσπακουσάτσου Γκούνμα, το 2017, σε αγώνα για την δεύτερη κατηγορία.
Ο Πελέ και η κάμερα του πατέρα
Ο Μιούρα έγινε αστέρι στην Βέρντι Καβασάκι, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση δύο διαδοχικών τίτλων στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου πάντως είχε ήδη στο ενεργητικό του έξι ομάδες και όλες στην… Βραζιλία!
Μόλις στα 19 του χρόνια, έκανε πραγματικότητα ένα παιδικό του όνειρο: Να παίξει στην Σάντος, την ομάδα όπου μεγαλούργησε ο Πελέ, το μεγάλο του ίνδαλμα. Γιος ποδοσφαιρικής οικογένειας, ο αδελφός του Γιασουτόσι έγινε επίσης επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ενώ ο πατέρας του υπήρξε φανατικός ποδοσφαιρόφιλος.
Το 1970, ο μπαμπάς Μιούρα βρέθηκε στο Μεξικό για να δει από κοντά το Παγκόσμιο Κύπελλο όπου η κορυφαία Βραζιλία όλων των εποχών κατέκτησε το τρόπαιο, προσφέροντας ποδοσφαιρικές παραστάσεις σε όλα της τα παιχνίδια.
«Ο πατέρας μου τράβηξε τους αγώνες με μια κάμερα. Εκείνη την εποχή έπαιζε ο Πελέ και μεγάλωσα βλέποντας τα βίντεο που είχε τραβήξει ο πατέρας μου» εξηγεί ο… βραζιλιανολάτρης Μιούρα, ο οποίος από μικρός ήταν φανατικός της μπάλας και ήθελε να γίνει επαγγελματίας, αν και χρειάστηκε να ξενιτευτεί, αφού το ποδόσφαιρο στην Ιαπωνία έγινε επαγγελματικό στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Πολίτης του κόσμου, έπαιξε στην άσημη Γιουβέντους του Σάο Πάουλο ως πιτσιρικάς, ζορίστηκε μέχρι να μάθει πορτογαλικά, αλλά τα κατάφερε, έγινε επαγγελματίας στην Βραζιλία και επέστρεψε στην χώρα του για να δώσει ώθηση σε μια σπουδαία καριέρα που τον βρήκε ακόμα στην Ιταλία (πρώτος Ιάπωνας που έπαιξε στην Serie A, για λογαριασμό της Τζένοα), στην Κροατία (Κροάσια Ζάγκρεμπ), ακόμα και στην Αυστραλία (Σίδνεϊ).
«Με κρατάει το πάθος για την μπάλα»
Από το 2005, ο 89 φορές διεθνής (με 55 γκολ) επέστρεψε στα πάτρια εδάφη και, στην πρώτη του σεζόν, όταν ήταν ακόμα… νιάνιαρο (38 ετών), συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η Γιοκοχάμα να ανέβει στην πρώτη κατηγορία.
Και, παρ’ ότι η ομάδα υποβιβάστηκε έναν χρόνο αργότερα, ο Μιούρα συνέχισε να έχει σταθερή παρουσία και αρκετές συμμετοχές μέχρι τα 49 του. Πλέον, βεβαίως, παίζει πιο σπάνια, αλλά αυτό δεν τον πτοεί καθόλου.
«Μου παίρνει περισσότερο χρόνο από τους νεαρούς ποδοσφαιριστές για να επανέλθω μετά από τραυματισμό. Και, παρ’ ότι είναι πολύ σκληρό, έχω αυτό το πάθος να θέλω να παίζω, και αυτό μου δίνει δύναμη να συνεχίσω» λέει ο Βασιλιάς Καζού, ο οποίος αποτελεί παράδειγμα για κάθε νεαρό Ιάπωνα που ονειρεύεται να γίνει ποδοσφαιριστής. Και, βεβαίως, όχι μόνο γι’ αυτούς…
Πηγή: gazzetta.gr