Το όνομά του έγινε συνώνυμο του ποδοσφαίρου. Ταξίδεψε από την παραγκούπολη του Μπουένος Άιρες όπου μεγάλωσε, μέχρι κάθε γωνιά της Γης, για να ταυτιστεί με την εκπληκτική επίδοση στην μπάλα, το καταλυτικό ταλέντο, και να αναδείξει έναν άνθρωπο που χαρακτηρίστηκε «θεός» του ποδοσφαίρου, με μια ανθρώπινη και προσιτή πλευρά. Που κάνει λάθη, υποκύπτει σε πειρασμούς, παλεύει με τη σκοτεινή του πλευρά, δίνει προσωπικές μάχες. Και χάνει τελικά την πιο σημαντική από αυτές, τη μάχη για τη ζωή, στα 60 του χρόνια.
«Έμπλεξα με τα ναρκωτικά, ήταν η μεγαλύτερη μαλ… της ζωής μου. Αν παρέμενα καθαρός, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι παίκτης θα γινόμουν», είπε στο ντοκιμαντέρ που έκανε ο Εμίρ Κουστουρίτσα για τη ζωή του, το 2008.
Η υφήλιος αποχαιρετά με μεγάλη θλίψη, με κάθε μέρος της Γης να νιώθει πως έχασε κάποιον «δικό της», τον Ντιέγκο Μαραντόνα, που περνά στην αιωνιότητα, έχοντας κερδίσει μια θέση στο πάνθεον.
Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, όπως έχει χαρακτηριστεί, έφυγε από τη ζωή από έμφραγμα, όπως μεταδόθηκε από μέσα της Αργεντινής χθες το απόγευμα, προκαλώντας παγκόσμιο σοκ.
Το τελευταίο διάστημα ο Μαραντόνα είχε περάσει δύσκολα, λόγω της μεγάλης περιπέτειας με την υγεία του. Λίγο καιρό πριν είχε υποβληθεί σε επιτυχή χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση αιματώματος από το κρανίο και είχε επιστρέψει σπίτι του.
«Είναι οδυνηρό να τον βλέπεις έτσι. Ζει συνεχώς καθηλωμένος και βομβαρδισμένος με φάρμακα. Η αλήθεια είναι ότι η καρδιά μου σπάει». Αυτά ήταν τα λόγια της κόρης του Ντιέγκο Μαραντόνα, Ντάλμα, σε ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μετά την νοσηλεία του πατέρα της, σε κλινική της Λα Πλάτα και περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο την ταλαιπωρία που είχε περάσει το τελευταίο διάστημα ο θρύλος της μπάλας.
Η ανακάλυψη από κυνηγό ταλέντων
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο Λανούς του Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή, αλλά μεγάλωσε στη Βίλα Φιορίτο, μια παραγκούπολη στα νότια προάστια, σε μια φτωχή οικογένεια.
Στην ηλικία των 8 ετών εντοπίστηκε από έναν κυνηγό ταλέντων ενώ έπαιζε στην γειτονιά του, στον σύλλογο Εστρέλια Ρόχα. Ο τότε προπονητής της ομάδας νέων Κορνέγιο είχε πει: «Όταν ο Ντιέγκο ήρθε στην Αρχεντίνος Τζούνιορς για δοκιμές, ήμουν πραγματικά τρελαμένος από το ταλέντο του και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν μόλις οκτώ ετών. Τον ρωτήσαμε για την ταυτότητά του, ώστε να το ελέγξουμε, αφού παρόλο που είχε τη διάπλαση ενός παιδιού, έπαιζε σαν ενήλικας. Όταν ανακαλύψαμε ότι μας είπε την αλήθεια αποφασίσαμε να αφιερώσουμε τον εαυτό μας καθαρά σε αυτόν». Έτσι στα 10 του, σύμφωνα με τη Wikipedia, έγινε βασικό κομμάτι της εφηβικής ομάδας των Αρχεντίνος Τζούνιορς του Μπουένος Άιρες. Μέχρι τα 14 του έπαιζε στις ακαδημίες με την ομάδα Cebollitas, που μέσα σε τρία χρόνια κατάφεραν να μείνουν στην ιστορία ως η πιο διάσημη και πετυχημένη παιδική ομάδα της Αργεντινής. Στα 12 του διασκέδαζε τους θεατές δείχνοντας τη μαγεία του με την μπάλα κατά τη διάρκεια των διακοπών του ημιχρόνου των παιχνιδιών πρώτης κατηγορίας καταφέρνοντας να κερδίσει το θαυμασμό του κοινού.
Από την Αργεντινή ως την Ισπανία και την Μπαρτσελόνα, από εκεί στην Ιταλία και τη Νάπολι, και ξανά στην Ισπανία, στη Σεβίλλη, μέχρι την επιστροφή του στην Αργεντινή, δεν σταμάτησε να διαγράφει λαμπρή πορεία, που άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Στη Νάπολι έγινε τραγούδι
«O mamma mamma mamma, o mamma mamma mamma, sai perche mi batte il corazon… Ho visto Maradona, ho visto Maradona, o mamma inamorato son…». Μετάφραση: «Ω μαμά, ξέρεις γιατί χτυπάει η καρδιά μου… Είδα τον Μαραντόνα, είμαι ερωτευμένος». Κατά τους Ιταλούς, είναι το σύνθημα που βγάζει το συναίσθημα της απόλυτης αγάπης και είναι αυτό που τραγουδούσαν οι Ναπολιτάνοι από το 1984 ως το 1991, βλέποντας τον Αργεντίνο στην ομάδα τους.
Τον έβλεπαν και τον αγαπούσαν όλο και περισσότερο, αφού τον είχαν ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή. Και αυτό είναι κάτι που το πάθαιναν όλοι με την περίπτωσή του.
Ποδοσφαιριστές καλοί υπήρξαν κι άλλοι, άνθρωποι που μπορούσαν να χειρίζονται την μπάλα με μοναδικό τρόπο, αλλά κανείς σαν αυτόν. Ίσως επειδή ο Ντιέγκο δεν ήταν απλά ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής, αλλά ένα… κοινωνικό φαινόμενο, όπως είχε γραφτεί πριν χρόνια στη Gazzetta dello Sport.
Ο Μαραντόνα ήταν αυτός που έκανε πρωταθλήτρια κόσμου την Αργεντινή το 1986 έχοντας δίπλα του παίκτες που δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κατάφερναν κάτι τέτοιο χωρίς την παρουσία του, ήταν αυτός που έκανε πρωταθλήτρια Ιταλίας -δύο φορές μάλιστα- τη Νάπολι κόντρα στον πανίσχυρο βορρά. Ήταν αυτός που σε έπειθε ότι αν χρειαζόταν θα νικούσε ακόμη και μόνος του, ένας εναντίον έντεκα.
Κι ένας μέρος της λατρείας που εκδηλώθηκε γύρω από το πρόσωπό του έχει να κάνει και με αυτό. «Ο Μαραντόνα ήταν κάτι περισσότερο από ένα μεγάλο ποδοσφαιριστή. Ήταν “αποζημίωση” για μια χώρα που σε λίγα χρόνια γνώρισε αρκετές στρατιωτικές δικτατορίες και κοινωνικές απογοητεύσεις κάθε είδους. Ο Μαραντόνα προσέφερε στους Αργεντινούς μια διέξοδο από τη συλλογική απογοήτευσή του και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι τον λατρεύουν εκεί ως θεϊκή φιγούρα» είχε πει για εκείνον ο πρώην συμπαίκτης του Χόρχε Βαλντάνο τον Ιούνιο του 2006.
Το γκολ κόντρα στην Ελλάδα
«Σήμερα παίζει ο Μαραντόνα», ήταν η φράση που άκουγες την ίδια εποχή στην Ελλάδα, όταν η τηλεόραση έδειχνε κάποιο ματς της Νάπολι στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ή της εθνικής Αργεντινής.
Με τη φανέλα της οποίας, παρεμπιπτόντως, πέτυχε το τελευταίο του γκολ κόντρα σε εμάς, στην εθνική ομάδα της Ελλάδας, στο Μουντιάλ του 1994. Τότε που έκανε υπερπροσπάθεια για να καταφέρει να είναι έτοιμος για τους αγώνες στις ΗΠΑ και τελικά η FIFA αποφάσισε την αποβολή του όταν είχε βρεθεί θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ. Μία από τις περιπέτειες του…
Παγκόσμιο Κύπελλο 1986 – Το «χέρι του Θεού»
Ο Μαραντόνα κατάφερε να γράψει πολλές σελίδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου με την πιο θρυλική να είναι αυτή στον αγώνα Αργεντινή – Αγγλία. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα κατάφερε να βάλει ένα εντυπωσιακό γκολ με… το χέρι του Θεού.
Και μπορεί αυτό να ακούγεται κάπως ανατρεπτικό αλλά… οι ανατροπές ταίριαζαν πάντα στον Αργεντίνο άσσο. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα έβαλε με το χέρι του ένα από τα πιο διάσημα γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου και κατάφερε να ανέβει ένα ακόμα σκαλί, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στο βάθρο των ηρώων της μπάλας.
Το όνομα του «Θεού» ακούστηκε σε όλο τον πλανήτη στον ημιτελικό του Μουντιάλ του Μεξικού με το πλήθος να παραληρεί.