«Maradona è del Napoli», ήταν οι τέσσερις λέξεις με τις οποίες ο Κοράντο Φερλαΐνο… ξυπνούσε τον Βεζούβιο στις 30 Ιουνίου 1984. Λίγα 24ωρα μετά, στις 5 Ιουλίου, 70.000 Ναπολιτάνοι θα κατέκλυαν το San Paolo για να έχουν την πρώτη γνωριμία μαζί του και να μπορούν να λένε ότι ήταν παρόντες την ημέρα που ο Αργεντίνος κήρυξε την έναρξη μιας εκ των ομορφότερων, αν όχι της ομορφότερης εποχής του Calcio. Της εποχής που η Νάπολι μπήκε στον ποδοσφαιρικό χάρτη και προσπάθησε να τον αλλάξει. Δεν τα κατάφερε σε απόλυτο βαθμό αλλά αυτό, για να συμβεί, θα χρειαζόταν ένα πραγματικό θαύμα Θεού και ο Ντιέγκο δεν υπήρξε ποτέ τέτοιος. Αντιθέτως, υπήρξε θεϊκά ανθρώπινος σε όλη την επταετία του στον ιταλικό νότο. Μια επταετία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Παρτενοπέι κατέκτησαν περισσότερα πρωταθλήματα από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, φέρνοντας τα… κάτω-πάνω. Αυτό έγινε σαφές από την πρώτη στιγμή κυριολεκτικά, αφού η Νάπολι χρειάστηκε να παρανομήσει για να γίνει η μεταγραφή. Μιλάμε, άλλωστε, για τα χρόνια, στα οποία η μεταγραφική περίοδος στην Ιταλία για τους ξένους παίκτες ολοκληρωνόταν το βράδυ της 30ης Ιουνίου. Οταν ο Φερλαΐνο, επομένως, είπε τις τέσσερις πιο όμορφες λέξεις που άκουσαν ποτέ οι Ναπολιτάνοι, προλάβαινε-δεν προλάβαινε να καταθέσει το συμβόλαιο. Τελικά το κατέθεσε… εκπρόθεσμα. Λίγα λεπτά πριν την λήξη της προθεσμίας, άνθρωποι της Νάπολι κατέθεσαν στα γραφεία της Lega ένα χαρτοφύλακα λέγοντας πως «μέσα είναι το συμβόλαιο του Μαραντόνα». Ο χαρτοφύλακας, όμως, ήταν άδειος αφού δεν είχαν ακόμη το συμβόλαιο στα χέρια τους. Αυτό, τελικά, το κατέθεσαν… ξημερώματα, αφού πρώτα βρήκαν τον τρόπο για να πείσουν τον αστυνομικό που ήταν εκεί, να τους ανοίξει για να μπορέσουν να καταθέσουν κανονικά το συμβόλαιο. Την ίδια ώρα, στον νότο επικρατούσε ένα παραλήρημα. Ανθρωποι που έζησαν εκείνη την βραδιά, με αφορμή την εκδήλωση που θα γίνει για την ανάδειξη του Μαραντόνα σε επίτιμο δημότη, περιγράφουν αυτές τις μέρες σε άρθρα τους στον ιταλικό Τύπο πώς έμαθαν για την μεταγραφή. Αλλοι άκουσαν τον Φερλαΐνο στο ραδιόφωνο, άλλοι μέσω τηλεφωνήματος φίλου τους που το άκουσε, άλλοι το είδαν να περνάει στην οθόνη της τηλεόρασης τους σαν μήνυμα, σαν έκτακτη είδηση. Δημοσιεύματα της εποχής, περιγράφουν μια κατάσταση αλλοφροσύνης στους δρόμους της πόλης, οι οποίοι είχαν γεμίσει μέσα σε λίγα λεπτά από κόσμο, σημαίες της Νάπολι και φωνές για τον… Θεό που ερχόταν. Κι αυτός, σαν τέτοιος, αποφάσισε όντως να κατέβει από ψηλά στο San Paolo, τον τόπο που θα γινόταν η αυλή των θαυμάτων του για τα επόμενα χρόνια. Στις 14:05 ώρα Ιταλίας την Τετάρτη 4 Ιουλίου, ο Αργεντίνος προσγειώθηκε στο Fiumicino της Ρώμης και από εκεί μεταφέρθηκε στη νέα πόλη του, για την παρουσίαση της επόμενης μέρας. Και για να μην παραλύσουν τα πάντα στην πόλη -στις 5 Ιουλίου 1984- αν ο Ντιέγκο οδηγούνταν στο γήπεδο με αυτοκίνητο, αποφασίστηκε να προσγειωθεί σε αυτό με ελικόπτερο. «Buonasera Napoletani! Είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι μαζί σας, forza Napoli», ήταν τα μόνα λόγια του απέναντι σε ένα πλήθος που παραληρούσε πριν καν ακουμπήσει την μπάλα. Οταν το έκανε, έπαιξε για λίγο μαζί της και την κλώτσησε προς την Curva B, δίνοντας το σύνθημα ότι το show είχε μόλις αρχίσει. «Ο Ντιέγκο κλώτσησε την μπάλα προς τον γαλάζιο ουρανό, τον οποίο όμως ο ίδιος σύντομα θα έβαφε πράσινο, άσπρο και κόκκινο, φέρνοντας το scudetto για πρώτη φορά στον νότο», ανέφερε το Sky Italia σε σχετικό αφιέρωμα.
Για να γίνει αυτό, βέβαια, έπρεπε ο Ντιέγκο να νιώσει σαν στο σπίτι του. Και το ένιωσε αμέσως. «Επίτιμος δημότης της Νάπολη δεν θα γίνω αύριο. Επίτιμος δημότης έγινα την πρώτη φορά που φόρεσα αυτή τη φανέλα», είπε στη χθεσινή (4/7) συνέντευξη Τύπου και είπε την αλήθεια. «Ο Ντιέγκο δεν έγινε ο ηγέτης της Νάπολι, έγινε κανονικός Ναπολιτάνος», λέει για παράδειγμα ο Σαλβατόρε Μπάνι και το γιατί έγινε Ναπολιτάνος, μπορεί να έχει διάφορες εξηγήσεις. Αλλοι λένε επειδή η πόλη του θύμιζε τις φτωχογειτονιές που μεγάλωσε, άλλοι επειδή το είδε σαν την σπουδαιότερη πρόκληση της ζωής του να πετύχει εκεί που δεν είχε πετύχει κανείς, άλλοι επειδή κατάλαβε ότι σε αυτή την πόλη θα μπορούσε να ζήσει όπως ήθελε. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Ο Μαραντόνα δεν έζησε για να γίνει πρότυπο για τα μικρά παιδιά, δεν τον απασχόλησε ποτέ κάτι τέτοιο. Εζησε για να… ζήσει. Για να απολαύσει αυτά που ο ίδιος ήθελε, αδιαφορώντας για την εικόνα του. «Ο τρόπος με τον οποίο με υποδέχθηκαν δεν συναντάται πουθενά αλλού στον κόσμο. Σέβομαι και αγαπώ αυτόν τον κόσμο και θα το κάνω σε όλη μου την ζωή. Είναι εκπληκτικό το πώς βρέθηκαν 70.000 κόσμου στο γήπεδο μέσα σε λίγα λεπτά από την άφιξη μου στην πόλη, για να με χαιρετήσουν. Ηρθαν για να χαιρετήσουν έναν απλό άνθρωπο που παίζει ποδόσφαιρο και ονομάζεται Μαραντόνα», έλεγε ο Ντιέγκο μία μέρα μετά την υποδοχή του στο San Paolo. Και τα επόμενα επτά χρόνια θα αποδείκνυε ότι αυτό το «απλός άνθρωπος» ίσχυε και… δεν ίσχυε. «Μπορεί κανείς να φανταστεί την Σαμπντόρια ή την Ουντινέζε να πάνε στη Βαρκελώνη, να πείθουν τον Μέσι να υπογράψει και αυτός να τις κάνει πρωταθλήτριες;», αναρωτήθηκε η Il Mattino, περιγράφοντας μέσα σε δύο σειρές το γιατί «δεν ισχύει». Από εκεί και πέρα, θα αναλάμβανε ο ίδιος να αποδείξει το γιατί «ισχύει». Ο Μαραντόνα που έκανε πρωταθλήτρια τη Νάπολι το 1987, που έβαζε κόντρα στη Γιουβέντους ένα έμμεσο φάουλ που οι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν με κανένα νόμο της φυσικής, που τρέλαινε το San Paolo με την κεφαλιά εκτός περιοχής σε εκείνο το 4-1 επί της Μίλαν, που οδηγούσε τους Παρτενοπέι στο κύπελλο UEFA του ’89, που έπαιρνε και δεύτερο πρωτάθλημα το ’90 (ο ένας τίτλος μπορεί να είναι κάτι γραμμένο στ’ άστρα, να είναι θέλημα θεού, οι δύο τίτλοι ήταν θέλημα Ντιέγκο), ήταν ο ίδιος Μαραντόνα που από ένα σημείο κι έπειτα αργούσε να πάει ή δεν πήγαινε καθόλου στις προπονήσεις, που έβριζε χωρίς κανένα πρόβλημα τον πρόεδρο Φερλαΐνο, που δεν σεβόταν κανέναν προπονητή του. Ο Pibe de oro που έδινε εντολή στους τιφόζι ότι «αύριο δεν θέλω να δω ούτε ένα ροσονέρο κασκόλ στο San Paolo» ή που γινόταν ο πρώτος που έριχνε άκυρο στον Τζάνι Ανιέλι αρνούμενος να γράψει οποιοδήποτε ποσό στην λευκή επιταγή του Avvocato, ήταν ο ίδιος που απειλούσε ότι θα πάει στην Μαρσέιγ όταν ένιωθε ότι με τον Φερλαΐνο δεν μπορούσε πλέον να συνυπάρξει ούτε λεπτό.
Μέσα σε επτά χρόνια, τα οποία ξεκίνησαν σαν σήμερα πριν 33 έτη, ο Μαραντόνα έκανε μια σειρά θαυμάτων στο γήπεδο και απέκτησε φανατικούς πιστούς αλλά και -το ίδιο φανατικούς- εχθρούς. Σε μια εποχή και σε μια πόλη που τον λάτρευε σαν Θεό, ο ίδιος αποφάσισε να ζήσει ως άνθρωπος, δείχνοντας όλα τα προτερήματα του και κάνοντας μηδενική προσπάθεια να κρύψει οποιοδήποτε από τα ελαττώματα του. «Αν δεν είχα μπλέξει με τα ναρκωτικά, δεν φαντάζεστε πόσα περισσότερα θα είχα κάνει», είπε χρόνια μετά αλλά δεν είχε νόημα. Ο Μαραντόνα είναι αυτός που είναι, επειδή λατρεύτηκε σαν Θεός, έζησε ως άνθρωπος και τελείωσε από τη Νάπολι και το ιταλικό ποδόσφαιρο με την… σταύρωση του ως “ντοπαρισμένος” έπειτα από ένα ματς με την Μπάρι το 1991. Μια «σταύρωση», που ακόμη και σήμερα στον ιταλικό νότο πιστεύουν ότι ήρθε επειδή ο Αργεντίνος προδόθηκε. Είτε από τις ανθρώπινες αδυναμίες του, είτε από τα «30 αργύρια» που είχε χάσει η Μαφία το βράδυ της 3ης Ιουλίου 1990, στον πιο σουρεαλιστικό ημιτελικό Μουντιάλ που θα μπορούσε να γίνει ποτέ στην Ιταλία… Πηγή: gazzetta.gr