Ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδος δεν είναι γεγονός που «έσκασε» έκτακτα στους υπευθύνους του ελληνικού ποδοσφαίρου και κλήθηκαν να το διαχειριστούν. Γνώριζαν ότι κάποια στιγμή δύο ομάδες θα προκρίνονταν σε αυτόν και έπρεπε σε ένα παιχνίδι να διεκδικήσουν την κούπα. Μπορεί να μην γνώριζαν το ποιοι ήταν οι αντίπαλοι σε αυτόν, αλλά κάποια στιγμή είτε τέλος Απριλίου, είτε μέσα στον Μάιο, αυτό το ματς θα ερχόταν.
Σίγουρα θα βόλευε σε αυτόν να περνούσε κάποιος από τους «μεγάλους» του ελληνικού ποδοσφαίρου και να είχε αντίπαλο έναν από τους «μικρομεσαίους», αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση η διοργάνωση του τελικού θα ήταν… ριψοκίνδυνη. Δεν πέρασαν, άλλωστε, και πολλά χρόνια από τότε που αναμετρήθηκαν ΑΕΚ και Ατρόμητος και τα επεισόδια στιγμάτισαν τον θεσμό.
Τα μέτρα για φέτος έπρεπε ήδη να είχαν ληφθεί, με το που έγινε γνωστό ότι στα ημιτελικά πέρασαν ΑΕΚ, Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκός. Ωστόσο, το 2-0 των «πράσινων» στο ματς της Λεωφόρου και το 1-2 της «Ένωσης» στο Καραϊσκάκη έδειχναν τελικό μεταξύ των δύο αθηναϊκών ομάδων. Άρα, ΟΑΚΑ. Έλα όμως που οι Θεσσαλονικείς είχαν… άλλη άποψη. Και μια έδρα κάπου… στη μέση ήρθε «αναγκαστικά». Και αυτή επιλέχθηκε να είναι το ανέτοιμο Πανθεσσαλικό Στάδιο.
Διαχρονικά, πάντως, η ποδοσφαιρική Ελλάδα δεν δείχνει ικανή να διοργανώσει σωστά έναν τελικό Κυπέλλου. Μια διοργάνωση που θεωρητικά αποτελεί γιορτή του ποδοσφαίρου σε κάθε χώρα. Αλλά, εδώ, στα μέρη μας, το να γίνουν όλα σωστά σε αυτόν τον τομέα μοιάζει με σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες, οι οποίοι δεν είναι και τόσο ικανοί στο να βρίσκουν αυτές τις λύσεις.
Τα τελευταία δύο χρόνια ειδικά, η διεξαγωγή στα πλαίσια της κανονικότητας του τελικού παραπέμπει σε ένα θέατρο του παραλόγου, που έχει κυρίως ως «θύματά» του τις ομάδες, αλλά και τους οπαδούς τους. Κάθε χρόνο και χειρότερα, λοιπόν…
Ας θυμηθούμε τι έγινε πέρσι… Τέτοιον καιρό περίπου, ο τελικός έγινε με σχεδόν έναν μήνα καθυστέρηση σε σχέση με ό,τι είχε προγραμματιστεί και σε ένα γήπεδο, στο οποίο βρέθηκαν μόλις 100 άτομα από κάθε πλευρά (ΑΕΚ και Ολυμπιακός οι αντίπαλοι). Το αχανές ΟΑΚΑ συνέθετε ένα κρύο σκηνικό, στο οποίο μόνο στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή της σεζόν δεν παρέπεμπε.
Και εάν για την ΑΕΚ υπήρχαν τουλάχιστον τα πλέι οφ για να είναι σχετικά «ζεστή» γι’ αυτόν τον αγώνα, στον οποίον τελικά επικράτησε με 2-1 και επέστρεψε στους τίτλους μετά την περιπέτεια της Γ’ Εθνικής και της Football League, για τον Ολυμπιακό τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Ουσιαστικά, οι «ερυθρόλευκοι» επέστρεψαν… από τις παραλίες, για να παίξουν ένα ματς (27 Απριλίου το τελευταίο τους για το πρωτάθλημα, 17 Μαΐου έπαιξαν με την «Ένωση»).
Η απόφαση να είναι άδειες οι εξέδρες, είχε ληφθεί επειδή υπήρχαν ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη. Σωστές οι επιφυλάξεις, βάσει παρελθόντος. Επίσης, η τότε διοίκηση της ΕΠΟ μόνο αξιόπιστη δεν θεωρούταν τόσο από την πλευρά της Πολιτείας όσο και από την πλειοψηφία των φιλάθλων. Όμως, ο Γιώργος Γκιρτζίκης και οι συν αυτώ αποτελούν παρελθόν από την Ομοσπονδία, με την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή -υπό τη «σκέπη» της UEFA- να είναι αυτή που έχει πλέον στα χέρια της τα ηνία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Εκτός από την αλλαγή στη διοίκηση της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, είχαμε αλλαγή και στο πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τον αθλητισμό της χώρας. Ο Σταύρος Κοντονής πήρε… προαγωγή για το υπουργείο Δικαιοσύνης, με τον Γιώργο Βασιλειάδη να παίρνει τη θέση του. Αλλά, το διακύβευμα παρέμεινε το ίδιο. Παλινωδίες και πέρσι, τα ίδια και φέτος…
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το «ΟΚ» που δόθηκε από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές του αυριανού τελικού, κανείς δεν θα έβαζε το… χέρι του στη φωτιά ότι ο αγώνας θα ξεκινήσει κανονικά στις 20:30 στο Πανθεσσαλικό Στάδιο.
Τουλάχιστον, το 2017 ο τελικός θα έχει κόσμο στις εξέδρες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξε και πρόοδος. Οι ανακοινώσεις σήμερα τα ξημερώματα τόσο από πλευράς ΕΠΟ όσο και από τη ΓΓΑ, αλλά και οι πατέντες για να πραγματοποιηθεί τελικά ο αγώνας, μόνο προβληματισμό δημιούργησαν.
Το μόνο σίγουρο με όλη αυτήν την ιστορία, είναι ότι το ήδη υποβαθμισμένο προϊόν (γιατί σαν τέτοιο πλασάρεται στους φιλάθλους) που λέγεται ελληνικό ποδόσφαιρο, υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο. Και πραγματικά, ο κόσμος που ασχολείται με αυτό, δεν ξέρει πού θα έχει τέλος αυτή η κατρακύλα.