Ο Φέρεντς Πούσκας ήταν 29 ετών, όταν πέθανε για πρώτη φορά. Στις 27 Οκτωβρίου του 1956 το γαλλικό πρακτορείο AFP είχε ανακοινώσει ότι ο μεγαλύτερος επιθετικός της γενιάς του είχε σκοτωθεί στη Βουδαπέστη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Όλα έδειχναν ότι η είδηση ήταν αξιόπιστη: περισσότεροι από 2.500 Ούγγροι θα έχαναν τη ζωή τους, ενώ άλλοι 13.000 θα τραυματίζονταν, σε μία αιματηρή προσπάθεια επανάστασης εναντίον της ΕΣΣΔ. Η χώρα ήταν βυθισμένη στο χάος. Τότε, άρχισε και η υπερβολή στα ρεπορτάζ. Την ώρα που τα νέα έκαναν τον γύρο του κόσμου, ο Πούσκας ήταν κανονικά με την υπόλοιπη αποστολή της Ουγγαρίας πριν το ματς με τη Σουηδία. Με τη βία να κορυφώνεται, το παιχνίδι τελικά αναβλήθηκε και οι παίκτες επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ανάμεσα στις συνέπειες μετά την προσπάθεια των Ούγγρων για ελευθερία ήταν η διάλυση του ποδοσφαίρου τους. Οι Μαγυάροι είχαν φέρει πολλές καινοτομίες: χρησιμοποιούσαν τους τερματοφύλακες σε ρόλο λίμπερο, είχαν «ψευτοεννιάρια», επιθετικά μπακ και το Total Football πολύ πριν την εποχή του Κρόιφ. Ανάμεσα στο 1950 και στο ξεκίνημα της επανάστασης το 1956 η Ουγγαρία είχε κερδίσει το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στη Φινλανδία και είχε χάσει μόλις ένα ματς: τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 με αντίπαλο την Δυτική Γερμανία, σε αυτό που έγινε γνωστό ως το «Θαύμα της Βέρνης». Αυτό που ακολούθησε, όμως, ήταν παρακμή. Πολλές κρίσεις και διλήμματα για παίκτες και παράγοντες. Όταν ο Πούσκας και ο Μπόζικ έφυγαν με το τρένο από τη Βουδαπέστη στις 28 Οκτωβρίου, άκουσαν πυροβολισμούς. «Έπρεπε να φτάσω σπίτι με τα πόδια, κουβαλώντας δύο κιλά ψωμί. Τα πάντα ήταν κλειστά», θα πει αργότερα ο Πούσκας. Όταν έφτασε σπίτι, τηλεφώνησε σε μία ουγγρική εφημερίδα για να επιβεβαιώσει ότι ήταν ζωντανός, λέγοντας πόσο χαρούμενος είναι με την επανάσταση. Ο τερματοφύλακας Γκόρικς αποκάλυψε μία σουρεαλιστική κατάσταση στην πόλη. «Σε ένα μέρος οι άνθρωποι τραγουδούσαν και πανηγύρισαν και σε ένα άλλο πέθαιναν». Ο ίδιος είχε επιτρέψει στους επαναστάτες να χρησιμοποιήσουν το σπίτι του ως κρησφύγετο. Η εθνική ομάδα είχε αποκοπεί από την επανάσταση, ζώντας σε μία «φούσκα». Ο Πούσκας πιθανότατα ήταν ο μοναδικός πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος έπειτα από απόφαση του Νικίτα Χρουσιόβ. Η πρώτη συνέπεια για το ουγγρικό ποδόσφαιρο ήταν ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι ανάμεσα στην Χόνβεντ, στην οποία έπαιζαν στρατιωτικοί, και στην Μπιλμπάο. Η Χόνβεντ συμφώνησε να διεξαχθεί το πρώτο παιχνίδι στην Ισπανία, με την UEFA να την προειδοποιεί ότι σε περίπτωση που δεν μπορέσει να εγγυηθεί τη διεξαγωγή του επαναληπτικού της Ουγγαρίας θα τιμωρούταν με αποκλεισμό δύο ετών. Το εκτός έδρας ματς ορίστηκε για τις 22 Νοεμβρίου. Τρεις εβδομάδες νωρίτερα όλα πήγαιναν καλά με την επανάσταση. Στις 4 Νοεμβρίου, όμως, τα σοβιετικά τανκς βγήκαν στους δρόμους της Βουδαπέστης και την κατέπνιξαν σε έξι μέρες. Περισσότεροι από 5.000 Ούγγροι έχασαν τη ζωή τους μαζί με 700 Ρώσους στρατιώτες, κάποιοι από τους οποίους εκτελέστηκαν, καθώς αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι ατζέντηδες έπεσαν πάνω στους παίκτες της Χόνβεντ, προσφέροντας συμβόλαια σε συλλόγους της δυτικής Ευρώπης. Ο επιθετικός Κότσις και ο εξτρέμ Τσίμπορ είχαν προτάσεις για συμβόλαια με 120.000 δολάρια. Η Χόνβεντ τα πήγε μια χαρά στο «Σαν Μαμές» και ηττήθηκε δύσκολα με 3-2 από την Αθλέτικ. Οι παίκτες άρχισαν να καταλαβαίνουν πόσο επικίνδυνα ήταν, πλέον, τα πράγματα στην πατρίδα τους και ξεκίνησαν να φυγαδεύουν τις οικογένειές τους. Η σύζυγος του Πούσκας, Ελίζαμπεθ, και η κόρη του, Ανίκο, έφτασαν μέχρι τα σύνορα με την Αυστρία με τα πόδια. Μία σειρά φιλικών αγώνων χρησιμοποιήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για τους 200.000 πρόσφυγες. Με τα πλάνα να αλλάζουν κάθε μέρα, οι παίκτες κυκλοφορούσαν με τα χρήματα σε βαλίτσες. Ένα παιχνίδι αποδείχθηκε το κλειδί. Στις 29 Νοεμβρίου η Χόνβεντ αναδείχθηκε ισόπαλη 5-5 με μία μικτή Ατλέτικο/Ρεάλ Μαδρίτης στο «Μπερναμπέου». Κάποιοι παίκτες, που δεν έπαιζαν στην Χόνβεντ, κλήθηκαν να βοηθήσουν μία ομάδα που έμοιαζε με την εθνική Ουγγαρίας. Ένας από τους ανθρώπους που βρέθηκαν στις εξέδρες ήταν ο Εμίλ Όστεραϊχερ. Ο οικονομικός γραμματέας της Χόνβεντ θα βοηθούσε την Ρεάλ να αποκτήσει τον Πούσκας. Με την ασφάλεια στη Βουδαπέστη να είναι σημαντικό ζήτημα, ο επαναληπτικός με την Μπιλμπάο μεταφέρθηκε στις Βρυξέλλες. Το τελικό 3-3 άφησε την Χόνβεντ εκτός. Ο σύλλογος είχε ακόμα στα χέρια του μία πρόσκληση να ταξιδέψει για φιλικά στη Λατινική Αμερική, όμως η Ομοσπονδία ενημέρωσε τους παίκτες ότι έπρεπε να γυρίσουν. Ο Όστεραϊχερ, ο Πούσκας και ο Τσίμπορ ήθελαν να αποδεχθούν την πρόταση της Βραζιλίας για ένα φιλικό για 10.000 δολάρια. Άλλοι ήθελαν να επιστρέψουν στην Ουγγαρία. Η FIFA σε συνεργασία με την Ομοσπονδία έκριναν «παράνομο» εκείνο το τουρ, προειδοποιώντας τους παίκτες για πρόστιμα, τιμωρίες και ακόμη χειρότερα: η Χόνβεντ ήταν η ομάδα του στρατού και οι παίκτες θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ως λιποτάκτες, κάτι που επέσυρε τη θανατική ποινή. Ο Γκούσταν Σέμπες (προπονητής μέχρι το 1956 και πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής στη συνέχεια) ταξίδεψε μέχρι τις Βρυξέλλες, για να λύσει το ζήτημα. «Θείε Γκούστι, έλα μαζί μας», τον ικέτεψε ο Πούσκας. «Οδήγησε την ομάδα και σου ορκίζομαι ότι όλοι θα έρθουμε μαζί σου μετά». Ο Σέμπες δεν κατάφερε να πάρει την άδεια για το ταξίδι (το Υπουργείο δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του), και ο Ούγγρος προσπάθησε να πείσει τους παίκτες να γυρίσουν σπίτια τους. Κάποιοι από τους νεότερους ακολούθησαν τις οδηγίες του. Οι υπόλοιποι συνέχισαν κανονικά το τουρ. Η επιστροφή στην Ευρώπη τους βρήκε στη Βιέννη τον Φεβρουάριο του 1957 με ένα μεγάλο δίλημμα: να επιστρέψουν στην Ουγγαρία ή να ζήσουν στην εξορία. Ο Μάρτιν Νάγκι, ο νέος ισχυρός άντρας των ουγγρικών σπορ, διέταξε τους παίκτες να επιστρέψουν και να ετοιμαστούν για την τιμωρία τους. Ο Πούσκας, σχεδόν 30 ετών, φοβήθηκε ότι η επερχόμενη 18μηνη τιμωρία θα τελείωνε την καριέρα του. Έτσι, πέταξε για την Ιταλία με την οικογένειά του και αποφάσισε να μην παίξει ξανά για την Χόνβεντ και την Ουγγαρία. Ο Κοτσίς και ο Τσίμπορ πήραν παρόμοια απόφαση και εξελίχθηκαν σε ήρωες της Μπαρτσελόνα μαζί με τον Κουμπάλα. Για τον Τσίμπορ, που είχε συμμετάσχει σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, δεν ήταν καθόλου δύσκολη απόφαση. Ο Όστεραϊχερ προσέφερε στον Μπόζικ μία θέση στο προπονητικό τιμ της Ατλέτικο Μαδρίτης. Παρόλα αυτά, ο πατέρας του είχε μόλις πεθάνει, αφήνοντας την μητέρα του και τα τέσσερα αδέρφια του στην Ουγγαρία. Ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Βουλής, επέστρεψε σπίτι του. Θα περνούσαν τουλάχιστον δύο δεκαετίες μέχρι εκείνος και ο παιδικός του φίλος, Πούσκας, να συναντηθούν ξανά. Το εντυπωσιακό είναι ότι και ο Γκρόσιτς επίσης επέστρεψε στην Ουγγαρία. Οι αρχές τον είχαν κάνει αποδιοπομπαίο τράγο μετά την ήττα στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και η μυστική αστυνομία της χώρας τον ερευνούσε συνεχώς για κατασκοπεία για το υπόλοιπο της ζωής του. Ευτυχώς, ποτέ δεν έμαθαν ότι είχε βοηθήσει τους επαναστάτες. Χάνοντας τους Πούσκας, Κοτσίς και Τσίμπορ οι Ούγγροι δεν κατάφεραν ποτέ να ξαναβρούν το ποδόσφαιρό τους. Ο Νάντορ Χιντεγκούτι, το πρώτο «ψευτοεννιάρι», προσπάθησε να καλύψει το κενό, όμως παραδέχθηκε ότι δεν είχε τις ηγετικές ικανότητες του Πούσκας. Ο Ψυχρός Πόλεμος είδε διαλύσει μία μαγική Ουγγαρία, μία ομάδα για την οποία ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον είχε πει ότι ξεκίνησε «την επανάσταση στο μυαλό μας». Τη δεκαετία του ’60 ο Πούσκας έστειλε ένα γράμμα στον Μπέρτσι, τον μπαρμπέρη του, στην Ουγγαρία, «Ποτέ δεν με ενδιέφερε η πολιτική. Δεν είναι η δουλειά μου. Έχω μόνο μία πολιτική: το ποδόσφαιρο». Δυστυχώς, τη δεκαετία του ’50, όμως, το ποδόσφαιρο και η πολίτικη ήταν απόλυτα συνδεδεμένα. Ο Πούσκας άργησε να το καταλάβει και το έμαθε στην πλήρη του έκταση λίγο πριν τον θάνατό του. Έφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 2006 σε ηλικία 79 ετών. Ένας πραγματικός ποδοσφαιρικός θρύλος. Πηγή: gazzetta.gr