Στον επαγγελματικό αθλητισμό, ο οποίος άρχισε να προσφέρει πολλά υλικά αγαθά στους πρωταγωνιστές αλλά παράλληλα «σκότωσε» τη χαρά του παιχνιδιού, το αν είσαι επιτυχημένος ή αποτυχημένος ορίζεται από τα αποτελέσματα οπότε ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σήμερα (4/10) σε ηλικία 78 ετών, δικαίως καθιερώθηκε ως ο κορυφαίος Έλληνας προπονητής μπάσκετ, αλλά σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση ανθρώπου η επιτυχία δεν ορίστηκε μόνο από τα αποτελέσματα αλλά και από το γεγονός ότι ποτέ, όπου κι αν ήταν και ό,τι κι αν έκανε, δεν υπήρξε αδιάφορος…
Αυτό, λένε οι παλαιότεροι, είχε φανεί από πολύ νωρίς, από όταν ακόμη ήταν παίκτης αλλά ζάλιζε τους προπονητές με τις απορίες του. Ίσως επειδή το είχε καταλάβει από τότε ότι ο αθλητισμός, το μπάσκετ για αυτόν δεν θα τελείωνε όταν θα τελείωνε η καριέρα του. Αντιθέτως, τότε θα άρχιζαν τα… καλά. Ως παίκτης δεν κατάφερε και πολλά, είναι η αλήθεια. Ως προπονητής, όμως, κατάφερε τα πάντα. Ή σχεδόν τα πάντα. Από το βιογραφικό του, για παράδειγμα, λείπει μια ευρωπαϊκή κούπα, αυτή που κυνήγησε και πλησίασε με τον Άρη, με τον Ολυμπιακό, με την ΑΕΚ.
Από την άλλη, βέβαια, το βιογραφικό του είναι γεμάτο με ένα σωρό επιτυχίες και με ακόμη περισσότερες ιστορίες, θρύλους να τον συνοδεύουν. Ιστορίες που άρχισαν από όταν ο «Ξανθός», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έκατσε για πρώτη φορά στον πάγκο του Άρη τη σεζόν 1978-79. Και πήρε, φυσικά, το πρωτάθλημα. Το πρώτο από τα 12 που θα κατακτούσε συνολικά. Τα 8 πρώτα ήταν με την ομάδα που θα έκανε όλη την Ελλάδα να ερωτευτεί το μπάσκετ, να κλείνεται μπροστά από τις τηλεοράσεις κάθε Πέμπτη για να δει τον Γκάλη, τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά, όπως τραγουδούσε η Μαρινέλα, να δίνουν τις ευρωπαϊκές μάχες τους.
Αυτές οι βραδιές ήταν που μεγάλωσαν τον Άρη μετατρέποντάς τον σε «Αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ και ο Ιωαννίδης ήταν ο ηγέτης του. Αυτός που παρουσίασε μια ομάδα που πήρε το πρωτάθλημα το 1983, το 1985, το 1986, το 1987, το 1988, το 1989 και το 1990. Παράλληλα, το ’88, το ’89 και το ’90 άρχισε να μαθαίνει στους Έλληνες και τι είναι το «Final-4», έχοντας σταθερή παρουσία εκεί για τρεις συνεχόμενες χρονιές. Η κούπα δεν κατακτήθηκε ποτέ όμως. Γιατί; Άλλοι θα πουν επειδή ο Γιαννάκης τσακώθηκε την πιο λάθος στιγμή με τον Μπάρλοου στον ημιτελικό με τη Μακάμπι το 1989.
Άλλοι θα πουν επειδή το 1988, στη Γάνδη, ανακάλυψε αργά το σήμα του ξενοδοχείου στο οποίο είχε καταλύσει η αποστολή: Μια μαύρη γάτα. Για τον Ιωαννίδη αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να του συμβεί… «Πιστεύω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι προληπτικός! Η ζωή η ίδια αναγκάζει τον άνθρωπο να είναι προληπτικός», έχει πει πολλές φορές και το εννοούσε. Το έδειχνε άλλωστε. Με διάφορους τρόπους. Με το ίδιο σακάκι σε κάθε παιχνίδι, με το να κρατάει τα ίδια πράγματα σε κάθε ματς, με την εντολή να βάζει ο Φιλίππου το τελευταίο καλάθι στην προθέρμανση, με την εμμονή του στο να κάθονται με την ίδια σειρά σε κάθε αγώνα οι προληπτικοί.
«Ποτέ μην έρθει η στιγμή, ν’ αφήσεις το λιμάνι…»
Ο Άρης ήταν η μεγάλη αγάπη του αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτή. Είχε και το πάθος του. Τον Ολυμπιακό. Η κάθοδός του στον Πειραιά το 1991 σήμανε την αρχή του τέλους για την κυριαρχία της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό μπάσκετ, με τον «πόλεμο» πλέον να μεταφέρεται στην Αθήνα. Και ήταν ένας πόλεμος από τον οποίο ο Ιωαννίδης βγήκε νικητής. Επειδή νίκησε και επειδή, όπως πάντα, δεν πέρασε αδιάφορος. Από το 1991 ως το 1996 θα πανηγυρίσει την κατάκτηση τεσσάρων πρωταθλημάτων (1993, 1994, 1995, 1996) με τον Ολυμπιακό, με τον οποίο θα πάει σε άλλα δύο Final-4.
Σε σχέση με τον Άρη, ήταν ένα βήμα μπροστά: Και στις δύο περιπτώσεις πήγε στον τελικό νικώντας στον ημιτελικό τον Παναθηναϊκό. Η κούπα, όμως, δεν ήρθε, είτε επειδή ο Πάσπαλιε έχασε εκείνες τις βολές στο Τελ Αβίβ είτε επειδή ο Σαμπόνις ήταν αποφασισμένος να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης με τη Ρεάλ Μαδρίτης στη Σαραγόσα πριν φύγει για το ΝΒΑ. Η ουσία, όμως, δεν άλλαξε. Για τους οπαδούς του Ολυμπιακού εκείνη η ομάδα, εκείνα τα χρόνια, ήταν τα πιο παθιασμένα τους στο μπάσκετ και αυτό πιστώνεται στον «Ξανθό».
Όπως του πιστώνεται και εκείνο το 73-38 επί του πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκού στον 5ο τελικό του 1996, το οποίο οι οπαδοί των δύο ομάδων ακόμη θυμούνται. Η ανακοίνωση της αποχώρησής του, λίγες μέρες μετά, σόκαρε τους φίλους των Ερυθρόλευκων, οι οποίοι πάντως θα… αντάμωναν ξανά μαζί του στο μέλλον, όταν θα επέστρεφε για μια σεζόν, χωρίς όμως την επιτυχία του παρελθόντος.
Η τελευταία ευρωπαϊκή απόπειρα στην ΑΕΚ
Η αποχώρηση από τον Ολυμπιακό ήταν κομβικό σημείο στην καριέρα του Ιωαννίδη, αφού, κρίνοντας εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε ότι εκεί άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η συμφωνία του με την ΑΕΚ έμοιαζε με ένα στοίχημα, το οποίο κέρδισε όταν είδε κατάμεστο το κλειστό του ΟΑΚΑ στον αγώνα που θα έφερνε τελικά την πρόκριση στο Final-4 της Βαρκελώνης, το 1998. Ακόμη ένα στην καριέρα του κορυφαίου Έλληνα προπονητή, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να πανηγυρίσει ούτε τότε, χάνοντας στον τελικό από τη Βίρτους Μπολόνια.
Αυτή, βασικά, ήταν η τελευταία φορά που ο προπονητής Ιωαννίδης απασχόλησε την Ευρώπη με τα επιτεύγματά του, με τις νίκες των ομάδων του, με τις προκρίσεις και την παρουσία στα μεγάλα ραντεβού. Η θητεία που ακολούθησε στην Εθνική Ελλάδας δεν είχε το αποτέλεσμα που όλοι θα περίμεναν και ο Ιωαννίδης κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα της απόσυρσης σιγά-σιγά. Μια απόσυρση που ήρθε με πάμπολλα παράσημα, πάμπολλα μετάλλια: 12 πρωταθλήματα Ελλάδας, 6 κύπελλα Ελλάδας, 6 συμμετοχές σε Final-4 με τρεις διαφορετικές ομάδες.
Όταν ο Ξανθός γινόταν έξαλλος…
Ο Ιωαννίδης άφησε πολλές αγωνιστικές εικόνες, μέσω των ομάδων του, για να θυμάται κανείς. Άφησε εξίσου πολλές, όμως, που δεν σχετίζονται αποκλειστικά με το αγωνιστικό κομμάτι. Οι αντιδράσεις του, άλλωστε, ήταν πάντα έντονες και αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν άπαντες. Φίλοι και αντίπαλοι. Όπως, για παράδειγμα, ο Γιώργος Σιγάλας, ο οποίος σε ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι του Ολυμπιακού στην Ιταλία είδε τον προπονητή του να του πετάει ένα μπουκάλι από τα νεύρα του.
Μπορούν, φυσικά, να το επιβεβαιώσουν οι διαιτητές, αυτοί με τους οποίους είχε πάντα μια ιδιαίτερη σχέση. Είτε ήταν κόντρα τα σφυρίγματα είτε ήταν υπέρ, γιατί, κακά τα ψέματα, σε όλους τυχαίνει και αυτό αλλά ποτέ κανείς δεν το παραδέχεται, ο ίδιος ήταν πάντα εκνευρισμένος μαζί τους. Και πάντα αδικημένος. Τόσο πολύ ώστε να τους… δίνει και το σακάκι του καμιά φορά, την ίδια ώρα που το ΣΕΦ έβραζε και αποθέωνε μαζί.
Μπορούν να το επιβεβαιώσουν, φυσικά, οι παίκτες του Άρη, οι οποίοι στα time out άκουγαν τον προπονητή τους να επικαλείται και τον… Χριστό ή την Παναγία καμία φορά, τι να κάνουμε, Ιωαννίδης ήταν αυτός…
Και γι’ αυτό ήταν ικανός για όλα. Ακόμη και να τσακωθεί με τον Φάνη Χριστοδούλου, κάποτε, σε ένα Παναθηναϊκός – ΑΕΚ, με πτώσεις στο παρκέ, χαμό από τους πάγκους των δύο ομάδων, χειρονομίες προς την εξέδρα και γενικά μια κατάσταση έντασης και πάθους. Μια κατάσταση που ανταποκρινόταν πλήρως στον ψυχισμό του Γιάννη Ιωαννίδη. Του καλύτερου, πιο έντονου και πιο προληπτικού προπονητή στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Και ένας από τους καλύτερους σε αυτή του ευρωπαϊκού…
Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του
Τις μεγαλύτερες επιτυχίες του τις σημείωσε από το πόστο του προπονητή. Κάθισε στους πάγκους του Άρη, της Λάρισας, του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ, αλλά και της εθνικής ομάδας. Κατέκτησε συνολικά 18 τίτλους, με τον Άρη και τον Ολυμπιακό, και έγραψε χρυσές σελίδες στο ελληνικό μπάσκετ.
Αναγνωρίζεται ως ο καθοδηγητής της μεγάλης ομάδας του Άρη της δεκαετίας του 1980, που εν πολλοίς ανέδειξε το μπάσκετ στα δύο πιο αγαπημένα αθλήματα στην Ελλάδα.
-
12 Πρωταθλήματα Ελλάδας: 8 με τον Άρη (1979, 1983, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989,
1990) και 4 με τον Ολυμπιακό (1993, 1994, 1995, 1996). -
6 Κύπελλα Ελλάδας: 5 με τον Άρη (1985, 1987, 1988, 1989, 1990) και 1 με τον
Ολυμπιακό (1994). - Επίσης κατέκτησε 3 φορές τη δεύτερη θέση στο Πρωτάθλημα Ελλάδας (Άρης το 1984,
Ολυμπιακός το 1992 και ΑΕΚ το 1997), ενώ υπήρξε 2 φορές φιναλίστ του Κυπέλλου
Ελλάδας (Άρης το 1984 και ΑΕΚ το 1998).
Παρότι βρέθηκε 6 φορές στο final four της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης, ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν κατάφερε να κερδίσει το βαρύτιμο τρόπαιο. Τις πρώτες 3 φορές με τον Άρη επί 3 συνεχόμενα χρόνια (1988, 1989, 1990) δεν κατάφερε να προκριθεί στον τελικό, ενώ το κατάφερε τις επόμενες 3 φορές (το 1994 και το 1995 με τον Ολυμπιακό και το 1998 με την ΑΕΚ), γνωρίζοντας όμως και τις 3 φορές την ήττα στον τελικό.