Την ενοχή του πρώην υπουργού, Γιάννου Παπαντωνίου, για την κατηγορία του ξεπλύματος μαύρου χρήματος ζήτησε ο εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.

Η υπόθεση αφορά πόσο ύψους 2.437.962 ευρώ, που φέρεται να έλαβε ως «μίζα» ο κατηγορούμενος πρώην υπουργός, για να βάλει την υπογραφή του στη σύμβαση για τον εκσυγχρονισμό 6 φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού, το 2003. Ενοχή πρότεινε ο εισαγγελέας για τη σύζυγο του πρώην υπουργού, Σταυρούλα Κουράκου, αλλά και για έναν στενό τους φίλο που, επίσης, κάθονται στο εδώλιο για ξέπλυμα χρήματος.

Στην πρότασή του ο εισαγγελέας περιέγραψε τη διαδρομή του μαύρου χρήματος με στόχο, σύμφωνα με την κατηγορία, να καταλήξει στα χέρια του πρώην υπουργού «καθαρό». «Εφόσον υπήρχε μαύρο χρήμα, έπρεπε να νομιμοποιηθεί», ανέφερε χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας, ο οποίος εμφανίστηκε πεπεισμένος για την ενοχή των κατηγορουμένων.

Ο εισαγγελικός λειτουργός απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου πρώην υπουργού ότι η προέλευση των χρημάτων είναι η «θεία από το Νίγηρα» και η πρώην σύζυγός του. «Δεν πάει κατευθείαν χρήμα στο γραφείο του υπουργού! Πρέπει να είσαι τελείως ερασιτέχνης! Δεν πάει κανείς ν’ αφήσει στο γραφείο υπουργού τη μίζα!», τόνισε και μίλησε για τεράστια ζημιά του Δημοσίου, καθώς, όπως είπε, επρόκειτο για μια διαδικασία που «θα μπορούσε να είχε γίνει τσάμπα από τα κονδύλια του πολεμικού ναυτικού».

«Η σύμβαση αυτή έχει όλα τα στοιχεία της απιστίας και ζημίωσε το Δημόσιο κατά 381 εκατ. ευρώ. Γι’ αυτό έγινε η δωροδοκία, τίποτα δεν είναι τσάμπα…», ανέφερε συμπληρώνοντας: «Δε μπορεί να λέμε ότι η δωροδοκία θα γίνει μέσω web banking! Είναι αφελές να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Αλλιώς γίνονται αυτές οι δουλειές, διά της μεταφοράς μετρητού χρήματος. Προέκυψε μεταφορά χρήματος, που μεταφέρθηκε μέσω off shore εταιριών στην Ελλάδα. Προκύπτει ένα ποσό 1.250.000 ευρώ».

Μάλιστα, ο εισαγγελέας απάντησε και στις αιτιάσεις ότι είναι απροσδιόριστος ο χρόνος για την κατηγορία της παθητικής δωροδοκίας. «Κατά την άποψή μου ο χρόνος είναι προσδιορισμένος από τις κινήσεις των χρημάτων, δηλαδή από 31/7/2002 έως 20/10/2003», σημείωσε εξηγώντας πως στις 17/10/2001 ήταν ο Άκης Τσοχατζόπουλος, με απόφαση του οποίου άναψε το «πράσινο φως» για τον εκσυγχρονισμό 6 φρεγατών.

Όπως τόνισε ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος τον Νοέμβριο του 2001 ανέλαβε υπουργός Εθνικής Άμυνας και «το πρόβλημα στην ασφάλεια της χώρας και το κατεπείγον δεν αποδείχθηκε κατά τη μειοψηφία της αρμόδιας επιτροπής, προκειμένου να ληφθεί απόφαση για απευθείας ανάθεση».

Για τον εισαγγελέα ένα ομόλογο χρησιμοποιήθηκε ως «όχημα» για το ξέπλυμα, καθώς τα 2,5 εκατομμύρια έφτασαν μέσω του συγκατηγορούμενου του ζευγαριού στην Ελβετία. «Έπρεπε αυτά τα λεφτά να αποκτήσουν νομιμοφάνεια. Έγινε, λοιπόν, μια επένδυση σε ομόλογο. Αυτό σημαίνει ότι σε πρώτο επίπεδο ο Παπαντωνίου παρέδωσε διαδοχικά και τμηματικά 2,5 εκατ. και τα μετάφερε μέσω τραπέζης σε ελληνικές και ελβετικές τράπεζες. Έπειτα έγινε η επένδυση στο ομόλογο, που έχει το ρόλο ξεπλύματος. Από πού έχεις το χρήμα; Από το ομόλογο…», ανέφερε εκφράζοντας, παράλληλα, τη θέση ότι το αφήγημα βγήκε στην επιφάνεια λόγω των ενεργειών της ελβετικής τράπεζας. «Είδαν αδικαιολόγητες κινήσεις και διατραπεζικές μεταφορές και θέλησαν να δουν τι κρύβεται από πίσω…».

Ο εισαγγελέας της έδρας έκανε λόγο για «δυσνόητο αφήγημα», αναφερόμενος στους ισχυρισμούς του Γιάννου Παπαντωνίου σχετικά με την προέλευση των χρημάτων.

«Είπε για κάποια αδελφή του πατέρα του στον Νίγηρα, που είχε χρήματα και του έδινε. Αυτά τα χρήματα τα αποταμίευε, είπε, και μπόρεσε να εξοικονομήσει το ποσό αυτό. Βέβαια, δεν έφταναν αυτά τα χρήματα, για να συμπληρωθεί το ποσό, έμενε ένα ποσό 700.000 ευρώ, το οποίο είπε πως ήταν από την πρώην γυναίκα του, την οποία είχε διευκολύνει και του το επέστρεψε από το 1993 ως το 1997, που απεβίωσε», ανέφερε ο εισαγγελικός λειτουργός και συνέχισε «Το σύνολο των χρημάτων, όπως δικαιολογούνται από τον κατηγορούμενο, είναι υπερδεκαετίας…Δεν μπορεί να υποστηριχθεί με λογική ακολουθία ο ισχυρισμός ότι είχε κρατήσει μετρητά 2,5 εκατ. ευρώ σε διάστημα 15 χρόνων. Δηλαδή… σκέφτηκε εκείνη την περίοδο, όταν υπογράφηκε η σύμβαση, θυμήθηκε να τα πάει έξω στην Ελβετία τα χρήματα, γιατί ήθελε να τα εξασφαλίσει. Σε έναν τρίτο, που ακούει τέτοιο αφήγημα, του δημιουργούνται αμφιβολίες και υποψίες ότι «κοροϊδευόμαστε». Στην εισαγγελική αρχή, δε, δημιουργείται η πεποίθηση ότι αυτό είναι πρόσχημα!».

Ο εισαγγελέας εξέφρασε την άποψη ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε κρατήσει στο σεντούκι του ή στο στρώμα τόσα εκατομμύρια και διερωτήθηκε αν η προέλευση των χρημάτων ήταν αυτή που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, τότε γιατί δεν άνοιγε ένα λογαριασμό.

«Ερχόταν η θεία με τα πακέτα; Εγώ δεν ξέρω από αυτά τα πράγματα, αλλά γιατί δεν έλεγε: “Άνοιξε μου ένα λογαριασμό, θεία, αφού θες να με βοηθήσεις, και βάζε εκεί τα χρήματα», είπε ο εισαγγελέας, ο οποίος αμφισβήτησε και τον ισχυρισμό ότι μέρος των χρημάτων προερχόταν από την πρώην σύζυγό του, η οποία έχει φύγει από τη ζωή.

«Δεν είναι αυτή η προέλευση των χρημάτων. Και θα πω και κάτι ακόμα. Ο κατηγορούμενος είχε τις χείριστες σχέσεις με την πρώην σύζυγό του! Δεν είναι τα πράγματα, όπως παρουσιάζονται. Δεν υπήρχαν αρμονικές σχέσεις και αλληλοβοήθεια. Αυτά τα λένε τα γεγονότα», σημείωσε.