Απαντήσεις στα μεγάλα «γιατί» που τους βασανίζουν όλα αυτά τα χρόνια αναζητούν οι συγγενείς των ανθρώπων που χάθηκαν στις φλόγες στο Μάτι. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν και οι άνθρωποι που απέμειναν πίσω καταθέτουν στο δικαστήριο τις ζητώντας δικαίωση για τη μνήμη των δικών τους.
«Δεν θα ήθελε κανείς να κατηγορηθεί κάποιος αθώος. Αυτό που νιώθω και ζητώ είναι μια απλή δικαίωση. Να τιμωρηθεί κάποιος που δεν έκανε καλά τη δουλειά του και χάθηκαν αυτές οι ψυχές, να αποδοθούν οι κατηγορίες. Μόνο αυτό ζητώ» είπε απευθυνόμενη στο δικαστήριο η Μαρία Αβραμίδου η οποία στο Μάτι έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον ανιψιό και το γαμπρό της.
Στην δικαστική αίθουσα επικρατούσε νεκρική σιγή κατά τη διάρκεια της συγκλονιστικής κατάθεσης της. «Εγώ και η κόρη μου ζούμε από τύχη» είπε καθώς εκείνο το απόγευμα βρίσκονταν και εκείνες στο Μάτι και έφυγαν για την Αθήνα πριν τους ζώσουν οι φλόγες.
«Δεν είναι δυνατόν μέσα στην Αττική να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Και εμείς που ζούμε, ζωντανοί νεκροί είμαστε. Έχει αλλάξει ολόκληρη η ζωή μας, χάσαμε τους ανθρώπους μας. Αυτή η απώλεια δεν θα περάσει ποτέ. Φύγανε μόνοι αβοήθητοι …» κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια.
Η αφήγηση της κυρίας Αβραμίδου ξεκίνησε από τη στιγμή που η ίδια και η κόρη της έφυγαν από το Μάτι χωρίς να ανησυχούν ιδιαίτερα ότι κάτι κακό θα συμβεί, άλλωστε, όπως είπε, είχαν ζήσει και άλλες φωτιές αλλά «ποτέ δεν είχε περάσει τη Μαραθώνος η φωτιά».
Η μητέρα της ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που μίλησε την ώρα που μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της προσπαθούσαν να φτάσουν στη θάλασσα. «Αν είχαν ειδοποιηθεί λίγα λεπτά πριν θα τα είχαν καταφέρει… και το ένα λεπτό και το μισό λεπτό είχε σημασία» ανέφερε χαρακτηριστικά η μάρτυρας.
«Είχαν εγκλωβιστεί με τα αυτοκίνητα τους στην προσπάθεια τους να φύγουν. Στο τελευταίο τηλεφώνημα μου είπε η μητέρα μου “δυσκολεύουν τα πράγματα, βλέπω μπροστά μου φλόγες. Κλείσε θα σε ξαναπάρω”. Θεώρησα ότι ήταν υπερβολική και όχι ότι είναι σε τόσο άμεσο κίνδυνο» είπε η μάρτυρας και στη συνέχεια περιέγραψε τις απεγνωσμένες προσπάθειες της να επικοινωνήσει με τους δικούς της. «Τα τηλέφωνα ήταν νεκρά, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν …» είπε και συνέχισε: «Κανένας δεν ήξερε τίποτα. Ακούσαμε ότι κάποιους τους πάνε στα νοσοκομεία. Αποφασίσαμε να σκορπιστούμε μήπως βρούμε κάποιους από τους δικούς μας, ψάξαμε στις λίστες των νοσοκομείων. Άκουσα ότι κάποιοι έφταναν με βάρκες στο λιμάνι της Ραφήνας. Ένιωθα ότι θα τους έβρισκα εκεί. Πήρα μπουρνούζια και πετσέτες γιατί νόμιζα ότι θα ήταν βρεγμένοι» είπε με δάκρυα στα μάτια.
Η μάρτυρας περιέγραψε πως έτρεχε από τη μια αποβάθρα στην άλλη στην προσπάθειά της να εντοπίσει τους δικούς ανάμεσα στους ανθρώπους «με τα μαυρισμένα πρόσωπα» που κατέβαιναν από τις βάρκες.
«Κάποια στιγμή βλέπω έναν γνωστό και μου είπε είναι πολλοί νεκροί πίσω. Εκεί μου κόπηκαν τα γόνατα. Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας για να βρουν τους ανθρώπους τους. Γύρω στις πέντε το πρωί ήρθαν οι τελευταίες βάρκες με τουρίστες. Τότε τους δηλώσαμε αγνοούμενους…» κατέθεσε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στο Γολγοθά που ακολούθησε καθώς οι δικοί της αναγνωρίστηκαν μέσω dna μετά από περίπου μια εβδομάδα.
Όλες αυτές τις ημέρες έψαχνε μαζί με τον 18χρονο τότε ανιψιό της Δημήτρη ο οποίος έτυχε να λείπει στην Κρήτη. Είναι το μοναδικό μέλος της οικογένειας τους που γλίτωσε και ζει πλέον μαζί της
«Πήγαμε μέσα στο Μάτι μήπως βρούμε κάτι. Αντίκρισα βομβαρδισμένο τοπίο. Ασύλληπτη η εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Είδα μια μάζα αυτοκινήτων καμένα το ένα πάνω στο άλλο. Τα αυτοκίνητα των δικών μας βρέθηκαν άθιχτα αλλά κανένα ίχνος από εκείνους. Μετά άκουσα ότι δίνουν dna και πήγαμε στο Γουδή. Ζούσαμε την αναμονή λεπτό προς λεπτό περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο τους…».
Συγκλονιστική ήταν η αναφορά της ότι στις βασανιστικές ώρες της αναμονής είδε τον ανιψιό της με έναν αναπτήρα να καίει το πόδι του και να της λέει: «θέλω να δω πως ένιωσαν».
Η γυναίκα είπε πως ήταν δύσκολο να βρουν τέσσερις τάφους. «Βρήκαμε δύο μόνο και βάλαμε την αδερφή μου και τον γαμπρό μου μαζί. Τον ανιψιό μου μαζί με τη μητέρα μου. Ήταν τέσσερα τα φέρετρα του ανιψιού μου λευκό.
Από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε χωρίς την οικογένειά μας. Την ημέρα της κηδείας ήταν η μέρα των γενεθλίων του ανιψιού μου» κατέθεσε συγκλονίζοντας και εξήγησε πως μαζί με την οικογένεια της προσπάθησε να ξεφύγει από τη φωτιά και μια φίλη τους η οποία της περίγραψε τις τελευταίες στιγμές τους . «Μαζί με την αδερφή μου στο αυτοκίνητο ήταν και μια φίλη μας η οποία επέζησε και μου είπε ότι δεν υπήρχε κανένας. Έγιναν πολλές εκρήξεις και τους έχασε. Σώθηκε γιατί την τράβηξε ένας κύριος και της είπε τι κάθεσαι εδώ; Θα καούμε ζωντανοί και κατέβηκε στη θάλασσα…» κατέθεσε και πρόσθεσε «Μέχρι τότε ένιωθα ότι ζω σε ένα κράτος που ήταν κοντά μας αλλά εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε κανείς».
Όρθιο το ακροατήριο σε ένδειξη συμπαράστασης στον 22χρονο που έχασε όλη του την οικογένεια
Σε ένα κατάμεστο ακροατήριο άρχισε να καταθέτει ο Δημήτρης Κατσουλάκης ο ανιψιός της Μαρίας Αβραμίδου. Στο Μάτι έχασε ολόκληρη την οικογένεια του, τους γονείς, τον αδελφό και τη γιαγιά του οι οποίοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τις φλόγες. Οι φίλοι του βρέθηκαν στο δικαστήριο για να τον στηρίξουν. Την ώρα που ο νεαρός μπήκε στη δικαστική αίθουσα το ακροατήριο σηκώθηκε όρθιο σε μια «δήλωση» συμπαράστασης στον 22χρονο που, όπως είπε, ζει από τύχη γιατί εκείνη την ημέρα «έτυχε να λείπει στην Κρήτη». «Έπρεπε να αποδεχτώ το γεγονός … έπρεπε να συνεχίσω» είπε απευθυνόμενος στους δικαστές συγκλονίζοντας.
Ο νεαρός, όπως κατέθεσε, βρισκόταν στην Κρήτη όταν του τηλεφώνησε η θεία του ότι αγνοείται η οικογένεια του. Επέστρεψε με την πρώτη πτήση και άρχισε να ψάχνει… Ήταν εκείνος που βρήκε τα αυτοκίνητα των δικών του «άθικτα αλλά σπασμένα, κάποιος τα έκλεψε». «Ποιος το έκανε αυτό;» αναρωτήθηκε .
«Στο Μάτι ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα… Όταν βρήκα τα αυτοκίνητα σκέφτηκα ότι μπορεί να υπάρχει μια ελπίδα να τους βρούμε. Ενημέρωσα και τους άλλους, χωριστήκαμε σε ομάδες, φίλοι, συγγενείς και αρχίσαμε να ψάχνουμε. Πήγανε στα νοσοκομεία δεν βρήκαμε τίποτα, προφανώς. Πολλά τηλέφωνα … δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν» κατέθεσε ο μάρτυρας ο οποίος στη συνέχεια είπε πως έδωσε δείγμα dna για να ταυτοποιηθούν τελικά οι δικοί του.
«Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν οι γονείς μου. Η αιτία θανάτου, έλεγε απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεχτώ το γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Κι εγώ από τύχη είμαι εδώ. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα. Ήταν μόνοι τους, εγώ έπρεπε να συνεχίσω» είπε.
«Πιστεύω ότι υπήρχε δόλος»
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε, νωρίτερα, η Aνδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε τον γιο της, τους γονείς της και τον αδερφό της.
«Εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή πάνω από σαράντα χρόνια. Είναι τραγικό να βρίσκεσαι πάνω σε ένα με κεντρικό άξονα και να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα» ανάφερε και επικαλέστηκε «το ηχητικό Ματθαιόπουλου- Λιοτσου…».
Η μάρτυρας είπε πως η φωτιά τους αιφνιδίασε.
«Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου τον Γιάννη “φωτιά”.Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα. …Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει το δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε…Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακουσει. Ούτε μου πήγε το μυαλό ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έσωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στον βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου ,τους γονείς μου και τον αδερφό μου.
Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί» κατέθεσε, κλαίγοντας, η μάρτυρας
Ακόμα και σήμερα, τεσσερισήμισι χρόνια μετά, η μάρτυρας διερωτάται «γιατί». «Στην Κινέττα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στην βάρδια της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή τουλάχιστον ας μην μιλάνε» τόνισε, κλείνοντας την κατάθεση της.
«Είχα ένα γιο…»
«Είχα ένα γιο…Εγώ ήμουν χαρούμενος που ζούσαμε εκεί γιατί ήταν ένα περιβάλλον μακριά από τον αστικό ιστό. Περίμενα να μεγαλώσει ο γιος του και χαιρόμουν…» Με τα λόγια αυτά ξεκίνησε την αφήγηση του ο Αναστάσιος Αλεξόπουλος ο οποίος στο Μάτι έχασε το 12χρονο γιο του.
Ο μάρτυρας κατέθεσε πως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να γίνει τέτοιο κακό.
«Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο… Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα. Πού ζούμε, σκέφτηκα» κατέθεσε ο μάρτυρας ο οποίος περίγραψε πως την επόμενη της φωτιάς αντίκρισε στο Μάτι σεληνιακό τοπίο. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα...Τα μέταλλα . Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό…Ήταν 150 πτώματα σε κίτρινες σακούλες. Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν για να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη» είπε ο μάρτυρας επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια.
«Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;» είπε ο κ.Αλεξοπουλος απευθυνόμενος στους δικαστές .
Αποζημίωση 300.000 ευρώ
Την ευθύνη του ελληνικού Δημοσίου για καταβολή χρηματικής αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς θύματος της φωτιάς στο Νέο Βουτζά αναγνώρισε σε απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Συνολικά το Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλει 300.000 ευρώ στους πέντε ενάγοντες για το θάνατο 77χρονης συγγενούς τους στο Νέο Βουτζά.