Κλιμακώνουν οι δικηγόροι της αντιδράσεις τους για τα – όπως τα περιγράφουν- συνεχιζόμενα και ολοένα αυξανόμενα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας σε βάρος δικηγόρων, ζητώντας συνάντηση με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη Τάκη Θεοδωρικάκο και αποστολή της εγκυκλίου του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημ. Παπαγεωργίου στα αστυνομικά τμήματα, προκειμένου να είναι σαφής η στάση που οφείλουν να τηρούν τα αστυνομικά όργανα έναντι των δικηγόρων.
Η ανακοίνωση της Ολομέλειας αναφέρει πως ‘ο σεβασμός στο θεσμικό ρόλο του δικηγόρου, η αξιοπρέπειά μας και η προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αποτελούν πρόταγμα για το δικηγορικό σώμα. Θεωρούμε αδιανόητη και παράνομη την κράτηση δικηγόρων για πλημμεληματικού χαρακτήρα αδικήματα, όπως και την παραβίαση της αριθμ. 2/2021 εγκυκλίου του Αντιεισαγγελέα Αρείου Πάγου.
Οι δικηγόροι, λόγω του λειτουργηματικού χαρακτήρα του επαγγέλματός τους, ως συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης, εντάσσονται στα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας, δεν ακολουθείται για αυτούς η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματα και η κράτησή τους δεν είναι σύννομη. Δεν οδηγούνται στο κρατητήριο αλλά υπάρχει νόμιμη υποχρέωση του αρμοδίου ανακριτικού υπαλλήλου να ειδοποιήσει αυτοστιγμεί τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Ο τελευταίος, είτε θα διατάξει να οδηγηθεί ο δικηγόρος άμεσα ενώπιον του, είτε ακόμη και τηλεφωνικά θα δώσει εντολή να αφεθεί ελεύθερος, βασιζόμενος στην εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του συλληφθέντος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 279 ΚΠΔ, η εφαρμογή του οποίου πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.
Δείτε αναλυτικά την ανακοίνωσή τους
«Με αφορμή απαξιωτικές, σε βάρος εισαγγελικών λειτουργών, δημόσιες δηλώσεις, αφενός μεν συνηγόρου υπεράσπισης κατηγορουμένης, για τη σημασία και το περιεχόμενο της κατά νόμον πρότασης του εισαγγελέα προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών επί εκκρεμούς σε αυτό υπόθεσης, αφετέρου δε δημοσιογράφου για δήθεν επιλεκτική και φοβική αντιμετώπιση του εν λόγω συνηγόρου από αυτούς, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Η ακρόαση του εισαγγελέα πριν την έκδοση απόφασης δικαστηρίου ή βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου είναι υποχρεωτική, η δε πρότασή του, εκτεινόμενη σε κάθε επιμέρους ζήτημα, για το οποίο καλείται να αποφανθεί ο δικαστής ή το δικαστικό συμβούλιο, είναι πάντοτε αιτιολογημένη και στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στο αποδεικτικό υλικό, που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής αστυνομική προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.
Αυτονόητο είναι, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ‘‘πορίσματα’’ τηλεοπτικών εκπομπών, τα οποία εκδίδονται και με την απαράδεκτη συνεχή συμμετοχή συνηγόρων των διαδίκων και την επιλεκτική παρουσίαση στοιχείων της δικογραφίας, δεν έχουν θέση στην ποινική διαδικασία και δεν επηρεάζουν, ούτε κατ’ ελάχιστο, τη διαμόρφωση της κρίσης των εισαγγελικών λειτουργών.
Κάθε προσπάθεια απαξίωσης εισαγγελικών λειτουργών με αφορμή μη αρεστές σε διάδικο προτάσεις τους, μοναδικό αποτέλεσμα έχει την ενδυνάμωση του ανεξάρτητου φρονήματός τους και ταυτόχρονα καταδεικνύει την ένδεια επιχειρημάτων προς αντίκρουση μιας ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένης εισαγγελικής πρότασης.
Τονίζουμε δε ότι, όπως τα όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αντιμετωπίζουν το δικηγόρο συλλειτουργό της με ευγένεια και σεβασμό προς το λειτούργημα του, οφείλει και αυτός να επιδεικνύει ανάλογη συμπεριφορά έναντι αυτών και να μην εκφεύγει του μέτρου και της ευπρέπειας.
Διαβεβαιώνουμε, τέλος, για πολλοστή φορά, ότι οι έλληνες δικαστές και εισαγγελείς ασκούν το λειτούργημά τους, με βάση τον νόμο και τη συνείδησή τους, απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερική επιρροή ή πίεση, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στο καθήκον, αυταπάρνηση και κυρίως με παρρησία και χωρίς κανένα φόβο έναντι οποιουδήποτε, λειτουργώντας ως εγγυητές των ελευθεριών του πολίτη».