«Φυσικά, αναγνωρίζω τη δράση της ε.ο. Σ.Π.Φ. και τα μέλη της ως επαναστάτες, όμως αυτό είναι κάτι που δε με εμποδίζει να δηλώσω ότι δεν έχω καμία σχέση με την οργάνωση. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος της και μας χωρίζουν ουσιαστικές διαφορές, τόσο σε προταγματικό επίπεδο όσο και στη γενικότερη αντίληψη του κοινωνικού συνόλου»
αναφέρει σχετικά με τους Πυρήνες της Φωτιάς ο Δημήτρης Μπουρζούκος, ένας από τους συλληφθέντες για τη ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης, σε επιστολή του μέσα από τη φυλακή.
Στην επιστολή του, η οποία δημοσιεύεται στο Indymedia, ο Δ. Μπουρζούκος αναφέρει:
«ΗΘΕΛΕ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΥ ΦΩΣ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ
ΟΜΩΣ ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΕΧΤΗΚΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ»
12.25μ.μ.
Η τελευταία φορά που κοίταζα το ρολόι μου. Πίσω μας ένα περιπολικό, μέσα στο βάν οι δύο σύντροφοι μου, ο «όμηρος» κi εγώ. Μόλις λίγες ώρες πριν τα συναισθήματά μας ήταν τελείως διαφορετικά. Για λίγο, φαινομενικά, όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη στιγμή που συνέλλαβαν τον συντροφό μας στο «ασθενοφόρο». Εκεί, η κατάσταση στιγμιαία μας κατέβαλε, παρ’ όλα αυτά διατηρήσαμε το μυαλό μας καθαρό , στο βαθμό που ήταν πλέον δυνατόν, έτσι και εξασφαλίσαμε τη διαφυγή των συντρόφων μας.
Γυρνάμε πλέον στην αρχική μας εικόνα, οι τρεις μας μέσα στο βαν μαζί με τον «όμηρο» και μία «τυχαία» (μόνο τυχαία δεν ήταν καθώς το σήμα είχε πέσει σε όλες τις γύρω πόλεις) συνάντηση με ένα περιπολικό. Τα τελευταία λεπτά της ελευθερίας μας είχαν ήδη αρχίσει να μετρούν αντίστροφα. Το τί ειπώθηκε μέσα στο βαν αυτά τα λεπτά έχει μικρή σημασία για την ιστορία μας, αυτό που μετράει είναι η τελική μας απόφαση. Δε θα ρίξουμε, δε θα ρισκάρουμε τη ζωή του γιατρού. Ήταν η μόνη επιλογή που είχαμε εκείνη τη στιγμή. Το μόνο όπλο που είχαμε τελικώς σε αυτή τη συνθήκη ήταν το πάθος μας για ελευθερία. Το τραβήξαμε όσο πήγαινε. Μετά από μία καταδίωξη στους δρόμους της Βέρροιας, σχεδόν βγαλμένη από ταινία, τελικά εγκλωβιστήκαμε σε ένα στενό από ένα περιπολικό που τυχαία βρέθηκε εκεί. Δεν ξέρω πόσο νόημα έχει να αναπαράγω εκ νέου το υπόλοιπο σκέλος της ιστορίας. Το μόνο που αισθάνομαι ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω, καθώς πήρε μεγάλη διάσταση, είναι το κομμάτι των βασανισμών. Ξέρω ότι για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας η εικόνα ενός ξυλοδαρμένου ανθρώπου μπορεί να γεννήσει φόβο, λύπηση, απορία. Όχι όμως για εμάς σύντροφοι. Μπορώ να πω επίσης ότι το κράτος σκοπίμως έδωσε τις φωτογραφίες μας στη δημοσιότητα με στόχο τον εκφοβισμό των ανθρώπων που σκέφτονται να πράξουν αναλόγως. Μπορεί και να ήταν ένα βιαστικό «λάθος» λόγω αυτοματισμού που χαρακτηρίζει πλέον οποιαδήποτε επιχείρηση της αντιτρομοκρατικής. Όπως και να έχει δε θέλω να εστιάσω σε αυτό στην παρούσα φάση. Θέλω να εκφράσω τη δικιά μου σύντομη γνώμη για αυτές τις ώρες ξυλοδαρμού.
Από την αρχή κιόλας δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή θύμα και προφανώς δε θέλω να αντιμετωπίζομαι ως τέτοιο. Μέσα στις τέσσερις ώρες ασταμάτητου ξύλου, φυσικά ένα από τα πράγματα που σκεφτόμουν ήταν πιθανά σενάρια γα το «τέλος» αυτών των θρασύδειλων καθαρμάτων. Ούτε φόβος, ούτε πόνος, μόνο οργή. Παρά την οδύνη της αλήθειας αρπάζεις το θέλω σου από τα μαλλιά και το γονατίζεις. Όση ώρα συνεχιζόταν το ξύλο μέσα μου επιβεβαιώνονταν όλα αυτά τα χρόνια που έχω επιλέξει να στέκομαι απέναντι σε αυτό το σάπιο σύστημα. Όλες μου οι επιλογές, όλες οι σκέψεις πήραν σάρκα και οστά. Ίσως ένα λεπτό τελικά με λυμένα τα χέρια να ήταν αρκετό. Ίσως τελικά αυτές οι στιγμές βασανισμού να είναι η σφραγίδα επικύρωσης του σάπιου συστήματος.
Ας μιλήσουμε για χρήμα όμως τώρα. Χρήμα που ρέει άφθονο(ακόμη και σε καιρούς ισχνούς που διανύουμε) στα τραπεζικά καταστήματα, στις εφορίες και σε κάθε τύπου επενδύσεις μεγάλων κεφαλαίων (τύπου Cosco). Το αίμα του καπιταλισμού.
Η άρνηση τοποθετησής μου ως άλλο ένα καλολαδωμένο γρανάζι σ΄αυτό το σύστημα είναι ένας από τους αρκετούς λόγους που επέλεξα τη ληστεία (προσωπικά την ορίζω ως απαλλοτρίωση) τράπεζας. Με αυτό εννοώ πως δεν είχα ποτέ τη διάθεση να αποτελέσω άλλον έναν «περαστικό» σε αυτή τη γη με μία «φυσιολογική» δουλειά, με μία «φυσιολογική» ζωή. Δεν άργησα πολύ να καταλάβω στη ζωή μου ότι η εργασία έχει ως μοναδικό σκοπό την εργαλειοποίηση του ανθρώπου με στόχο πάντα το κέρδος του εκάστοτε «κεφαλαίου». Μία διαρκής συσσώρευση κεφαλαίου σε όλο και λιγότερους ανθρώπους. Κάτι που δεν άργησε να δείξει τις παρενέργειές του. Κάπου εκεί είναι που έβαλα κι εγώ τα ερωτηματικά μου.
Είναι λοιπόν μεμονομένα περιστατικά κατάχρησης και διαφθοράς που οδήγησαν το σύστημα σε κρίση ή η ίδια η κρίση αποτελεί ένα καλοσχεδιασμένο πλάνο για μεγαλύτερο κέρδος; Υπήρξε η «πτώση» του τραπεζικού συστήματος εξαιτίας της «φούσκας» των δανείων ή ήταν ένα καπιταλιστικό τέχνασμα για μία νέα συσσώρευση, μία κεφαλαιοποίηση μεγαλύτερων διαστάσεων;
Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με μία κρίση πρωτόγνωρη για τα δεδομένα του καπιταλισμού και σίγουρα προηγήθηκε αυτής η «πτώση» του τραπεζικού συστήματος. Στην προκειμένη όμως μιλάμε για τις δύο όψεις του ίδιου κάλπικου νομίσματος.
Ο καπιταλισμός χωρίς το τραπεζικό σύστημα δε θα μπορούσε να υπάρξει. Δε θα υπήρχε ένα από τα βασικότερα μέσα για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Δεν θα πήρχε καπιταλισμός. Όπως στην ενδεχόμενη πτώση του τραπεζικού συστήματος καλέστηκε το κράτος να γεμίσει τα ταμεία των τραπεζών, έτσι αργότερα μπροστά στην επικείμενη πτώση του κρατικού μηχανισμού καλούνται οι τράπεζες να υποστηλώσουν επενδύσεις για να ακολουθήσει μία νέα κεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ένας φαύλος κύκλος με μόνο στόχο να μην ξεψυχήσει ο ετοιμοθάνατος καπιταλισμός.
Κοιτάζοντας τη σύντομη ιστορία της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαική Ένωση μόνο ως ένα προσχεδιαμένο εγχείρημα θα μπορούσα να μεταφράσω την οικονομική πτώση της. Τόσο της Ελλάδας όσο και των υπόλοιπων ευρωπαικών χωρών που ακολούθησαν την κρίση. Μπαίνοντας στην ζώνη του ευρώ με την «δημιουργική λογιστική» (Greek logistics) Σημίτη παρουσιάζοντας την οικονομία της Ελλάδας ως αρκετά ισχυρή και συνεχώς αναπτυσσόμενη, αντίστοιχη των υπόλοιπων κρατών της Ε.Ε., διανύθηκε μία περίοδος χάριτος. Εκείνη την περίοδο ο κάθε μικροαστός μπορούσε να ελπίζει στον καπιταλιστικό παράδεισο. Μέχρι να αρχίσει να διαφαίνεται η «φούσκα» του καπιταλισμού ως σύστημα, με το Κραχ του 2008 και την αρχή της κατρακύλας. Ακολούθησε πάλι η «δημιουργική λογιστική» αυτή τη φορά από τον Γ. Παπανδρέου και με στόχο πλέον την «είσοδο» της Ελλάδας στον μηχανισμό οικονομικής στήριξης (Δ.Ν.Τ-Ε.Κ.Τ.). Για να φτάσουμε σήμερα στο οριστικό ξεπούλημα της ανθρώπινης ζωής και την ουσιαστική εκμηδένιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κάτι που φύσικά συνδέεται με φθηνές επενδύσεις και την ευκαιρία λεηλάτησης της φύσης όπως επιχειρείται να γίνει σε διάφορες περιοχές σήμερα.
Τα βιώματα και η αφόρητη πίεση που δέχεται η κοινωνία αρκεί για να αναδειχθεί ξεκάθαρα το βρώμικο πρόσωπο του καπιταλισμού. Αναγνωρίζω την πράξη μου ως απαλλοτρίωση . Για μένα οι πραγματικοί ληστές στελεχώνουν τις τράπεζες και τον κρατικό μηχανισμό.
Φυσικό ακόλουθο της συστημικής κρίσης είναι η καταστολή. Καταστολή στοχευμένη αλλά και γενικευμένη με σκοπό την τρομοκράτιση και την αποδυνάμωση του συνόλου της κοινωνίας. Αιχμή του δόρατος και σχεδόν μόνιμο στόχο αποτελεί ο ευρύτερος αναρχικός -ανατρεπτικός χώρος. Ένας χώρος που πολλές φορές λειτουργώντας είτε ως πυροκροτητής είτε ως καταλύτης, πυροδοτεί εξεγέρσεις και εντάσεις ενσαρκώνοντας τη λύσσα και την οργή που όλο και μεγαλώνει σε διάφορα κοινωνικά σύνολα.
Το παράδοξο στην κατασταλτική πολιτική του κράτους είναι πως πλέον στοχοποιεί και άλλα τμήματα της κοινωνίας που αντιστέκονται, χαρακτηρίζοντας τους με περίσια ευκολία παράνομους και τρομοκράτες που μόνο στόχο έχουν την καταστροφή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σπασμωδική αντίδραση του κράτους στις Σκουριές. Με συνοπτικές διαδικασίες χαρακτηρίστηκε ως τρομοκρατικό χτύπημα ο εντυπωσιακός και ολοκληρωτικός εμπρησμός του εργοταξίου των μεταλείων. Μία κίνηση που με βρίσκει σύμφωνο και στο πλευρό των ανθρώπων που την έκαναν. Ο μόνος διάλογος που μπορεί να υπάρξει με μία πολυεθνική που στόχο έχει την καταστροφή και τη λεηλασία της φύσης για το κέρδος είναι η αμίληκτη επίθεση. Αναγνωρίζω το θάρρος των ανθρώπων που πέρασαν στην άμεση δράση παίρνοντας τις ζωές τους στα χέρια τους. Προκάλεσαν ένα καίριο πλήγμα τόσο στην εταιρία El dorado όσο και στο κράτος. Αυτός είναι και ο λόγος που λίγες μέρες αργότερα το χωριό των Σκουριών κατακλύστηκε από κατασταλτικές δυνάμεις και ακολούθησαν έφοδοι και έρευνες σε σπίτια κατοίκων του χωριού, με ένα σκηνικό που θύμιζε κάτι απο τον εμφύλιο και δείχνει τον ολοκληρωτισμό που χαρακτηρίζει το κράτος, μετατρέποντας το χωριό σε εμπόλεμη ζώνη.
Ασφαλώς δεν έλειψε η εμπλοκή των «αναρχικών τρομοκρατών» σε αυτή την ενέργεια. Από την πρώτη στιγμή τα Μ.Μ.Ε. έσπευσαν να εντοπίσουν τους «τρομοκράτες» καθοδηγητές του χτυπήματος.
Γνωστή και πάγια η τακτική των Μ.Μ.Ε.: στοχοποίηση, τρομοκράτιση και κατασυκοφάντηση. Φυσικά ακολουθώντας πάντα πιστά τις οδηγίες του εκάστοτε φορέα, είτε είναι η κρατική ασφάλεια, είτε είναι η αντιτρομοκρατική είτε απευθείας η κυβερνητική γραμμή. Γνήσιοι «εργάτες» της καταπίεσης και της υποταγής σκάβουν λάκκους –αρκετούς σε βάθος να χωράν όλοι μέσα- για να ακολουθήσει ο κατασταλτικός βραχίονας και η δικαστική μαφία να θάψει κάθε τί που αντιστέκεται.
Κάπως έτσι ξεκινάει και το παραλήρημα (γκεμπελικού τύπου προπαγάνδας) των Μ.Μ.Ε. αμέσως μετά τη σύλληψή μας. Η είδηση ιδανική για τρομοδελτία και σενάρια αντιτρομοκρατικής φαντασίας. Δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω την ξεκάθαρη πολιτική γραμμή που ακολούθησαν τα Μ.Μ.Ε., αναπαράγωντας με στόμφο και τον απαραίτητο συναισθηματισμό την σίγουρη εμπλοκή μας και σε άλλες ενέργειες πέραν της ληστείας. Με μία τακτική αντίστοιχη με αυτήν που χρησιμοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην Ιταλία για να χτυπήσουν τον αναρχικό χώρο (επιχείρηση ORAI), το ελληνικό κράτος προσπαθεί να καταστήλει οποιαδήποτε πηγή αντίστασης.
Δεν μπορούσα να μην προβλέψω τί θα ακολουθούσε τις επόμενες μέρες της συλληψής μου. Από στιγμή σε στιγμή θα με καλούσε κάποιος ειδικός εφέτης ανακριτής, υπεύθυνος για τα θέματα «τρομοκρατίας» (ίσως να τον έλεγαν Μόκκα;) και με μηδενικά στοιχεία και χωρίς κανένα συγκεκριμένο σκεπτικό -παρά μόνο τις εικασίες της αντιτρομοκρατικής- θα με έχριζε μέλος κάποιας οργάνωσης. Φυσικά η επιβεβαίωση της προβλεψής μου δεν άργησε να έρθει.
Τελικά ο ειδικός εφέτης ανακριτής με κάλεσε (Μόκκας στο όνομα) και με συμπεριέλαβε στην ε.ο. Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς. Φυσικά, αναγνωρίζω τη δράση της ε.ο. Σ.Π.Φ. και τα μέλη της ως επαναστάτες, όμως αυτό είναι κάτι που δε με εμποδίζει να δηλώσω ότι δεν έχω καμία σχέση με την οργάνωση. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος της και μας χωρίζουν ουσιαστικές διαφορές, τόσο σε προταγματικό επίπεδο όσο και στη γενικότερη αντίληψη του κοινωνικού συνόλου. Για το κράτος, το να με εντάξει στην ε.ο.Σ.Π.Φ. είναι ένας εύκολος τρόπος να διευρύνει το κατηγορητήριο και να παρατείνει τα χρόνια φυλάκισης. Για μένα όμως, είναι ένα απροκάλυπτο τσουβάλιασμα, μία ομαδοποίηση, που αυτομάτως καταλύει οποιοδήποτε πολιτικό υπόβαθρο χαρακτηρίζει τον εκάστοτε αγωνιστή.
«Το τίμημα του αυτοκαθορισμού δεν είναι ποτέ φθηνό, σε μερικές περιπτώσεις είναι αδιανόητα ακριβό.»
Ο δρόμος για την επανάσταση και την αναρχία σίγουρα δεν θα μπορούσε να είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, όπως δεν θα γινόταν να είναι ένας και μοναδικός ασχέτως την εκάστοτε υπάρχουσα συνθήκη. Τα μέσα μας είναι γνωστά και πρέπει συνεχώς να εξελίσσονται, η γκάμα επιλογής στο οπλοστάσιο αρκετά μεγάλη. Θεωρώ πως κάθε επαναστάτης πρέπει να έχει την οξυδέρκεια και τη νηφαλιότητα να επιλέξει τα καταλληλότερα «όπλα» που αναλογούν στις αντίστοιχες συνθήκες. Ο δρόμος της αντίστασης έχει πολλές πτυχές και σίγουρα είναι απαραίτητος ένας πολύμορφος αγώνας. Είτε είναι μία αφίσα για απεργιακή συγκέντρωση, είτε η κατάληψη κάποιου κρατικού κτηρίου, είτε είναι ένας εμπρησμός τράπεζας, είτε μία βομβιστική επίθεση σε κάποιο κρατικό μηχανισμό ή ακόμη η απαλλοτρίωση του κρατικού χρήματος, ο στόχος είναι παντα ο ίδιος. Αφενός ένα πλήγμα στις δομές και λειτουργίες του καπιταλισμού, αφετέρου η διάχυση των μέσων, των πρακτικών και των αντιλήψεων αγώνα, για την αναρχία, για την ελευθερία.
Βρίσκω τον εαυτό μου ανάμεσα σε αυτή την πολυποίκιλη κοινωνία παλεύοντας πάντα για μένα, για τους συντρόφους μου, για την οριστική καταστροφή του συστήματος και την ολική ανατροπή του υπάρχοντος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταματάω να ασκώ την κριτική που αρμόζει σε όλους αυτούς που με την ανοχή τους και την αδιαφορία τους αναπαράγουν και συντηρούν ένα σάπιο και καταπιεστικό σύστημα.
«Αυτή η επανάσταση πρέπει απαραιτήτως να είναι βίαιη, ακόμα και αν η βία είναι αυτή καθαυτή κακή. Θα ήταν παραλογισμός αν ελπίζαμε ότι οι προνομιούχοι θα αναγνώριζαν τα δεινά και τις αδικίες που προκαλούν τα προνόμιά τους και θα αποφάσιζαν να τα απαρνηθούν οικειοθελώς.»
Η βία πηγάζει από μέσα μας και είναι η μόνη αξιοπρεπής απάντηση απέναντι στην εξαθλίωση και την μιζέρια που γεννάει αυτό το σύστημα.
Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας είναι ένα φαινομενικό γεγονός των καιρών μας. Το ιστορικής σημασίας ζήτημα που τίθεται είναι προς ποιά κατεύθυνση έρχεται αυτή η πόλωση. Ένα χειροπιαστό παράδειγμα αυτής είναι τα ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις εκλογές και τα αρκετά συχνά φαινόμενα ρατσιστικών επιθέσεων στο κέντρο της Αθήνας. Βέβαια, αυτή είναι μια επιφανειακή τοποθέτηση στα «άκρα» καθώς στερείται συνείδησης. Με το προφίλ ενός δήθεν αντισυστημικού κόμματος η Χρυσή Αυγή κατάφερε και συγκέντρωσε ένα ποσοστό οργής από ένα κοινωνικό σύνολο.
Φυσικά δεν είμαι ούτε οπαδός της «Θεωρίας των άκρων» ούτε θεωρώ τη Χ.Α. αντισυστημική. Είναι ξεκάθαρο για μένα πως είναι κομμάτι αυτού του συστήματος και παράλληλα όπλο του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αυτό το φαινόμενο δεν πρέπει να τύχει λιγότερης προσοχής αυτής που απαιτείται.
Ας οργανωθούμε να προτάξουμε έναν πολύμορφο και διαρκή αγώνα. Να καταστρέψουμε από τα θεμέλια την εργασία ως άλλη μία σχέση καταπίεσης απαλλοτριώνοντας συνειδητά τον καπιταλιστικό πλούτο με σκοπό την όξυνση και την υποστήριξη του αγώνα. Ακολουθώντας το δρόμο της άμεσης δράσης να περάσουμε στην ολομέτωπη επίθεση ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα. Με διαρκή επικοινωνία και συνεχή ζύμωση στους κόλπους του αναρχικού-ανατρεπτικού χώρου, αλλά και σε ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας μπορούμε να διαχύσουμε τις αναρχικές σχέσεις αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρησης της ζωής μας. Με τη συνεχή παρουσία μας στους δρόμους και με άγριες οδομαχίες διαμορφώνονται συνειδήσεις, διαμορφώνεται η μαχητική διάθεση, διαχέεται η αγωνιστική βία. Όχι, οι μολότοφ και τα οδοφράγματα, δεν αποτελούν το απαραίτητο πέρασμα για την αναβάθμιση στα γκαζάκια, στις βόμβες και τον ένοπλο αγώνα. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ίδιου αγώνα. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Όσο χρειάζονται οδομαχίες άλλο τόσο χρειάζονται νυχτερινά σαμποτάζ στις δομές του κρατικού μηχανισμού με κάθε μέσο. Ο ένοπλος αγώνας είναι μια έκφανση της μάχης, απαραίτητη που πρέπει να στηρίζει και να στηρίζεται από τους ευρύτερους κινηματικούς αγώνες. Οποιοδήποτε σαμποτάζ είναι αποκομμένο από τους κινηματικούς αγώνες και τις ευρύτερες διεκδικήσεις έχει αρκετές πιθανότητες να περάσει στα ψιλά γράμματα της ιστορίας ως γεγονός και εν τέλει να αποσιωπηθεί.
Ας αφήσουμε λοιπόν ένα ανεξήτιλο «αποτύπωμα» στην ιστορία. Το πλήρωμα του χρόνου έχει έρθει, ας κάνουμε εφικτή μία επανάσταση για την ανατροπή της πλουτοκρατίας, για την αναρχία».