Αναβίωσαν, στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο ανατολικής Κρήτης, οι απίστευτες εικόνες που αποκαλύφθηκε πως εξελίσσονταν μέσα σε ένα σπίτι στην περιοχή των Δειλινών στο Ηράκλειο.

Όπως αναφέρει το cretalive.gr, από το 2003 ως το 2005, ένα κορίτσι 12 ετών “έπεφτε” στα χέρια ενός 67χρονου έναντι χρημάτων και υλικών ανταλλαγμάτων, ενώ συχνά πυκνά η ίδια του η μητέρα την περιέφερε σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, παραδίδοντάς την σε ανδρικά χέρια.

Ο πατέρας της κοπέλας φέρεται να την είχε αρραβωνιάσει με το ζόρι με ένα συνομήλικό του – 49χρονο σήμερα – οικοδόμο, παρά το ότι το κορίτσι δεν τον ήθελε, ενώ ο πατέρας φέρεται να ήταν βίαιος απέναντι στα τέσσερα κορίτσια της οικογένειας.

Η συγκλονιστική υπόθεση που είχε προκαλέσει σοκ κι ανατριχίλα αποκαλύφθηκε το 2005, όταν η μικρότερη αδελφή της 14χρονης τότε, κατέφυγε στην αστυνομία καταμαρτυρώντας όσα βίωνε στο σπίτι της οικογένειάς της.

Πρωτόδικα, στους γονείς είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 5 ετών, με την έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη για τον πατέρα, όχι όμως και για την μητέρα. Στον αρραβωνιαστικό επιβλήθηκε ποινή 4 ετών, μετατρέψιμη σε χρηματική ποινή, ενώ στον 33χρονο σήμερα ξυλουργό είχε επιβληθεί ποινή δύο ετών και 6 μηνών με τριετή αναστολή.

Στο εδώλιο, σήμερα, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό βρέθηκαν οι γονείς της κοπέλας αλλά κι ένας 33χρονος ο οποίος τότε διατηρούσε σχέση με την κοπέλα, μη γνωρίζοντας την πραγματική της ηλικία.

Κατηγορούμενος ήταν και ο 67χρονος, ο οποίος ωστόσο απεβίωσε πριν τη δίκη σε πρώτο βαθμό, που μετά από αναβολές έγινε μόλις τον περασμένο Φεβρουαρίο.

Το Δικαστήριο έκρινε και τους δύο γονείς ένοχους, όπως δηλαδή και πρωτόδικα, για ασέλγεια σε βάρος της κόρης τους.  Απέρριψε τον ισχυρισμό για μειωμένο καταλογισμό της μητέρας ενώ μείωσε την ποινή στα 4 χρόνια και ακολούθως την μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 3 ευρώ τη μέρα.

Ο δικηγόρος του ζευγαριού επικαλέστηκε αδυναμία των κατηγορουμένων να πληρώσουν το ποσό αυτό κι έκανε χρήση της ρύθμισης που επιτρέπει εξόφληση σε έξι 6μηνιαίες δόσεις.

Η 20χρονη κοπέλα δεν εμφανίστηκε για να καταθέσει, άφησε για λίγο όμως τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και κατέθεσε στο δικαστήριο η μικρότερη αδελφή, η οποία είχε καταγγείλει τότε όσα συνέβαιναν. Η αδερφή επανέλαβε όσα είχε πει και τότε, εμφανίστηκε, ωστόσο, διαλλακτική σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά της μητέρας, καταθέτοντας ότι είχε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα. Ως προς το νέο άνδρα που είχε δεσμό με την αδερφή της, είπε πως «ίσως και να μη γνώριζε την ηλικία του κοριτσιού».

Την καταβεβλημένη ψυχική κατάσταση της μητέρας επιβεβαίωσε και ψυχίατρος που κατέθεσε, ο οποίος αν και δεν είχε εμπλακεί εκείνο το διάστημα στην υπόθεση, «κούραρε» αργότερα τη μητέρα, διαπιστώνοντας ότι την επίμαχη περίοδο έπασχε από κατάθλιψη καθώς είχε χάσει ένα παιδί της (ένα αγοράκι). Μπορούσε να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων, αλλά λόγω της κατάστασής της δεν είχε το σθένος να αντιδράσει, είπε, ενώ τόνισε ότι σήμερα η κατάστασή της είναι ακόμη χειρότερη, καθώς πλέον έχει εξελιχθεί σε ψυχωτική.

Στην κατάθεσή της, η μητέρα απέδωσε ευθύνες στο σύζυγό της, λέγοντας ότι εκείνος είχε στείλει την κόρη του να αγοράσει σουβλάκι, κι εκεί την είδε ο ηλικιωμένος και με την απειλή μαχαιριού την έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο, με τα γνωστά επακόλουθα. Στον ίδιο απέδωσε και τον αναγκαστικό αρραβώνα, ενώ ανέφερε ότι, εν ολίγοις, δεν μπορούσε «να κάνει καλά» την κόρη της.

Όσο για τον ξυλουργό, ισχυρίστηκε ότι δε γνώριζε την πραγματική ηλικία της κοπέλας, ενώ μάλιστα ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της ώστε πήγε στο σπίτι της για να ζητήσει το χέρι της από την οικογένειά της, η οποία ωστόσο τον απέρριψε, καθώς εκείνος τότε δεν είχε δουλειά ενώ και οι παρέες του δεν ήταν αποδεκτές.

Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή των γονιών της 20χρονης σήμερα, όπως και πρωτόδικα, ενώ για τον ξυλουργό πρότεινε την απαλλαγή του, λέγοντας ότι για την αποπλάνηση απαιτείται δόλος, κάτι που δε συνιστά ούτε το νεαρό της ηλικίας του τότε, ούτε όμως και οι «σοβαρές» προθέσεις που είχε για την κοπέλα. Και για τις τρεις περιπτώσεις η έδρα υιοθέτησε την εισαγγελική πρόταση.