Τον άλλοτε γενικό γραμματέα του δήμου Μιχάλη Λεμούσια περιέγραψε ως «πέτρα του σκανδάλου» της υπεξαίρεσης – μαμούθ στα ταμεία του δήμου Θεσσαλονίκης, ο βασικός κατηγορούμενος για την υπόθεση, πρώην ταμίας Παναγιώτης Σαξώνης, ο οποίος απολογείται από το πρωί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Με ψύχραιμο τρόπο, ο άλλοτε διαχειριστής της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου επιχείρησε να δώσει τη δική του εκδοχή για το οικονομικό σκάνδαλο, που κατά το κατηγορητήριο ανέρχεται σε 51,4 εκατ. ευρώ, υποστηρίζοντας ότι ίδιος απλώς «δεχόταν και εκτελούσε εντολές». Παραδέχθηκε μεγάλο μέρος των πράξεων που του αποδίδονται, λέγοντας ότι «η δική μου ευθύνη είναι μεγάλη, αλλά εδώ που φτάσαμε πρέπει να αναλάβουν κι άλλοι τις ευθύνες τους», αναφέρει το ΑΜΠΕ-ΜΠΕ.
Από την αρχή της απολογίας του «στοχοποίησε» τον πρώην γενικό γραμματέα του δήμου, λέγοντας ότι τα χρήματα κατέληγαν «στα δικά του χέρια», δήθεν, όπως του εξήγησε, για την ενίσχυση της δημοτικής παράταξης της οποίας ηγείτο ο τέως δήμαρχος Θεσσαλονίκης Βασίλης Παπαγεωργόπουλος.
«Αργότερα βέβαια κατάλαβα ότι τα χρήματα αυτά δεν κατέληγαν στην “Αναγέννηση”, αλλά ήταν πια αργά, δεν μπορούσα να κάνω καμία παρέμβαση, γιατί το πράγμα είχε μπει σε μία ευθεία», είπε ο Π. Σαξώνης, ο οποίος επέμεινε ότι το ποσό που υπεξαιρέθηκε ήταν της τάξεως των 18 με 20 εκατ. ευρώ.
Ο πρώην δημοτικός υπάλληλος περιέγραψε αναλυτικά τη «συνεργασία» που φέρεται να είχε με τον Μ. Λεμούσια, από τις αρχές του 1999, όταν τοποθετήθηκε στη θέση του γραμματέα του δήμου, έως το 2008, οπότε αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο.
«Από τις πρώτες συναντήσεις μας με ρώτησε κατά πόσο κάποιος από τους διαχειριστές θα μπορούσε να εκταμιεύσει χρήματα για οποιαδήποτε σκοπό χωρίς να το αντιληφθούν κάποιοι. Του εξήγησα ότι η διαδικασία είναι πάρα πολύ δύσκολη», είπε μεταφέροντας στιχομυθίες που έγιναν μεταξύ τους.
«Σε άλλη συνάντηση λίγες μέρες αργότερα, με ρώτησε ευθέως εάν εγώ μπορώ να βρω κάποιο τρόπο να εκταμιευτούν χρήματα για την οικονομική ενίσχυση της παράταξης “Αναγέννηση”. Έκανε εκεί κουμάντο ο Λεμούσιας. Είχα σκέψεις, φοβήθηκα, είπα ότι δεν είναι εύκολο, μου είπε μην ανησυχείς, εγώ ασκώ διοίκηση, ούτε ο Παπαγεωργόπουλος. Για την “Αναγέννηση” πάλι εγώ είμαι υπεύθυνος, έχουμε κοινό λογαριασμό με το δήμαρχο».
Όπως απολογήθηκε, στην αρχή είχε ανησυχίες και επιφυλάξεις, οι οποίες όμως κάμφθηκαν στη συνέχεια.
«Παρουσιάστηκε η άποψη ότι πρώτα θα παίρνει χρήματα ο Παναγιωτάκης και μετά οι άλλοι. Τότε ησύχασα και ηρέμησα», παρατήρησε, εξηγώντας ότι η υπεξαίρεση διήρκησε πολλά χρόνια και με την πάροδο των ετών η ροή των χρημάτων αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. «Στην αρχή ήταν μικρά τα ποσά. Αργότερα η κατάσταση ξέφυγε. Τα νούμερα ήταν αστρονομικά: 2,5 με 3 εκατ. το χρόνο. Έφτασα στο σημείο να παίρνω 300.000 την ημέρα», σημείωσε, τονίζοντας ότι η δική του «αμοιβή» ήταν κάθε φορά 10%.
Στη συνέχεια, ο Π. Σαξώνης κατέθεσε ότι λίγο πριν την αποκάλυψη του σκανδάλου, κι ενώ συγκεκριμένο Ταμείο ζητούσε να κάνει διαχειριστικό έλεγχο «πήγα στο γραφείο του Λεμούσια και τον ρώτησα τι θα κάνουμε κι εκείνος μου είπε δεν ξέρω βρες τα με τον δήμαρχο».
Για τον τέως δήμαρχο, σημείωσε, σύμφωνα με όσα του μετέφερε ο Μ. Λεμούσιας, ότι δεν γνώριζε -και ούτε ήθελε να γνωρίζει- για το που παν τα χρήματα. «Τον Παπαγεωργόπουλο δεν τον έβλεπα στο δημαρχιακό μέγαρο. Μπορεί να ήρθε δύο φορές με παρέα στο νυχτερινό μαγαζί που διατηρούσα. Τον χαιρέτισα στην είσοδο και τον έβαλα να καθίσει σε τραπέζι», είπε.
Ο πρώην δημοτικός υπάλληλος ενέπλεξε στην απολογία του τον άλλοτε διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, περιέγραψε τις ιδιαίτερες σχέσεις που είχε με συγκεκριμένο συνάδελφο της ίδιας Υπηρεσίας, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι τον βοηθούσε οικονομικά και πλήρωνε ακόμη και τους λογαριασμούς του σε ψαροταβέρνα που πήγαινε με παρέα του.
Κατά τη διάρκεια της απολογίας επικράτησε ένταση όταν ο Μ. Λεμούσιας, αντιδρώντας στα όσα έλεγε ο Π. Σαξώνης, τον αποκάλεσε «ψεύτη». «Ψεύδεται ασυστόλως», είπε, για να τον ανακαλέσει στην τάξη ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ενώ λίγο αργότερα ο πρώην γραμματέας σηκώθηκε από τη θέση του και κάθισε, προς στιγμήν, στα καθίσματα του ακροατηρίου, λέγοντας χαρακτηριστικά «για να μην κάνω καμιά τρέλα».