Αντισυνταγματική κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας η εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών σε σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της προτίμησής τους καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (686/2018) κατά πλειοψηφία αποφάνθηκε ότι αν και η διάκριση υπέρ των αθλητών που έχουν επιτύχει τις προβλεπόμενες από το νόμο διακρίσεις δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος με την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν θίγεται ο αριθμός των κανονικώς εισακτέων στα τμήματα και τις Σχολές. Παρόλα αυτά, αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η σχετική ρύθμιση αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχομένης εκπαιδεύσεως , σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, κατά το μέρος που προβλέπουν:
α) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας,
β) την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις Ανώτατες Σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο και
γ) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε Σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη Σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης το δημόσιο συμφέρον υπερακοντίζεται καθώς περιορίζεται η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές.
Μάλιστα, το δικαστήριο υποχρεώνει το υπουργείο Παιδείας να εγγράψει ως υπεράριθμο στην Ιατρική Σχολή υποψήφιο των Πανελλαδικών εξετάσεων 2016-2017 ο οποίος δεν εισήχθη, καθώς την θέση του κατέλαβε συνυποψήφιός του αθλητής με λιγότερα μόρια από εκείνον
Παράλληλα, με την ίδια απόφαση η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία, κ.λπ.).
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο επιβαλλόμενος προφορικός τρόπος εξέτασης των υποψηφίων με μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν σχετικής διαγνώσεως από τα αρμόδια όργανα, συνιστά τρόπο εξέτασης προσαρμοσμένο στις ανάγκες των υποψηφίων, ώστε να καθίσταται αντικειμενικώς δυνατή η επίδοσή τους στις εξετάσεις με ίσους όρους προς τους υπόλοιπους υποψηφίους και να τους παρέχεται ισότιμα η δυνατότητα πρόσβασης στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα.