Ο γάμος του Πέτρου και της όμορφης Μαρίκας έγινε το 1945, στο Σιδηρόκαστρο. Εκείνος ήταν 27 ετών κι εκείνη 18. Στα χρόνια που ακολούθησαν το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά και όλα έδειχναν πως η οικογένεια ζούσε ευτυχισμένη. Ο Πέτρος εργαζόταν ως βυρσοδέψης και τα χρήματα που εισέπραττε από τη δουλειά του ήταν αρκετά για να ζει άνετα η οικογένειά του.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Όλα άλλαξαν δέκα χρόνια αργότερα όταν ο Πέτρος αποφάσισε να ασχοληθεί με την εκτροφή χοίρων. Η επαγγελματική του στροφή δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη με αποτέλεσμα η Μαρίκα να υποχρεωθεί να ξενοπλένει για να συμπληρώσει το εισόδημά τους.
Τα οικονομικά τους προβλήματα ήταν τόσο μεγάλα που έπαιρναν τα υπολείμματα του φαγητού της στρατιωτικής λέσχης Σιδηροκάστρου που ήταν κοντά τους. Στο σπίτι άρχισαν να μπαινοβγαίνουν πολλοί φαντάροι καθώς η Μαρίκα τους έπλενε τα ρούχα επί πληρωμή.
Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως ο Πέτρος είχε ύποπτες συναλλαγές με φαντάρους και άρχισε να φιλοξενεί στο σπίτι του έναν νεαρό στρατιώτη τον οποίο αποκαλούσαν «γουρουνά», καθώς ήταν υπεύθυνος για την συντήρηση των γουρουνιών του τάγματος της περιοχής.
Τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο όταν η 30χρονη πλέον Μαρίκα δημιούργησε παράνομο δεσμό με έναν νεαρό φαντάρο. Ήταν τέτοιος ο έρωτάς της για εκείνον, όπως θα έλεγαν αργότερα άτομα από το οικογενειακό τους περιβάλλον, που δεν δίσταζε να του δίνει σχεδόν όλα τα χρήματα που έβγαζε από τη δουλειά της. Μάλιστα, όταν ο νεαρός φαντάρος πήρε μετάθεση για άλλη μονάδα η Μαρίκα του έστελνε τακτικά δέματα με δώρα αλλά και ερωτικά γράμματα.
Οι καυγάδες του ζευγαριού ήταν συχνοί ώσπου στις 11 Φεβρουαρίου 1957 η Μαρίκα βρέθηκε νεκρή πάνω στις γραμμές του τρένου που βρίσκονταν κοντά στο χοιροστάσιο της οικογένειας.
Η αρχική εκτίμηση έλεγε πως η 30χρονη γυναίκα έβαλε τέλος στη ζωή της, ωστόσο, η αστυνομία άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα ακόμη και αυτό της εγκληματικής ενέργειας.
Η ιατροδικαστική εξέταση ήρθε να ρίξει φως στην υπόθεση καθώς ο ιατροδικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της οφειλόταν σε στραγγαλισμό. Όλα τα στοιχεία «έδειχναν» εμπλοκή του 39χρονου συζύγου της αφού ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που την είχε δει το μοιραίο απόγευμα.
Ο Πέτρος συνελήφθη και δεν άργησε να ομολογήσει πως ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της γυναίκας του. Όπως είπε στους αστυνομικούς, δεν είχε πρόθεση να την σκοτώσει αλλά το κακό έγινε πάνω σε έναν άγριο καυγά μέσα στο χοιροστάσιό τους. Όταν διαπίστωσε ότι η γυναίκα ήταν νεκρή πανικοβλήθηκε και στη συνέχεια αποφάσισε να καλύψει τα ίχνη του. Φόρτωσε το άψυχο κορμί της στον ώμο του και την μετέφερε στην σιδηροδρομική γραμμή που απείχε, περίπου, ένα χιλιόμετρο από το χοιροστάσιο. Εκεί τοποθέτησε το κεφάλι της πάνω στη ράγα περιμένοντας να περάσει από πάνω της το τρένο και ο θάνατος της να θεωρηθεί αυτοκτονία.
Τον Ιούνιο του 1957 ο 39χρονος κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης.
Οι μάρτυρες αναφέρθηκαν στα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ζευγάρι με τη μητέρα αλλά και τον αδελφό του θύματος να υποστηρίζουν πως ο κατηγορούμενος είχε μετατρέψει το σπίτι τους «σε κέντρο διερχομένων». Μάλιστα, ο αδελφός της άτυχης γυναίκας ισχυρίστηκε πως ο γαμπρός του έφτασε στο φόνο για να μην αποκαλύψει η γυναίκα του ότι είχε στην αποθήκη του ζωοτροφές που προέρχονταν από το στρατό.
Αίσθηση προκάλεσε η κατάθεση της 12χρονης κόρης του ζευγαριού η οποία υποστήριξε ότι οι καυγάδες ανάμεσα στους γονείς της ξεκίνησαν όταν άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τους φαντάροι. «Θα πάω να σε προδώσω και θα πας φυλακή» φώναζε η μητέρα μου και ο πατέρας μου απαντούσε «Δεν θα προλάβεις, θα σε σκοτώσω» περιέγραψε το παιδί το οποίο ζήτησε την τιμωρία του πατέρα του.
Ο αδελφός του κατηγορούμενου επέρριψε την ευθύνη για όσα συνέβησαν στην νύφη του. «Αιτία της καταστροφής της οικογένειας του αδελφού μου ήταν η Μαρίκα», είπε και συνέχισε: «τον είχε μεταβάλει σε ένα άβουλο όργανο».
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος απέδωσε το θάνατο της γυναίκας του στην κακιά στιγμή.
«Την ημέρα που έγινε το κακό έβοσκα του χοίρους μου κοντά στο ποτάμι. Κοντά μου ήρθε και ένας γείτονας με τον οποίο αρχίσαμε να συζητάμε. Κάποια στιγμή μας πλησίασε η γυναίκα μου και νευριασμένη μου είπε να πάμε στο χοιροστάσιο. Άφησα τα ζώα να τα φυλάει ο φίλος μου και την ακολούθησα. «Τι θέλεις Μαρίκα τη ρώτησα» και εκείνη μου απάντησε «Γιατί δεν έδωσες στα παιδιά και άλλα λεφτά;» Εγώ τη ρώτησα «τι θα τα έκανε κι εκείνη δεν απάντησε. Ύστερα από αυτό αρνήθηκα να της δώσω άλλα χρήματα κι εκείνη έγινε έξω φρενών» περιέγραψε ο κατηγορούμενος. Απευθυνόμενος στο δικαστήριο, υποστήριξε πως έχασαν κάθε έλεγχο και πιάστηκαν στα χέρια: «Μου πέταξε την ομπρέλα της στο κεφάλι μου και άρχισε να φωνάζει «Δε σε ενδιαφέρει τι θα κάνω με τα λεφτά, παλιοβρωμιάρη γουρουνά». Με άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να με βρίζει και να με φτύνει. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα από το λαιμό και την έσπρωξα. Έπεσε χωρίς ζωή πάνω σε κάτι τσουβάλια… Αργότερα όταν κατάλαβα ότι ήταν νεκρή, φοβήθηκα. Πάνω στην ταραχή μου θυμήθηκα πως συχνά έλεγε η γυναίκα μου πως θα αυτοκτονούσε. Γι’ αυτό την πήγα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Παρόλα όσα μου έκανε την αγαπούσα. Γι’ αυτό και της συγχωρούσα τα πάντα».
Ο εισαγγελέας της έδρας εισηγήθηκε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος με το ελαφρυντικό του βρασμού ψυχικής ορμής και της μέτριας συγχύσεως. Οι ένορκοι υιοθέτησαν την εισαγγελική πρόταση ενώ αναγνώρισαν στον 39χρονο και το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Τελικά, το δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών.