Το κοσμικό γεγονός της χρονιάς, το 1914, ήταν αδιαμφισβήτητα ο γάμος της Μαργαρίτας Οριγώνη και του αεροπόρου Μιχαήλ Μουτούση. Η νύφη ήταν γόνος πάμπλουτης και αριστοκρατικής οικογένειας με καταβολές από την Κορσική και ο γαμπρός  ήρωας των βαλκανικών πολέμων και ένας από τους πρώτους Έλληνες αξιωματικούς που εστάλησαν το 1912 στη Γαλλία για αεροπορική εκπαίδευση ώστε να στελεχώσουν την νεοσύστατη τότε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Το ζευγάρι τράβηξε το φώτα της δημοσιότητας και ενδεικτική είναι η αναγγελία των αρραβώνων τους που δημοσιεύτηκε στον Τύπο της εποχής: «Δυο αγγελικαί υπάρξεις εν τη Αθηναϊκή κοινωνία, η δεσποινίς Μαργαρίτα Οριγώνη του Προξένου της Σερβίας και ο πανένδοξος του Αγώνος αγαπημένος ήρως μας Μιχαήλ Νικ. Μουτούσης λοχαγός του Μηχανικού ηρραβωνίσθησαν».

Ο γάμος της Μαργαρίτας Οριγώνη και του Μιχαήλ Μουτούση έγινε κεντρικό θέμα στις κοσμικές στήλες λόγω της χλιδής αλλά και των επώνυμων καλεσμένων τους. Ο γάμος τελέστηκε στην πανέμορφη βίλα της οικογένειας Οριγώνη, στην Καστέλα, από τον Σεβασμιότατο Μεσσηνίας Μελέτιο και η ανταλλαγή στεφάνων έγινε εξ ονόματος της Α. Μεγαλειότητας από τον αντιστράτηγο αρχηγό του Στρατ. Βασιλ. Οίκον Πάλλη. Το ζευγάρι τίμησαν με την παρουσία τους Πρέσβεις, αξιωματικοί του στρατού και ολόκληρη η αριστοκρατική κοινωνία της Αθήνας και του Πειραιά. Οι εφημερίδες της εποχής μιλούσαν για «θέαμα αλησμόνητο απαράμιλλου χάριτος και μοναδικού μεγαλείου».

Ζωή σαν παραμύθι

Όλα συνηγορούσαν στο γεγονός πως το ζευγάρι θα ζούσε μια ζωή σαν παραμύθι. Ο Μουτούσης έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης και σεβασμού λόγω των αγώνων του. Τον Δεκέμβριο του 1912 είχε πραγματοποιήσει  την πρώτη πτήση πετώντας αυτοσχέδιες βόμβες στα οχυρά του Μπιζανίου. Την επόμενη χρονιά ήταν μεταξύ των αεροπόρων που πέταξαν τρόφιμα και εφόδια στους κατοίκους των πολιορκημένων Ιωαννίνων.

Ήταν εκείνος που πραγματοποίησε την πρώτη παγκοσμίως αποστολή ναυτικής συνεργασίας. Πέταξε με υδροπλάνο τύπου MauriceFarman MF.7, πάνω από τη ναυτική τουρκική βάση των Δαρδανελίων όπου  έριξε χειροβομβίδες. Κατά την επιστροφή του μια μηχανική βλάβη υποχρέωσε τον ίδιο και τον συνάδελφο του να προσθαλασσωθούν στο Αιγαίο όπου περισυνελέγησαν από το αντιτορπιλικό Βέλος.

fn5xlz1eΟ Μουτούσης γνώρισε την Μαργαρίτα Οριγώνη όταν εκείνη υπηρετούσε ως νοσοκόμα. Η καταγωγής της αριστοκρατική, ενώ είχε και μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία.

Ο πατέρα της Πέτρος Οριγώνης, ο οποίος θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πόλης του Πειραιά των αρχών του 20ου αιώνα και της περιόδου του μεσοπολέμου, είχε επαφές ακόμη και με βασιλείς. Διατέλεσε επίτιμος πρόξενος της Ολλανδίας στην Ελλάδα αλλά και πρόξενος του Βασιλείου της Σερβίας. Ήταν τέτοια η δύναμη και η περιουσία του, η οποία ξεκινούσε από την Καστέλα και έφτανε μέχρι την Φρεαττύδα, που πολλές φορές δημοτικά έργα, όπως δρόμοι, κήποι κ.α. απαιτούσαν την έγκριση του για να προχωρήσουν.

Ενδεικτικό είναι πως στην έπαυλη της Καστέλας, η οποία  υπήρξε σημείο αναφοράς για τις κοσμικές εκδηλώσεις της εποχής, είχε φιλοξενήσει κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βασιλιά της Σερβίας Πέτρο τον Α’ του βασιλικού οίκο των Καραγεώργεβιτς. Ο προπάππους  της Μαργαρίτας Οριγώνη ήταν αξιωματικός του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού, στην εποχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και στη συνέχεια  παντρεύτηκε, στο Ναύπλιο, την εξαδέλφη του Θεόδωρου Κολοκωτρώνη.

Ο Μιχαήλ Μουτούσης, αν και ανήκε στην υψηλή κοινωνία, αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Λέγεται, μάλιστα, πως τα δώρα που έκανε στην αγαπημένη του Μαργαρίτα πριν  την παντρευτεί όπως και άλλα χρέη του, τα ξεπλήρωσε ο πεθερός του μετά το γάμο.

Τα προβλήματα και η δικαστική διαμάχη

ΔΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα χρόνια που ακολούθησαν το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά τη Σοφία και τον Πέτρο. Η ζωή δίπλα στον Μουτούση, όμως, δεν ήταν εύκολη για τη σύζυγό του η οποία ένιωθε πως την πίεζε ασφυκτικά, ελέγχοντας κάθε της κίνηση. Δεκατέσσερα χρόνια μετά το γάμο τους, το 1928, η Μαργαρίτα κατέθεσε αίτηση διαζυγίου κατηγορώντας τον σύζυγο της για βάναυση συμπεριφορά. Όπως θα έλεγε αργότερα, ήταν πολύ  αυστηρός όχι μόνο μαζί της αλλά και με τα  παιδιά τους. Αυτό που την έκανε να πάρει την οριστική απόφαση του χωρισμού ήταν το γεγονός πως ο σύζυγος της δέχτηκε να μετατεθεί στη Σόφια της Βουλγαρίας, ως στρατιωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας, χωρίς καν να την ενημερώσει.

Αυτή ήταν και η αφετηρία μιας μακροχρόνιας σκληρής δικαστικής διαμάχης, με μήλο της έριδος την επιμέλεια των δυο παιδιών τους,  της  16χρονης Σοφίας και του 11χρονου Πέτρου. Αρχικά το δικαστήριο δικαίωσε την Μαργαρίτα Οριγώνη αποφασίζοντας τα παιδιά να παραμείνουν κοντά της. Ο Μουτούσης, όμως, άσκησε έφεση κατά της απόφασης προσκομίζοντας, αυτή τη φορά, στο δικαστήριο επιστολές της Οριγώνη προς μια φίλη της στις οποίες όχι μόνο καταφερόταν σε βάρος του, αλλά αμφισβητούσε ακόμη και την πατρότητά των παιδιών.

Αυτές οι επιστολές κατάφεραν να ανατρέψουν την αρχική απόφαση και η Σοφία με τον Πέτρο υποχρεώθηκαν, με δικαστική απόφαση, να μετακομίσουν στη Σόφια όπου διέμενε ο πατέρας τους. Μάλιστα, ο Μουτούσης απαγόρευσε στην Οριγώνη να έχει επαφές με τα παιδιά της και κατηγορούσε τους δικηγόρους της λέγοντας πως ήθελε να τους σκοτώσει. Μεγαλύτερο μένος έδειχνε για τον νεαρό δικηγόρο Γεράσιμο Βασιλάτο καθώς εμφανιζόταν πεπεισμένος πως  διατηρούσε δεσμό με τη σύζυγό του.

Ένας νέος κύκλος δικαστικών αγώνων άνοιξε με την Οριγώνη να δίνει μάχη για να αποδείξει πως οι επίμαχες επιστολές ήταν πλαστές επικαλούμενη την μαρτυρία δεκάδων μαρτύρων. Ο Μουτούσης στο μεταξύ επέστρεψε στην Ελλάδα αλλά και πάλι δεν επέτρεπε στην Οριγώνη να συναντήσει τα παιδιά τους τα οποία είχε στείλει στο χωριό του, το Τραγανό Αιγίου. Τελικά, οι περίφημες επιστολές αποδείχθηκαν πλαστές και το δικαστήριο πήρε μια νέα απόφαση, σύμφωνα με την οποία,  η Σοφία θα έμενε με τη μητέρα της και ο Πέτρος θα ακολουθούσε τον πατέρα του. Ωστόσο,  ο Μουτούσης φάνηκε να υπαναχωρεί των απαιτήσεων του κάνοντας ανακωχή με την Οριγώνη και αφήνοντας το γιο τους να μείνει μαζί της. Για περίπου ένα χρόνο, τα παιδιά έμεναν με την μητέρα τους στη Αθήνα και περνούσαν το καλοκαίρι στο Αίγιο με τον Μουτούση.

Τα πράγματα άλλαξαν και πάλι όταν, τον Δεκέμβριο του 1930, οριστικοποιήθηκε το διαζύγιο τους. Ο Μουτούσης απαιτούσε τα παιδιά του και η πρώην σύζυγος του να μην έχουν καμία σχέση με τους δικηγόρους που χειρίστηκαν την υπόθεση του διαζυγίου τους. Όταν  η Οριγώνη αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις του πρώην συζύγου της, εκείνος μαζί με τον αδελφό του και τη βοήθεια δυο αγνώστων πήγαν στο σπίτι της και αφού την ξυλοκόπησαν πήραν με τη βία μαζί τους τον μικρό Πέτρο. Το παιδί ακολούθησε με το ζόρι τον πατέρα του στην Πάτρα όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα. Στα γράμματα που έστελνε κρυφά το αγόρι στην μητέρα του, με τη βοήθεια του παιδιού ενός οικογενειακού τους φίλου, την παρακαλούσε να τον πάρει και πάλι μαζί της στην Αθήνα.

Η Οριγώνη ακολούθησε για μια ακόμη φορά τη δικαστική οδό. Αν και δεν έκανε μήνυση στον Μουτούση για τον ξυλοδαρμό της, διεκδίκησε την επιστροφή του γιου της στο σπίτι της.  Τελικά, τον  Απρίλιο του 1931 το δικαστήριο αποφάσισε να εγκατασταθεί  ο Πέτρος ως τρόφιμος στο κολλέγιο Ψυχικού, ώστε να τον επισκέπτονται και οι δύο γονείς του.

«Θα πεθάνεις»

ΘΕΑΤΡΟ

Ο επίλογος της ιστορίας, ωστόσο, δεν είχε γραφεί ακόμη. Το επόμενο επεισόδιο στο οικογενειακό σήριαλ παίχτηκε το απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου του 1931, έξω από το θέατρο Ολύμπια στην οδό Ακαδημίας, μετά το τέλος της συναυλίας του σπουδαίου πιανίστα Δημήτρη Μητρόπουλου. Η Μαργαρίτα Οριγώνη αγαπούσε τη μουσική έπαιζε και η ίδια πιάνο.

Μάλιστα,  είχε κάνει εμφανίσεις στο πλευρό του Μητρόπουλου. Εκείνο το απόγευμα είχε παρακολουθήσει τη συναυλία  μαζί με την κόρη της Σοφία και με φίλες της και την ώρα που έμπαινε στο αυτοκίνητο της την πλησίασε για να την χαιρετήσει ο δικηγόρος Γεράσιμος Βασιλάτος, ο οποίος τα χρόνια που είχαν προηγηθεί την είχε στηρίξει στην υπόθεση του διαζυγίου και της επιμέλειας των παιδιών της. Την ώρα, όμως, που ο δικηγόρος ετοιμαζόταν να φύγει ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί κι εκείνος έντρομος μπήκε στο αυτοκίνητο.

Ξαφνικά είδε τον Μουτούση να τον πλησιάζει και να τον απειλεί  κρατώντας ένα όπλο. «Θα πεθάνεις» του είπε και τον σημάδεψε στο κεφάλι. Ο δικηγόρος αντέδρασε και επιχείρησε να αφοπλίσει τον Μουτούση, χωρίς όμως  αποτέλεσμα. Ο Μουτούσης πυροβόλησε έξι φορές τραυματίζοντας τον Βασιλάτο. Λίγα λεπτά αργότερα παραδόθηκε στην αστυνομία και ισχυρίστηκε πως ο Βασιλάτος ήταν υπεύθυνος για την διάλυση της οικογένειας του. Μάλιστα, υποστήριξε πως μετά την γυναίκα του στόχο είχε βάλει την κόρη του Σοφία και αυτό δεν θα το επέτρεπε να γίνει.

Τον Οκτώβριο του 1932 ο Μουτούσης κάθισε στο εδώλιο,  κατηγορούμενος για την επίθεση σε βάρος του δικηγόρου. Οι μάρτυρες που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ήταν 308! Ο Μουτούσης ισχυρίστηκε πως δεν είχε προσχεδιάσει την επίθεση,  επιμένοντας πως περνούσε τυχαία από την περιοχή και πυροβόλησε εν βρασμώ ψυχής. Το θύμα, από την πλευρά του, έκανε λόγο για προσχεδιασμένη ενέργεια.

Η δίκη συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας και διεξήχθη μέσα σε μια ασφυκτικά γεμάτη δικαστική αίθουσα. Ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον του κόσμου και ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, μέσω του Τύπου, που οι δικαστές αποφάσισαν την απαγόρευση της δημοσίευσης των πρακτικών. Ο Μουτούσης δέχτηκε σφοδρή επίθεση, καθώς τον κατηγόρησαν πως επιχείρησε να έχει ευνοϊκή μεταχείριση γιατί ο αδελφός του ήταν δικαστής.

Μάλιστα, επικαλέστηκαν και μία επιστολή την οποία ο ίδιος είχε στείλει, το 1913, λίγο πριν το γάμο τους, στην Οριγώνη στην οποία της έγραφε: «Πού ήσουν χθες το βράδυ; Έμαθα πως ήσουν στην συναυλία. Μήπως σου έκαμε κανείς κόρτε; Πρόσεχε, έχω φίλους τους δικαστάς και θα σε δικάσω είκοσι χρόνια περίπου».  Ο Μουτούσης απάντησε πως στην επιστολή του μιλούσε ως ερωτευμένος άνδρας και δεν κυριολεκτούσε.

Αν και οι  ένορκοι έκριναν ένοχο τον Μουτούση για την κατηγορία της  απόπειρας ανθρωποκτονίας αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως, οι σύνεδροι τον απάλλαξαν. Τελικά, ο Μουτούσης  καταδικάστηκε  σε φυλάκιση τριών ημερών για παράνομη οπλοφορία και αφέθηκε ελεύθερος εξαγοράζοντας την ποινή του έναντι  30 δραχμών.