Πεδίο αντιπαράθεσης αποτέλεσε στη δίκη της Χρυσής Αυγής η διαδικασία αναγνώρισης κατηγορουμένων για την επίθεση στο σπίτι Αιγύπτιων αλιεργατών στο Πέραμα το 2012.
Ο αλιεργάτης Μοχάμεντ Αμπού Χαμαντ, από το βήμα του μάρτυρα αναγνώρισε ως δράστες της επίθεσης και τους τέσσερις κατηγορουμένους που βρίσκονταν στο εδώλιο, με την υπεράσπιση να αντιδρά υποβάλλοντας ενστάσεις περί πλήρους ακυρότητας της διαδικασίας οι οποίες ωστόσο απορρίφθηκαν.
Ο μάρτυρας αναγνώρισε τους Αναστάσιο Πανταζή, Μάρκο Ευγενικό, Θωμά Μαρία και Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο ενώ ο κατηγορούμενος Δημήτρης Αγριογιάννης δεν ήταν παρών, και το δικαστήριο διέταξε τη βίαιη προσαγωγή του.
Στην κατάθεσή του ο μάρτυρας περιέγραψε την κατάσταση του θύματος του ξυλοδαρμού, και συγκατοίκου του, Αμπουζίντ Εμπάρακ λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Ήταν τρεις το ξημέρωμα, κοιμόμασταν στο σπίτι ο Αχμέντ, ο Σαάντ, σε ένα δωμάτιο, εγώ και δύο ανίψια μου σε άλλο δωμάτιο. Άκουσα χτυπήματα, κουνιόταν το σπίτι σαν να γινόταν σεισμός… Ήταν χτυπήματα με ξύλα, στην πόρτα και τα παράθυρα. (…) Κατάλαβα ότι η Χρυσή Αυγή ήλθε να μας σκοτώσει».
Στο άκουσμα της τελευταίας πρότασης, μέλη του ακροατηρίου γέλασαν δυνατά, προκαλώντας την αντίδραση της προέδρου που απείλησε με αποβολή όποιου γελάει από την αίθουσα.
«Είχα ακούσει ότι υπάρχει η Χρυσή Αυγή που χτυπάει ξένους στην Ομόνοια, στην Καλλιθέα. Άνοιξα το παράθυρο μου και άρχισα να φωνάζω, είδα δέκα άτομα περίπου με μαύρες μπλούζες, με γράμματα μπροστά, μεγάλα γράμματα, “χρυσά”. Δεν διαβάζω Ελληνικά», συνέχισε ο μάρτυρας.
Πρόεδρος: Όλοι φοράγανε τις μπλούζες αυτές;
Μάρτυρας: Όλοι περίπου.
Πρόεδρος: Πώς ήταν αυτοί;
Μάρτυρας: Όλοι νεαροί, περίπου 20-25 χρονών, ένας μόνο ήταν πιο μεγάλος, κι ένας λίγο παχουλός, τα μαλλιά του ανοιχτόχρωμα. Κοντά μαλλιά είχαν. Την πρώτη φορά φοβήθηκα, και έκλεισα γρήγορα το παράθυρο. Όταν βγήκε η γειτονιά, άρχισα να πετάω πράγματα από το παράθυρο, τότε σαν να είδα μια κοπέλα.
Πρόεδρος: Πήγατε στο δωμάτιο του αδερφού σας;
Μάρτυρας: Όχι, έκλεισα το παράθυρο και έμεινα εκεί. Μετά είδα ότι το χωλ γέμισε με καπνό, δεν βγήκα, φοβήθηκα τη δύσπνοια. Είδαμε τον πυροσβεστήρα στο χωλ, τον πέταξαν μέσα στο σπίτι από το σπασμένο τζάμι της πόρτας.
(…)
Πρόεδρος: Πόση ώρα κράτησε αυτό μέσα στο σπίτι;
Μάρτυρας: Πέντε – δέκα λεπτά.
Πρόεδρος: Τα αδέλφια σας, τι έκαναν;
Μάρτυρας: Δεν έβλεπα, ήταν στο άλλο δωμάτιο, τους άκουγα να φωνάζουν να μην ανοίξουμε παράθυρα και πόρτες. Ήταν άσχημη μέρα.
Πρόεδρος: Αυτοί που ήταν έξω, τι λέγανε;
Μάρτυρας: Φωνάζανε, αλλά δε συγκράτησα κάτι, ήμουν σε κακή κατάσταση. Φώναζαν όλοι μαζί.