Όταν ο Αλέξανδρος Σιώκος άκουσε πυροβολισμούς και ουρλιαχτά στη στάνη του αδελφού του, στην κορυφή του Υμηττού, έσπευσε να δει τι συμβαίνει και τότε βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα φρικτό θέαμα.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Μέσα στη στάνη βρήκε νεκρό τον 45χρονο αδελφό του Ξενοφώντα και λίγα μέτρα μακριά του, μέσα σε μια λίμνη αίματος, το άψυχο κορμί μιας γυναίκας, της 42χρονης χήρας Λέλας Κοφινά. Ήταν 16 Αυγούστου του 1963…
Ο Σιώκος έτρεξε στην αεροπορική βάση που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση και μίλησε στον διοικητή, ο οποίος μαζί με έναν σμηνίτη πήγαν στη στάνη. Τα δυο θύματα βρίσκονταν σε απόσταση περίπου 25 μέτρων το ένα από το άλλο και είχαν δεχθεί πυροβολισμούς από καραμπίνα.
Ο διοικητής της αεροπορικής βάσης ειδοποίησε την αστυνομία και έθεσε υπό κράτηση τον Αλέξανδρος Σιώκο, καθώς ήταν και ο πρώτος ύποπτος για το διπλό φονικό. Ωστόσο, οι αρχές δεν άργησαν να ξεκαθαρίσουν πως ο αδελφός του θύματος δεν είχε σχέση με την υπόθεση και έστρεψαν τις έρευνες τους προς άλλες κατευθύνσεις. Η αρχική εκτίμηση ήταν πως ο τα δυο θύματα διατηρούσαν ερωτική σχέση και πως ο δράστης τους εντόπισε μαζί στη στάνη και τους πυροβόλησε.
Η αλήθεια, όμως, ήταν διαφορετική…
Οι αστυνομικοί επιχείρησαν να συνθέσουν τα κομμάτια που παζλ του εγκλήματος και όλα στα στοιχεία οδήγησαν στο συμπέρασμα πως ο δράστης πυροβόλησε από απόσταση 4-5 μέτρων. Τα ίχνη του αίματος «έδειξαν» πως αρχικά ο βοσκός τραυματίστηκε αλλά όρμησε πάνω στον δράστη για να του αρπάξει την καραμπίνα και τότε εκείνος του έδωσε την χαριστική βολή, πυροβολώντας τον σχεδόν εξ επαφής. Η χήρα έτρεξε για να ξεφύγει αλλά ο δολοφόνος την καταδίωξε και την αποτελείωσε.
Οι οικονομικές διαφορές και οι απειλές
Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν κρίσιμες για τις έρευνες και οδήγησαν στη σύλληψη του 40χρονου τεχνίτη της ΔΕΗ Πολυζώη Σπυριδάκη, ο οποίος από τις εφημερίδες της εποχής περιγράφεται ως «εργατοτεχνίτης, εργολάβος και έμπορος οικοδομών, μανιώδης κυνηγός και πατέρας πέντε παιδιών» που στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για φόνο. Όλοι οι μάρτυρες τον χαρακτήρισαν «θηριώδη» και «σατανικό».
Το πρώτο στοιχείο που οδήγησε την αστυνομία στο σπίτι του Σπυριδάκη στα Ιλίσια, ήταν ένα ανυπόγραφο γραμμάτιο 12.000 δραχμών που βρέθηκε σε μονοπάτι κοντά στη στάνη. Εκδότης φερόταν ο Σπυριδάκης και αποδέκτες τα δυο αδέλφια κτηνοτρόφων, Ξενοφών και Αλέξανδρος Σιώκος. Από την έρευνα προέκυψε πως και η Κοφινά γνώριζε τον Σπυριδάκη, καθώς στο παρελθόν διέμενε σε σπίτι ιδιοκτησίας του. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως διατηρούσαν ερωτική σχέση. Αυτό, όμως, που τράβηξε την προσοχή της αστυνομίας, ήταν πως η γυναίκα είχε εκμυστηρευτεί σε φίλους της γείτονες, πως ο Σπυριδάκης της χρωστούσε χρήματα και την απειλούσε.
Αρνιόταν να της επιστρέψει τα λεφτά με αποτέλεσμα να καυγαδίσουν πολλές φορές. Μάλιστα σε έναν καυγά ο Σπυριδάκης, σύμφωνα με μαρτυρίες, αποπειράθηκε να πνίξει την Κοφινά. Την παραμονή του εγκλήματος, η «όμορφη χήρα » επισκέφθηκε τον Σπυριδάκη στο σπίτι του, όπου και καυγάδισαν για μια ακόμη φορά και μετά τα ίχνη τους χάθηκαν. Σε έρευνα στο σπίτι του 40χρονου στα Ιλίσια βρέθηκε μια καραμπίνα, φυσίγγια και αποδείξεις με το όνομα της Κοφινά.
Μια από τις αποδείξεις είχε ημερομηνία 16 Αυγούστου, δηλαδή την ημέρα της δολοφονίας και σε αυτή αναφερόταν πως η ίδια δεν είχε καμία αξίωση από τον Σπυριδάκη, καθώς την είχε ξοφλήσει. Όπως προέκυψε, όμως, ο Σπυριδάκης είχε προηγούμενα και με τους δυο κτηνοτρόφους, καθώς -σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής- τρία χρόνια νωρίτερα, ένα από τα κυνηγετικά σκυλιά του επιτέθηκε στα πρόβατα τους και εκείνοι το σκότωσαν. Η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια και ο Σπυριδάκης τιμωρήθηκε με πρόστιμο 12.000 δρχ. το οποίο ουδέποτε έδωσε στα δυο αδέλφια, λέγοντας πως εκείνοι του χρωστούσαν.
Για την αστυνομία, ένα ακόμη αδιάσειστο στοιχείο ήταν ότι βρήκαν μέσα σε μια λεκάνη με νερό ένα πουκάμισο με αίμα, ενώ κηλίδες αίματος εντοπίστηκαν και σε παντελόνι του Σπυριδάκη ο οποίος και συνελήφθη. Ο Σπυριδάκης, ο οποίος επί 15 χρόνια ήταν εκκλησιαστικός επίτροπος στην ενορία του, αρνήθηκε κατηγορηματικά την εμπλοκή του στο διπλό φονικό, αλλά ο οδηγός του ταξί που τον μετέφερε την ημέρα του φονικού στον Υμηττό τον αναγνώρισε και το κατέθεσε στην αστυνομία. Ο ταξιτζής υποστήριξε πως πήρε από την πλατεία Κλαυθμώνος τον Σπυριδάκη ο οποίος κρατούσε ένα μεγάλο ορθογώνιο δέμα. Στο Σύνταγμα, είπε, παρέλαβαν και την «εξαδέλφη» του Λέλα Κοφινά και πήγαν κοντά στο σπίτι του στα Ιλίσια.
Ο Σπυριδάκης κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μετά γύρισε κρατώντας ένα δεύτερο δέμα και ένα παγούρι νερό. Όταν πέρασαν το μοναστήρι της Καισαριανής, όπως περιέγραψε ο ταξιτζής, άκουσε την Κοφινά να τον ρωτά που είναι τα άτομα με τα οποία, όπως της είχε πει, θα κανόνιζαν το χρέος του και εκείνος της απάντησε πως τους περιμένουν λίγο πιο πάνω στην πηγή.
Κανείς, όμως, δεν ήταν στο συγκεκριμένο σημείο και έτσι συνέχισαν τη διαδρομή τους ανεβαίνοντας στο βουνό. Όταν η Κοφινά και πάλι ανησύχησε, ο Σπυριδάκης την καθησύχασε λέγοντας «μην ανησυχείς θα πάρεις τα λεφτά σου… θα υπογράψουν τα γραμμάτια και αφού φτιάξουμε τη δουλειά, θα φάμε και θα γυρίσουμε με το δικό τους αυτοκίνητο». Ο ταξιτζής τους άφησε κοντά στην στάνη και επέστρεψε στην Αθήνα.
Με άγριες διαθέσεις
Τον Νοέμβριο του 1964 ο Σπυριδάκης κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου. Έξω από τα δικαστήριο οι συγγενείς του Αλεξ. Σιώκου τον περίμεναν με άγριες διαθέσεις και τον αποκάλεσαν «Λύκο του Υμηττού». Τον έφτυσαν και τον χαστούκισαν. Του επιτέθηκαν με τέτοια σφοδρότητα που έσπασαν οι χειροπέδες που φορούσε και χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να γλιτώσει.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο 40χρονος επιχείρησε να κλέψει τις εντυπώσεις και να κερδίσει την συμπάθεια των ενόρκων αλλά και του ακροατηρίου. Έκλαιγε, χτυπιόταν και λιποθυμούσε. Όταν, όμως, κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για το διπλό φονικό, έδωσε δεκατρείς (!) διαφορετικές εκδοχές. Αίσθηση προκάλεσαν, επίσης, οι μαρτυρίες ότι στο παρελθόν είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά την Λέλα Κοφινά και πως, όταν εκείνη δεν ενέδωσε, τη χτύπησε με μαστίγιο…
Και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν βίαιος με μια γυναίκα. Σοκαριστική ήταν ακόμη, η κατάθεση ενός 17χρονου εξαδέλφου του που αποκάλυψε, ενώπιον του δικαστηρίου, πως ο κατηγορούμενος είχε σκοτώσει μια θεία του στην Κρήτη, όταν εκείνη αρνήθηκε να υποκύψει στις ανήθικες προτάσεις του.
Όπως περιέγραψε ο 17χρονος, ο Σπυριδάκης είχε απειλήσει τη γυναίκα ότι θα τη σκοτώσει, λέγοντας της: «φεύγω τώρα για το αντάρτικο αλλά θα γυρίσω να σε σκοτώσω». Πράγματι, όπως είπε ο νεαρός, ο Σπυριδάκης επέστρεψε μετά από μερικούς μήνες και αφού κατηγόρησε τη γυναίκα ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών, με τη βοήθεια δύο ατόμων την έβγαλε με το ζόρι από το σπίτι της και την πυροβόλησε.
Στη συνέχεια, όπως κατέθεσε ο γιος της, τη βίασε μισοπεθαμένη. Ο ξάδερφος αποκάλυψε, ότι μεταπολεμικά ο Σπυριδάκης έμεινε στη φυλακή μόλις 7 μήνες και βγήκε με αμνηστία. «Ήθελα να σε βρω και να σε σκοτώσω, αλλά κρυβόσουν…», φώναξε ο νεαρός στο δικαστήριο στο Σπυριδάκη, ο οποίος δήλωσε θύμα, ισχυριζόμενος πως οι μάρτυρες έλεγαν ψέματα.
Όταν ήρθε η ώρα της απολογία του, ο κατηγορούμενος ομολόγησε τις δυο δολοφονίες με τον… δικό του τρόπο. «Πυροβόλησα από απόσταση 80 μέτρων. Ο Θεός όμως οδήγησε τα σκάγια μου μέχρι τη Λέλα. Ο Θεός οδηγεί…», είπε, με τους συνηγόρους του να ισχυρίζονται πως αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα και τους γιατρούς να καταθέτουν το αντίθετο, κάνοντας λόγο για «εκτέλεση των θυμάτων του».
Το δικαστήριο τον καταδίκασε στην εσχάτη των ποινών με το ακροατήριο να αποδέχεται την ετυμηγορία με χειροκροτήματα και τον πατέρα της Κοφινά να φωνάζει: «Θάνατος στο δολοφόνο του παιδιού μου».
Ο Σπυριδάκης, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, φαινόταν ψυχρός και αμετανόητος, ενώ λίγο αργότερα ξέσπασε σε κλάματα, δηλώνοντας πως θα ξεκινήσει απεργία πείνας χωρίς, ωστόσο, να κάνει πράξη την απειλή του. «Αυτό που έγινε είναι έξω φρενών. Η πατρίδα να σκοτώνει τα παλληκάρια της», είπε απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους. Ο Πολυζώης Σπυριδάκης εκτελέστηκε 4 χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1968.