Όταν ο αστυνομικός υπηρεσίας εντόπισε μέσα σε λάκκο, σε ένα δασάκι της Πάτρας, το άψυχο κορμάκι της 5χρονης Καίτης το πήρε στα χέρια του και έτρεξε στο νοσοκομείο ελπίζοντας πως το παιδί δεν είχε φύγει οριστικά.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Ήταν, όμως, ήδη αργά καθώς οι γιατροί περιορίστηκαν στη διαπίστωση του θανάτου της μικρής η οποία, όπως είπαν, στραγγαλίστηκε με άγριο τρόπο αφού προηγουμένως βασανίστηκε. Ήταν ανήμερα της γιορτής του παιδιού, στις 25 Νοεμβρίου του 1966. Το κοριτσάκι δολοφονήθηκε από την ερωμένη του πατέρα της, Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου, που θέλησε με αυτόν τον τρόπο να τον εκδικηθεί γιατί της ζήτησε να χωρίσουν.

Η γυναίκα μετά το έγκλημα παραδόθηκε στην αστυνομία ομολογώντας την δολοφονία του παιδιού. «Εστραγγάλισα την κόρη του εραστού μου. Πάρτε την από το δασάκι να την πάτε δώρο του πατέρα της, γιατί σήμερα γιόρταζε το κουκλάκι μου»,  είπε στους αστυνομικούς, έξω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου όπου τους περίμενε. Λίγα λεπτά αργότερα, η γυναίκα οδήγησε τους αστυνομικούς στο δασάκι όπου είχε παρασύρει νωρίτερα το παιδί όταν το πήρε, κρυφά, από το νηπιαγωγείο λέγοντας του ότι θα του έδινε γλυκά για την γιορτή του. Όπως θα περιέγραφε αργότερα ο αστυνομικός «η Γιαννοπούλου έστρεψε το βλέμμα της αλλού και κλαίγοντας είπε: «Ω Παναγία μου, τι έκανα». Η 24χρονη εξήγησε πως σκότωσε την μικρή γιατί ήταν η αδυναμία του 33χρονου εραστή της, Βασίλη Πατρινού, ο οποίος ήταν παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.

Το έγκλημα προκάλεσε σοκ  και έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες οι οποίες έκαναν λόγο για μια «γυναίκα ελευθέρων ηθών» που διέπραξε «Φρικαλέον έγκλημα εις τας Πάτρας».  Έξω από το αστυνομικό τμήμα, όπου κρατείτο, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να την αποδοκιμάσει την ώρα που την οδηγούσαν στον ανακριτή. Η 24χρονη, ενώπιον του ανακριτή, περιέγραψε με λεπτομέρειες πως οδήγησε το παιδί στο δασάκι και στη συνέχεια το έπνιξε. Όπως ανέφερε στην απολογία της διάλεξε ένα απόμερο σημείο και ζήτησε από τη μικρή να καθίσει κάτω. «Τότε τη ρώτησα: «Μ αγαπάς;» και το παιδί απάντησε «ναι». «Που είναι ο μπαμπάς σου;» ήταν η επόμενη ερώτηση, όπως περιέγραψε στην απολογία της η γυναίκα. «Είναι στο σπίτι, πάμε μαζί;», της είπε η μικρή. «Για να με κλωτσήσει όπως έκανε στο μαγαζί; Θα τον εκδικηθώ» απάντησε η 24χρονη στη μικρή και την έπιασε, όπως είπε, από το λαιμό. Σύμφωνα με την απολογία της όταν σταμάτησε να σφίγγει το λαιμό της μικρής, εκείνη ψιθύρισε:  «Θεία μου». Τότε η γυναίκα ρώτησε τη μικρή «πως σε λένε;» για να δει αν μπορεί να μιλήσει και εκείνη απάντησε «Καίτη…». «Την έπιασα και πάλι από το λαιμό… Όταν μελάνιασε την άφησα», ήταν η κυνική της ομολογία. «Αντί να σκοτώσω τον ίδιο, προτίμησα την κορούλα του για να τον κάνω να πονέσει περισσότερο», είπε.

Το αποτρόπαιο έγκλημα στάθηκε η αφορμή για να αποκαλυφθεί μια παράνομη σχέση, δυο ετών, μεταξύ της Μιχαλίτσας Γιαννοπούλου και του Βασίλη Πατρινού. Τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν στο παράνομο ζευγάρι με την 24χρονη να ισχυρίζεται πως ο Πατρινός την εξευτέλιζε και την εκμεταλλευόταν παίρνοντας της τα λεφτά και εκείνος να απαντά, πως επρόκειτο για μια περιπέτεια στην οποία όταν θέλησε να βάλει τέλος «τα βρήκε σκούρα», καθώς τον απειλούσε και φοβόταν μήπως του ρίξει βιτριόλι, κάτι που η γυναίκα είχε κάνει στο παρελθόν σε άλλο εραστή της. Μάλιστα, για την επίθεση με βιτριόλι η 24χρονη είχε καταδικαστεί σε 7μηνη φυλάκιση, με αναστολή.

st

Η «φόνισσα της Πάτρας» στο εδώλιο

Τρεις μήνες μετά το έγκλημα, στις 23 Φεβρουαρίου του 1967, η Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Πατρών. Η δικαστική αίθουσα ήταν κατάμεστη, στην πλειοψηφία τους νεαρές κοπέλες αλλά και ιερείς προσήλθαν στο δικαστήριο. Κόσμος είχε συγκεντρωθεί στους διαδρόμους του δικαστηρίου αλλά και στο δρόμο για να δει από κοντά και να αποδοκιμάσει «τη λέαινα», όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι. Οι Αθηναϊκές εφημερίδες καλύπτουν με εκτενή, πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ την πολύκροτη δίκη τόσο με ανταποκριτές, όσο και με απεσταλμένους τους και βαφτίζουν την νεαρή κατηγορούμενη «Φόνισσα της Πάτρας». Ενδεικτικό της έκτασης που είχε πάρει η υπόθεση είναι το γεγονός πως συνήγορος πολιτικής αγωγής ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος, τότε βουλευτής της  ΕΡΕ, ενώ συνήγορο υπεράσπισης στην κατηγορουμένη όρισε και η Ένωση Ελληνίδων Επιστημόνων.

Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ο εισαγγελέας της έδρας Λυμπέρης Παπανδρέου, έδωσε το στίγμα του όταν απευθυνόμενος στον πατέρα του θύματος, Βασίλη Πατρινό, τον κατακεραύνωσε  λέγοντας του: «Σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα είσαι κατηγορούμενος».

Ο Βασίλης Πατρινός ήταν ο πρώτος μάρτυρας κατηγορητηρίου και καταθέτοντας με ψυχραιμία, η οποία δημιούργησε αίσθηση, μίλησε για την γνωριμία του με την κατηγορουμένη λέγοντας πως  «η συγκεκριμένη γυναίκα, πριν από εκείνον, είχε σχέση με άλλο φίλο του ο οποίος πάλι είχε διαδεχθεί άλλον». «Πήγα να περάσω, για λίγο, το χρόνο μου μαζί της. Αργότερα, όμως, όταν προσπάθησα να σπάσω τα βρήκα σκούρα. Άρχισα να την φοβάμαι γιατί, όπως κατάλαβα, δεν λογάριαζε κανέναν . Έλεγε ότι «εμένα δεν με ρίχνουν άνδρες αλλά εγώ τους ρίχνω πρώτη», είπε στην κατάθεση του ο Πατρινός, υπογραμμίζοντας «Φοβόμουν τους εκβιασμούς της και το ενδεχόμενο να με βιτριολίσει πράγμα που είχε κάνει στο παρελθόν». Σε ερώτηση γιατί εκείνη επέμενε να διατηρήσουν το δεσμό τους, ενώ αυτός ήθελε να χωρίσουν, απάντησε ότι ενδεχομένως τον αγαπά και ότι στο έγκλημα την οδήγησε ο πληγωμένος της εγωισμός. Ο Πατρινός παραδέχτηκε πως, παρά το γεγονός ότι ήταν παντρεμένος, είχε εμφανιστεί στον πατέρα της 24χρονης ως αρραβωνιαστικός της και πως, κάθε φορά που η γυναίκα του απουσίαζε, την «είχε σπιτωμένη» να φροντίζει τα παιδιά του τα οποία την αποκαλούσαν «θεία».

Η 30χρονη Ελένη Πατρινού, μητέρα της αδικοχαμένης Καίτης, καταθέτοντας στο δικαστήριο, υποστήριξε πως έμαθε για τη σχέση του συζύγου της με την Γιαννοπούλου λίγο καιρό πριν το έγκλημα και πως δεν γνώριζε ότι την έφερνε στο σπίτι τους. «Προσπάθησα με το μαλακό να την πείσω να διακόψουν. Η σχέση του άνδρα μου με την Γιαννοπούλου δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Η κατηγορούμενη για το συμφέρον της είχε προσκολληθεί σαν στρείδι επάνω του. Αυτός άνδρας είναι και φταίει μόνον γιατί με τις σχέσεις του με μια τέτοια γυναίκα έβλαψε την οικογένεια του», είπε και ξέσπασε σε λυγμούς δείχνοντας στο δικαστήριο μια φωτογραφία της κόρης της. Μάλιστα, την παραμονή της δολοφονίας η Ελένη Πατρινού, όπως επιβεβαίωσε και ο αρμόδιος αστυνομικός, είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και κατήγγειλε ότι η Γιαννοπούλου παρενοχλούσε τον σύζυγο της.

Ο θείος της μικρής, Γιώργος Πατρινός, επέμεινε πως η κατηγορουμένη «Έκανε σχέσεις όχι από έρωτα αλλά από συμφέρον και όταν την εγκατέλειψε ο αδελφός μου προσχεδίασε το έγκλημα», ενώ ο συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης για να αντικρούσει τον ισχυρισμό του, έβγαλε από τον λαιμό της το μενταγιόν που φορούσε μέσα στο οποίο υπήρχε μια φωτογραφία του Πατρινού απόδειξη, όπως είπε, της αγάπης της γι’ αυτόν.

Η δεύτερη ημέρα της δίκης ήταν επεισοδιακή με τον Βασίλη Πατρινό να φωνάζει μέσα στη δικαστική αίθουσα «Να την τουφεκίσετε» και την Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου να απευθύνεται στους δικαστές λέγοντας «Θάνατο ζητάω» για να ακούσει τον εισαγγελέα να της απαντά: «Μπορείς να τον βρεις (το θάνατο), άμα τον θέλεις». Ωστόσο, το κλίμα είχε αρχίζει να αλλάζει και στα πηγαδάκια, στους διαδρόμους του δικαστηρίου, είχε αρχίσει να αποδοκιμάζεται και η συμπεριφορά του Πατρινού.

Οι γονείς και ο αδελφός της Γιαννοπούλου είπαν πως σε καμία περίπτωση δεν θεωρούσαν ότι ήταν ικανή να διαπράξει ένα τέτοιο έγκλημα. «Γιατί σκότωσε ένα αθώο κοριτσάκι;», ρώτησε τον πατέρας της κατηγορουμένης ο πρόεδρος και εκείνος με τη σειρά του, του απάντησε: «Τα αγαπούσε τα παιδιά, δεν ξέρω. Να την τουφεκίσετε». Ο άνδρας περιέγραψε στο δικαστήριο πως ο Πατρινός έκρυβε το γεγονός ότι ήταν παντρεμένος και πήγε στο σπίτι του σαν γαμπρός. Όπως είπε, όταν έμαθε ότι ήταν παντρεμένος,  επισκέφθηκε το σπίτι του και τον περίμενε αλλά η γυναίκα του ειδοποίησε την αστυνομία. «Έφυγα από το σπίτι του και τον βρήκα με την Μιχαλίτσα να πίνει ούζα. Του έδωσα μια και έφυγε».

Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν κι άλλα πρόσωπα που μίλησαν για την έκκλητη ζωή της κατηγορουμένης και την νοσηλεία της, όταν αρρώστησε από σύφιλη. «Είχε απασχολήσει από τα 16 της για υποθέσεις πορνείας» είπε ένας αστυνομικός. Ένας φίλος του Πατρινού αναφέρθηκε στην απειλή που, όπως είπε, εκτόξευσε σε βάρος του εραστή της την παραμονή του εγκλήματος. «Να ετοιμάσεις την κηδεία σου» του φώναξε, όταν εκείνος την έδιωξε, είπε ο άνδρας.

Η απολογία που καθήλωσε

Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας η Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου στάθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και άρχισε την αφήγηση της. Ξεκίνησε από τα 8 της χρόνια, όταν ο πατέρας της την έστειλε υπηρέτρια σε ένα πλουσιόσπιτο.  «Ήμουν πολύ κοντή δεν έφτανα στον νεροχύτη, έσπαγα τα πιάτα και με έδερναν. Έφυγα και γύρισα στο χωριό» είπε υποστηρίζοντας πως και πάλι, την έστειλαν σε άλλο σπίτι: «σε μια γριά και δεν μου άρεσε καθόλου. Από μικρή, μια μέρα καλή δεν είδα». Η 24χρονη ισχυρίστηκε πως, στο συγκεκριμένο σπίτι, γνώρισε έναν άνδρα ο οποίος την  έπεισε να μείνει μαζί του. «Μας έπιασε ο πατέρας μου στο κρεβάτι. Του είπε πως θα με παντρευτεί αλλά όλο το ανέβαλε και όταν ενηλικιώθηκα με πέταξε δίνοντας μου και παράσημο (σ.σ. το αφροδίσιο νόσημα). Δεν του έριξα βιτριόλι», είπε συμπληρώνοντας πως, επέστρεψε στο πατρικό της όπου δεν την ήθελαν και υποχρεώθηκε να φύγει και να πιάσει δουλειά σε εργοστάσιο. Αναφερόμενη στην σχέση  της με τον Πατρινό, ισχυρίστηκε πως στην αρχή δεν γνώριζε ότι ήταν παντρεμένος και στη συνέχεια, ότι υπήρξε θύμα του. Πήγε στο πατρικό της, όπως είπε, και τη ζήτησε σε γάμο αλλά όταν η ίδια πήγε στο σπίτι του είδε τη γυναίκα και τα παιδιά του. «Μου είπε πως είχε συμφωνήσει με τη γυναίκα του να χωρίσουν αλλά χρειαζόταν χρήματα και νόμιζε ότι είχα εγώ». Ο Πατρινός, όπως ισχυρίστηκε η 24χρονη, την υπέβαλε σε ακατανόμαστα μαρτύρια και εξευτελισμούς: «Με πήγαινε και με φίλους του για να μαζέψει τα λεφτά. Στο σπίτι του γνώρισα τη διαφθορά (…) Μου ζητούσε πράγματα φοβερά. Έσβηνε επάνω μου το τσιγάρο του. Με πήγαινε στους πελάτες και με παραφύλαγε μήπως κρύψω τα λεφτά. Με έβαζε να καπνίζω χασίς». Η κατηγορούμενη, κλαίγοντας, ισχυρίστηκε πως και η γυναίκα του έπαιζε μαζί της. «Ερχόταν και με έβλεπε στο δωμάτιο που έμενα και με παρακαλούσε να πάω να μείνω μαζί της. Το καλοκαίρι που έλειπε κοιμόμουν στο κρεβάτι της και φρόντιζα τα παιδιά της. Η γυναίκα του, μπροστά μου, τον ρώταγε πότε θα γίνει το δικαστήριο για το διαζύγιο και εκείνος απαντούσε: «να μαζέψουμε λεφτά πρώτα». Όπως ισχυρίστηκε, ο Πατρινός την είχε προσλάβει ως υπηρέτρια, στη  συνέχεια έκανε σχέση μαζί της, την εξέδιδε και της έπαιρνε τα χρήματα. Την υπέβαλε σε ακατανόμαστα μαρτύρια και εξευτελισμούς.

Η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε πως, η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν έμεινε έγκυος και του είπε πως θέλει να κρατήσει το παιδί. «Εκείνος μου έλεγε να το ρίξω και ότι θα με δηλώσει σε οίκο ανοχής. Τον κυνηγούσα τις τελευταίες ημέρες για να με πάει στο γιατρό και εκείνος με έδιωχνε», είπε ξεσπώντας σε λυγμούς και συμπλήρωσε απευθυνόμενη  στους ενόρκους, οι οποίοι άρχισαν να κλαίνε:«Δεν θέλω να με λυπηθείτε σκοτώστε με να ησυχάσω πια».

Η ημέρα του φονικού

Η Γιαννοπούλου έδωσε τη δική της εκδοχή για τις ώρες που προηγήθηκαν του εγκλήματος. «Την παραμονή πήγα στο μαγαζί του. Με χτύπησαν. Αυτός, η γυναίκα του και ο αδελφός του με κλώτσησαν στην κοιλιά. Έπαθα αιμορραγία». Το πρωί της μοιραίας ημέρας, είπε, πως τον περίμενε και όταν τον είδε με το αυτοκίνητο του, τον σταμάτησε και του ζήτησε να την πάει στο γιατρό. «Φύγε από εδώ καλιακούδα. Χαράς το μούλο σου, τα παιδιά μου είναι καλά», της απάντησε και έφυγε.

«Εκείνη την ώρα μου ήρθε η ιδέα για το παιδί του… Αν θέλετε πιστέψτε με, δεν φοβάμαι μη με σκοτώσετε. Το παιδί το πήρα για να το κρύψω, γιατί είπε το δικό μου μούλικο», είπε η γυναίκα. Ωστόσο, ισχυρίστηκε, πως δεν θυμόταν τίποτα από τη στιγμή της δολοφονίας. Μάλιστα, εξήγησε το γεγονός πως αρχικά ομολόγησε το έγκλημά της, λέγοντας πως στην αστυνομία την απείλησαν. «Τίποτα απ’ όσα λένε δεν είπα. Τα είχα χαμένα. Έτσι, δεν το σκότωσες, μου έλεγαν και εγώ έλεγα: ναι, ναι».

Η γυναίκα ισχυρίστηκε πως, κατάλαβε τι έγινε όταν είδε αίμα στα πόδια της καθώς εκείνη την ώρα απέβαλε, λόγω των χτυπημάτων που είχε δεχθεί την προηγούμενη ημέρα. «Τότε θυμήθηκα πως λίγο πριν κρατούσα την Καιτούλα. Έκλαιγα και γι’ αυτό έπλυνα το πρόσωπο μου και έστειλα να τηλεφωνήσουν στην αστυνομία». Όσο για τον Πατρινό; «Τον αγαπώ χωρίς να το θέλω», είπε η νεαρή κατηγορούμενη.

Καταπέλτης ο εισαγγελέας για το παράνομο ζευγάρι

Ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε από το δικαστήριο να επιβάλει στην Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου την ποινή του θανάτου. «Η Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου είναι εγκληματική φύσις, τούτο αποδεικνύει το πρόσφατο παρελθόν της όταν υπέστη δυο εκτρώσεις, συνουσιάζετο ενώ εγνώριζε ότι έπασχε από αφροδίσιον νόσημα και είχε προκαλέσει σωματικάς βλάβας εις άτομον με καυστικόν υγρόν», είπε ο εισαγγελικός λειτουργός στην αγόρευση του χαρακτηρίζοντας το έγκλημα «πρωτοφανές για τα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδας». Από τα πυρά του, ωστόσο, δεν ξέφυγε ούτε ο Βασίλης Πατρινός στον οποίο απέδωσε ηθική ευθύνη. Όπως είπε, καταλαβαίνει πως «ο πατέρας Πατρινός επλήγη δριμύτατα από το χαμό της κόρης του», ωστόσο τον αποκάλεσε «αισχρόν εγκληματίαν περί τον γάμον και ανάξιον να χαλιναγωγή τας γενετησίους ορμάς του». Για τον εισαγγελέα στόχος της κατηγορουμένης ήταν, κυρίως, η Ελένη Πατρινού την οποία «ήθελε να εκδικηθεί, γιατί αυτή ήταν και η μεγάλη της αντίπαλος». Η υπεράσπιση της κατηγορούμενης είχε ζητήσει να της αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά της μέτριας συγχύσεως και του βρασμού ψυχικής ορμής, ενώ προβλήθηκε και ο ισχυρισμός πως το έγκλημα ήταν απόρροια της ψυχολογικής διαταραχής, λόγω της αποβολής που είχε υποστεί η γυναίκα την προηγούμενη ημέρα.

Η ώρα της κρίσης για τη Γιαννοπούλου έφτασε μετά από ακροαματική διαδικασία τεσσάρων ημερών. Οι ένορκοι μετά από διάσκεψη 3 ωρών αποφάσισαν, κατά πλειοψηφία, να μην αναγνωρίσουν στη γυναίκα κανένα ελαφρυντικό. Ωστόσο, ομόφωνα εξέφρασαν «εντόνως την ευχή» να μην της επιβληθεί η ποινή του θανάτου, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, αλλά και γιατί αναγνώρισαν πως για την ηθική της εξουθένωση ευθύνη είχε και ο Βασίλης Πατρινός. «Η δε διαγωγή του προσέβαλε βαναύσως τον θεσμό του γάμου και της οικογένειας, η δε συμπεριφορά του έρχεται εις άμεσων αντίθεσιν προς τας ηθικάς αρχάς και τας βάσεις της ελληνοχριστικανικής κοινωνίας και οικογένειας», ανέφεραν στην απόφαση τους. Μόλις,  15 λεπτά κράτησε η διάσκεψη των δικαστών που έκριναν το έγκλημα ειδεχθές και τη Γιαννοπούλου επικίνδυνη για την δημόσια ασφάλεια. Ο εισαγγελέας συμφώνησε με την «ευχή των ενόρκων» να μην της επιβληθεί η θανατική ποινή και πρότεινε ισόβια.

Τελικά, η Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου άκουσε με απάθεια την απόφαση του δικαστηρίου που την καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 11.000 δραχμών για ηθική βλάβη στους γονείς της 5χρονης. Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί αποχώρησε ήσυχα από τη δικαστική αίθουσα και η 24χρονη, μιλώντας στους δημοσιογράφους που την πλησίασαν, είπε πως προτιμούσε να πεθάνει συμπληρώνοντας, ωστόσο: «Χαίρομαι γιατί εγώ θα είμαι στη φυλακή ενώ η οικογένεια Πατρινού θα βασανίζεται».