«Θα σας σκοτώσω και τους δύο» φέρεται να είπε ο 30χρονος δράστης στη 43χρονη Δώρα δύο περίπου ώρες προτού τη δολοφονήσει στο Αγρίνιο. Ο προφυλακισμένος Ανδρέας είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει δύο φορές την ημέρα της δολοφονίας με το θύμα του.

Σύμφωνα με το Mega και το «Live News», αρχικά, στις 10:00 το πρωί, είχε στείλει στη Δώρα SMS που ανέφερε: «Καλημέρα, μπορείς σήμερα να βρεθούμε για να μιλήσουμε για το δικαστήριο; Μην αρχίσεις πάλι να αρνείσαι. Όσο για τον σύντροφό σου, ξέρω τι παίζει μεταξύ σας. Πάρε με τηλέφωνο».

Ο 30χρονος δράστης δεν πήρε καμία απάντηση και στις 17:00 πήρε τηλέφωνο. Η Δώρα το σήκωσε κι εκείνος της είπε: «Θα σας σκοτώσω και τους δύο» αναφερόμενος στην ίδια και στον νέο σύντροφό της.

Δέκα λεπτά προτού βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον δολοφόνο της και μετά τις συγκεκριμένες επικοινωνίες, η Δώρα αποφάσισε να ενημερώσει τον δικηγόρο της λέγοντάς του «με απειλεί ότι θα με σκοτώσει».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Mega, τις προηγούμενες από τη δολοφονία ημέρες, υπήρχαν ολόκληρα «σεντόνια» μηνυμάτων του δράστη, που παρέμεναν αναπάντητα, στα οποία -μεταξύ άλλων- της έγραφε πως «για μένα έχεις πεθάνει».

Της έστησε καρτέρι

Στο βίντεο που παρουσιάζει το «Live News», ο 30χρονος καταγράφεται από κάμερα ασφαλείας να φτάνει 2 λεπτά πριν από τη Δώρα στο σημείο της δολοφονίας. Δεν φορά τσάντα, έχει το όπλο πιθανότατα στην τσέπη του.

Έχει στήσει καρτέρι στο θύμα του έξω από το αυτοκίνητό της. Γνωρίζει, δηλαδή, ότι η 43χρονη θα φτάσει οπωσδήποτε στο σημείο. Δύο λεπτά μετά φτάνει και το θύμα. Στρίβει από τον ίδιο δρόμο. Λίγο αργότερα θα πέσει νεκρή από τις σφαίες του πρώην συντρόφου της.

«Με πυροβόλησε ο Ανδρέας»

Αυτόπτης μάρτυρας και συμμαθητής του γιου της Δώρας περιγράφει τη σκηνή αμέσως μετά τον πυροβολισμό. «Είμαι μαθητής Α’ Λυκείου και μένω με την οικογένειά μου στην περιοχή. Στις 19:20 ήμουν με τους φίλους μου στην πιλοτή από το σπίτι της. Ξαφνικά άκουσα έναν δυνατό κρότο και αμέσως μετά ουρλιαχτά από γυναίκα. Σηκώθηκα να βγω προς τον δρόμο και είδα έναν άνδρα να τρέχει χωρίς να κοιτάει πίσω.

Φορούσε μαύρα ρούχα και στο κεφάλι την κουκούλα από την μπλούζα του. Του φώναξα, αλλά δεν γύρισε πίσω. Γύρισα το κεφάλι μου προς την οδό Παπαγιάννη, στην αντίθετη, ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Στην αρχή έβλεπα μόνο τα πόδια της και όταν πλησίασα την είδα ολόκληρη και την αναγνώρισα, γιατί πηγαίναμε με τον γιο της μαζί στο σχολείο. Τη ρώτησα τι έγινε και εκείνη με τρεμάμενη φωνή μού είπε “με πυροβόλησαν, με πυροβόλησαν”.

Είχαν έρθει και άλλοι εκεί γύρω και κάποιος ρώτησε ποιος το έκανε. Η κυρία Δώρα απάντησε “Αντρέας, Αντρέας” και όταν την ξαναρώτησαν το επώνυμο τους είπε. Κάποιος κάλεσε το ΕΚΑΒ και έμεινα κι εγώ εκεί και προσπαθούσα να την ηρεμήσω. Έπειτα από λίγο ήρθε η ΔΙ.ΑΣ. και είπα όλα αυτά και περίμενα εκεί».

Τι έκανε ο δράστης μετά τη δολοφονία

Μισή ώρα αφού έχει δολοφονήσει τη Δώρα καταγράφεται και πάλι από κάμερα. Έχει παρκάρει το αυτοκίνητο, έχει πάει στο σπίτι του και έχει πάρει ένα σακίδιο, το οποίο πλέον φορά. Κάνει μια διαδρομή μέσα σε πυκνή βλάστηση και περνά το βράδυ του σε ένα ξωκλήσι.

Το πρωί γνωρίζει πως αν πάει από τον δρόμο θα αναγνωριστεί και γι’ αυτό επιλέγει ακόμη και να βουτήξει στη λίμνη για να μεταβεί στο σημείο όπου τελικά βρέθηκε. Οι κινήσεις του αυτές δεν δείχνουν άνθρωπο που προσπαθεί να βάλει τέλος στη ζωή του, αλλά περισσότερο με κάποιον που προσπαθεί να εξασφανιστεί.