Ένας από τους πρωτεργάτες της φωτογραφίας έβαλε σκοπό να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά στην απεικόνιση της μόδας, περιβάλλοντάς τη πια με τις απαραίτητες δόσεις αισθητικής και καλλιτεχνικής αξίας. Ο λόγος για τον σπουδαίο γερμανο-αυστραλό φωτογράφο Χέλμουτ Νιούτον, τον πρωτοποριακό καλλιτέχνη που με αιχμή του δόρατος τον αισθησιασμό, την πρόκληση και το σκάνδαλο σόκαρε το παγκόσμιο κοινό κάνοντας στην πορεία την εμπορευματοποιημένη φωτογραφία μόδας τέχνη. «Ορισμένοι φωτογράφοι κάνουν τέχνη. Εγώ δεν ανήκω σε αυτούς. Εγώ είμαι απλώς ένας μισθωμένος εκτελεστής», συνήθιζε να λέει περιπαικτικά ο Χελμουτ Νιούτον απαντώντας στους επικριτές του, καθώς το χιούμορ, ένα από τα βασικά συστατικά της δουλειάς του, ήταν και πυλώνας της προσωπικότητάς του. Ο άνθρωπος που μπόλιασε ιδανικά το σεξ, το χιούμορ και τη βία στη στουντιακή φωτογραφία αναγνώρισε κοινές θεματικές στην επικράτεια της μόδας, του χρήματος και της εξουσίας και κριτίκαρε χωρίς έλεος τη διαφήμιση και τους εμπορευματοποιημένους καιρούς μας, μιλώντας ανοιχτά (φωτογραφικά δηλαδή) για την εκμετάλλευση του γυναικείου γυμνού, θυσία στον βωμό του άκρατου καταναλωτισμού. Η καινοτόμα δουλειά του θα τον έφερνε βέβαια στον θρόνο του κόσμου της φωτογραφίας, καθώς η δημιουργία των ιδιοσυγκρασιακών κάδρων του αποκάλυπτε πάντα το καλλιτεχνικό του όραμα: την ευθεία μάχη με την πρόκληση και τη χυδαιότητα, έστω κι αν πρέπει να τις υιοθετήσεις στις εικόνες σου. «Λατρεύω τη χυδαιότητα», έλεγε, «με έλκει αφάνταστα η κακογουστιά, που τη θεωρώ πιο διεγερτική από το καλό γούστο, το οποίο στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά τυποποίηση του βλέμματος». Τελικά ο Νιούτον κατέρριψε όλους τους περιορισμούς της φωτογραφίας διατρέχοντας με αξιοσημείωτη άνεση τα είδη της, καθώς γι’ αυτόν σύνορα η τέχνη δεν έχει: «Στο λεξιλόγιό μου η λέξη τέχνη είναι μια πρόστυχη, βρόμικη λέξη», δήλωνε ο πάντα προκλητικός Νιούτον, οι ριζοσπαστικοί πειραματισμοί του οποίου με το μέσο έφτασαν να διευρύνουν τη γραμματική και το συντακτικό της φωτογραφίας διαρρηγνύοντας έτσι τα όρια του σύγχρονου οπτικού πολιτισμού μας. «Δεν έχω οργιώδη φαντασία, τα πάντα που φωτογραφίζω είναι αληθινά. Κάθε σκηνή που στήνω ανήκει στη σκληρή πραγματικότητα των πλουσίων», τόνιζε ο δαιμόνιος φωτογράφος που λάτρεψε όσο κανείς τις γυναίκες, κάνοντας πολλούς κριτικούς τέχνης να μιλούν για πραγματική εμμονή του καλλιτέχνη με το γυμνό γυναικείο σώμα. Ο ίδιος ποτέ δεν το αρνήθηκε αυτό και απεναντίας το προσυπέγραφε: «Πάντα μου άρεσαν οι δυνατές γυναίκες, σωματικά και πνευματικά, γιατί νιώθω ασφαλής. Οι ντροπαλές γυναίκες με ανατριχιάζουν. Η μητέρα μου ήταν πολύ δυνατή όταν έπρεπε να σώσει την οικογένειά της από τους Ναζί». Κι έτσι η αποθέωση της γυναικείας γυμνότητας ποτέ δεν βρήκε καλύτερη αποτύπωση από τις εικαστικές παραστάσεις του Νιούτον, εκεί δηλαδή που το σώμα μετατρέπεται σε γλυπτό και γίνεται αιχμή του δόρατος μιας ακούραστης κριτικής στη μοντέρνα καταναλωτική εποχή μας… Πρώτα χρόνια Ο Χέλμουτ Νιούτον γεννιέται ως Helmut Neustadter στις 31 Οκτωβρίου 1920 στο Βερολίνο της Γερμανίας μέσα σε αστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής: ο πατέρας του είχε μια μονάδα παρασκευής κουμπιών και παρείχε στην οικογένειά του άνετη ζωή. Ο μικρός Χέλμουτ φοιτεί σε ιδιωτικά σχολεία του Βερολίνου, αν και δεν έχει καμία διάθεση να μάθει γράμματα. Είχε πέσει στα χέρια του η πρώτη του φωτογραφική μηχανή ήδη από την ηλικία των 12 ετών και μαγεύτηκε να βλέπει τον κόσμο μέσα από το βιζέρ. Εγκατέλειψε έτσι το μόνο σχολείο (Αμερικανικό Σχολείο) που δεν τον είχε διώξει και έβαλε σκοπό να γίνει φωτογράφος. Η προσκόλλησή του στα κορίτσια και τη φωτογραφία δεν του άφηνε μυαλό για γράμματα! Κατάφερε μάλιστα να τρυπώσει το 1936 στο ατελιέ της φημισμένης φωτογράφου μόδας Else Simon (γνωστή στα πέρατα του κόσμου ως Yva), στο πλάι της οποίας διδάχθηκε όλα τα μυστικά της τέχνης. Ήταν όμως τα ζοφερά χρόνια της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία και η μοίρα είχε τις δικές της βουλές για την εβραϊκή οικογένεια: ο πατέρας του δεν μπορούσε να λειτουργεί πια την επιχείρησή του και το 1938 κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήταν λοιπόν ώρα όσοι γλίτωσαν να εγκαταλείψουν τη ναζιστική Γερμανία: οι συγγενείς του καταφεύγουν στη Χιλή και περιμένουν να συμπληρώσει ο έφηβος Χέλμουτ το 18ο έτος της ηλικίας του ώστε να μπορεί να βγάλει διαβατήριο. Καταρρακωμένος αυτός από τη δολοφονία της εβραίας Yva από τα τάγματα εφόδου των ναζί την ίδια χρονιά (1938), παίρνει παραμάσχαλα τις δύο φωτογραφικές μηχανές του και ακολουθεί τα καραβάνια των προσφύγων του ναζιστικού καθεστώτος. Αντί για τη Χιλή όμως αποβιβάζεται στη Σιγκαπούρη. Μαγεμένος από το εξωτικό τοπίο, αποφασίζει να μη συνεχίσει το ταξίδι μέχρι τη Λατινική Αμερική και να παραμείνει εκεί. Και πράγματι βρίσκει δουλειά ως φωτορεπόρτερ στην εφημερίδα «Straits Times»… Καριέρα Μόλις όμως δύο βδομάδες αργότερα θα τον πετάξουν εκτός δουλειάς! Τότε είναι που βρίσκει τον φύλακα-άγγελό του, μια ευκατάστατη ηλικιωμένη γυναίκα (Josette) που τον παίρνει υπό την προστασία της. Ο Χέλμουτ άνοιξε στη Σιγκαπούρη το πρώτο του φωτογραφικό στούντιο (το «Marquis»), αν και οι δουλειές μόνο καλά δεν πήγαιναν. Η μοίρα επιφύλασσε όμως κι άλλους διωγμούς για τον ίδιο. Το 1940 οι βρετανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις του νησιού τον χαρακτήρισαν «επικίνδυνο μετανάστη» (ήταν γερμανικής καταγωγής, μην το ξεχνάμε) και τον ξαπέστειλαν σε στρατόπεδο εργασίας στην Αυστραλία. Αφού πέρασε δύο χρόνια στο στρατόπεδο, μοναδική διέξοδος ήταν να καταταγεί στον αυστραλιανό στρατό καταμεσής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως και έκανε τελικά για να γλιτώσει από τον εγκλεισμό, υπηρετώντας ως οδηγός φορτηγού καθ’ όλη τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου. Μετά το τέλος των αιματοβαμμένων συγκρούσεων, πήρε την πολυπόθητη αυστραλιανή υπηκοότητα, αλλάζοντας το όνομά του από Neustadter σε Newton. Την επόμενη χρόνια, το 1946, ίδρυσε το πρώτο του φωτογραφικό ατελιέ στη Μελβούρνη, με σκοπό να εργαστεί στον χώρο της μόδας και της στουντιακής φωτογραφίας. Το 1948 παντρεύεται την αυστραλή ηθοποιό και μοντέλο June Browne, γνωστή με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο June Brunell, στο πλάι της οποίας θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Αξιόλογη φωτογράφος και η ίδια, θα γινόταν γνωστή ως Alice Springs και το φωτογραφικό αντρόγυνο θα έκανε πολλές δουλειές παρέα, επηρεάζοντας ο ένας τη δουλειά του άλλου. Πρώτος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του ήταν το 1953, όταν πήρε μέρος στην ομαδική έκθεση «New Visions in Photography», που θα του φέρει μια πρώτη φήμη. Την ίδια χρονιά θα ξεκινήσει τη μακρά συνεργασία και φιλία του με τον επίσης εβραιογερμανό εμιγκρέ Henry Talbot, μετονομάζοντας το ατελιέ του σε «Helmut Newton-Henry Talbot». Το καλό όνομα που απέκτησε αυτή την περίοδο θα εξαργυρωθεί το 1956, όταν οι πρώτες του φωτογραφίες μόδας θα φιλοξενηθούν στο αυστραλιανό ένθετο της Βρετανικής Vogue. Η καινοτόμα ματιά του θα τον φέρει αμέσως στο Λονδίνο, με αποκλειστικό ετήσιο συμβόλαιο με τη Vogue Βρετανίας! Ο ίδιος, πάντοτε τελειομανής, διέκοψε τη συνεργασία με το φημισμένο περιοδικό πριν το τέλος του συμβολαίου και μετακόμισε στο Παρίσι, όπου δούλεψε για λογαριασμό γαλλικών και γερμανικών περιοδικών μόδας. Επέστρεψε κάποια στιγμή στη Μελβούρνη, αν και η παγκόσμια φήμη του πια θα τον έφερνε για άλλη μια φορά στο Παρίσι (1961), παρά το συμβόλαιό του με την Αυστραλιανή Vogue. Στην Πόλη του Φωτός θα δουλέψει εκτεταμένα για τη Γαλλική Vogue και θα αναπτύξει το ιδιαίτερο φωτογραφικό λεξιλόγιό του με τα προκλητικά γυμνά του ενδεδυμένα μόνο με την αισθητική αρτιότητα του φακού του. Περιζήτητος στα γαλλικά αρχικά αλλά αργότερα σε όλα τα περιοδικά μόδας του πλανήτη, η πρωτοποριακή ματιά του στη στουντιακή φωτογραφία δεν έγινε δεκτή χωρίς σφοδρές αντιδράσεις και βιτριολικές επικρίσεις. Κάποιοι θεωρούσαν τη δουλειά του πορνογραφία και μάλιστα σαδομαζοχιστική, με τα προχωρημένα εικαστικά κάδρα του να πυροδοτούν συχνά θύελλα αντιδράσεων. Η εκκεντρικότητα των παραστάσεών του βρήκε όμως μια μεγάλη αγκαλιά στις διάφορες εκδόσεις της Vogue αλλά και σε πολλά ακόμα περιοδικά, από τα οποία ξεχωρίζουν τα Harper’s Bazaar, Vanity Fair, Nova, Queen, Marie-Claire, Elle, ακόμα και το Playboy. Ταυτοχρόνως, εκδίδει σε τακτά διαστήματα λευκώματα με τα δίμετρα γυμνά του («White Women», «Sleepless Nights» και «Big Nudes») και κάνει προσωπικές εκθέσεις φωτογραφίας. Είναι πλέον το βαρύ πυροβολικό στην επικράτεια της φωτογραφίας μόδας, ο άνθρωπος που απέδειξε περίτρανα ότι μπορείς να κάνεις τέχνη ακόμα και μέσα στην εμπορευματοποιημένη εφαρμοσμένη φωτογραφία… Σπουδαιότερες δουλειές Ήταν το 1976 όταν κυκλοφόρησε το λεύκωμά του «White Women» με τα γυμνά μοντέλα σε περίεργες -αν και αισθητικά άψογες- πόζες, το έργο που θα άλλαζε μια για πάντα δηλαδή το πώς απεικονίζονταν οι γυναίκες στις σελίδες των περιοδικών μόδας. Η σειρά των φωτογραφιών έθεσε νέα πρότυπα στον χώρο και υιοθετήθηκε από όλους, σηματοδοτώντας ταυτοχρόνως την αλλαγή του ρόλου της γυναίκας στη δυτική κοινωνία. Σειρά είχε το 1981 το λεύκωμα που θα τον έστελνε στην κορυφή, ένα ορόσημο στον κόσμο της φωτογραφίας που μας χάρισε τις γνωστότερες φωτογραφίες του μέσα από τις οποίες τον ξέρουμε πια όλοι: το «Big Nudes» παρουσίαζε μοντέλα σε αισθησιακές πόζες εκτός στούντιο, συχνά έξω στον δρόμο, κάτι το πρωτάκουστο τότε! Η αντισυμβατική ματιά του έμελλε να γίνει και πάλι σταθμός στον χώρο της φωτογραφίας μόδας, κάτι που έβγαλε τελικά μοντέλα και φωτογράφους του κόσμου εκτός στούντιο. Αυτό το λεύκωμα εγκαθίδρυσε τον Νιούτον στον θρόνο του, ως ο σπουδαιότερος φωτογράφος μόδας που πέρασε ποτέ από τον λαμπερό κόσμο του modeling. Αυτός βέβαια ήξερε πάντα ότι ήταν πολλά περισσότερα από φωτογράφος μόδας… Βραβεία και επιτεύγματα Ο σπουδαίος φωτογράφος τιμήθηκε εκτεταμένα στην καριέρα του για τη ρηξικέλευθη ματιά του και το επαναστατικό του έργο. Έλαβε το γερμανικό βραβείο Kodak Award for Photographic Books και το 1976 τιμήθηκε με το Best Photography Award από τον ιαπωνικό θεσμό Art Director’s Club. Το 1977 απέσπασε το American Institute of Graphic Arts Award και το 1999 το περιοδικό Life Magazine του εμπιστεύτηκε το Life Legend Award for Lifetime Achievement in Magazine Photography… Τελευταία χρόνια Το 1970, ο Νιούτον υπέστη έμφραγμα στη Νέα Υόρκη και πέρασε καιρό στο νοσοκομείο. Πλέον ήταν αναγκασμένος να κόψει ρυθμούς στη δουλειά του και να περιορίσει τις μετακινήσεις του. Τώρα μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Λος Άντζελες και Μόντε Κάρλο, έχοντας δει ωστόσο το πρωτοποριακό του έργο να αναγνωρίζεται ευρέως. Τα τολμηρά και ξεχωριστά χαρακτηριστικά της δουλειάς του προκάλεσαν το ενδιαφέρον του κόσμου της τέχνης, ιδιαίτερα μετά την αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού τον χειμώνα του 1985: οι ασπρόμαυρες εικόνες του μαγνήτισαν την προσοχή κριτικών και κοινού. Κάθε ερωτική φωτογραφία του έκρυβε και μια μικρή, βίαιη και φορτισμένη ιστορία πάθους. Έχοντας αγγίξει καθεστώς μύθου πια, ο Χέλμουτ Νιούτον έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιανουαρίου 2004 στο Λος Άντζελες, όταν υπέστη άλλο ένα καρδιακό επεισόδιο την ώρα που οδηγούσε το αυτοκίνητό του. Η Κάντιλακ προσέκρουσε στον τοίχο του περίφημου ξενοδοχείου της Sunset Boulevard «Chateau Marmont Hotel», όπου διέμενε εδώ και χρόνια. Η τέφρα του επέστρεψε στη γενέτειρά του το Βερολίνο και τοποθετήθηκε δίπλα στη γερμανίδα ντίβα Μάρλεν Ντίτριχ… Και κάτι ακόμα: ήταν αλήθεια ότι ο σπουδαιότερος φωτογράφος μόδας που πέρασε ποτέ από τη Γη έπασχε από αχρωματοψία! Τα έντονα κοντράστ των ασπρόμαυρων φωτογραφιών του και τα ζωηρότατα χρώματα της έγχρωμης δουλειάς του είχαν σαφώς να κάνουν με την ανωμαλία αυτή της όρασής του. Το Ίδρυμα Χέλμουτ Νιούτον (Helmut Newton Foundation) για τη διατήρηση της κληρονομιάς του άνοιξε τις πύλες του στο Βερολίνο έξι μήνες μετά τον αιφνίδιο χαμό του μεγάλου καλλιτέχνη… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr