Μοναδικός και ιδιοσυγκρασιακός, ο Γιώργος Τσιτσόπουλος υπηρέτησε τη θεατρική και κινηματογραφική σκηνή με την ίδια συνέπεια, ήθος και υπευθυνότητα όπως ακριβώς και την προσωπική του ζωή. Αν και ο ίδιος υποστήριζε ότι το θέατρο είναι πολύ πιο γνήσιο από τη ζωή! Αλλά και ότι κάθε φορά που ανέβαινε στο σανίδι, προσέγγιζε ακόμα και τον πιο μικρό ρόλο με φόβο και δέος, νιώθοντας ότι έπρεπε να ξεπεράσει τα μικρά της καθημερινότητας ώστε να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Και να εκφραστεί μάλιστα με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο! Άλλος ένας μεγάλος θεατρικός ηθοποιός που γνώρισε το πλατύ κοινό από τους δεύτερους ρόλους του στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, περιοριζόμενος δηλαδή στη γνώριμη τυποποίηση που τόσο αγαπούσαν οι δημιουργοί. Εκείνος όμως είχε βγάλει τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όντας ένας από τους πρώτους μαθητές του Κουν, και ξεκίνησε τη σκηνική του πορεία με πάταγο, ως μέλος του μεγάλου θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη (1955). Κατόπιν έπαιζε με τα ιερά τέρατα του νεοελληνικού θεάτρου, με τον Μινωτή και την Παξινού, ενώ αργότερα θα συνεργαζόταν με τον Ευαγγελάτο στο Εθνικό, τον Μιχαηλίδη στο Ανοιχτό Θέατρο και με πλήθος ακόμα εκλεκτών σχημάτων, ερμηνεύοντας αριστουργηματικά Σαίξπηρ, Γκόρκι, Λόρκα, Καμπανέλλη κ.ά. Όλα αυτά θα υποχωρούσαν βέβαια κάτω από το βάρος της βαριάς κινηματογραφικής οθόνης, εκεί που ένας άλλος Τσιτσόπουλος θα πλαισίωνε τους πρωταγωνιστές μένοντας εν πολλοίς στο περιθώριο των σκηνών. Παρά τις 43 ταινίες που είχε στο ενεργητικό του δηλαδή και τους χαρακτηριστικούς ρόλους, απόλυτα ταιριαστοί με την ιδιοσυγκρασία του. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, έφαγα πολύ πεπόνι!». Ποιος δεν θυμάται την ατάκα στην «Αλίκη στο Ναυτικό» με την οποία έγινε νωρίς-νωρίς γνωστός κινηματογραφικά αυτός «ο μεγάλος δεύτερος» που έλεγε ισοβίως ότι «κάνω θέατρο, δεν παίζω ρόλους». Και ήταν ακριβώς από αυτή τη μεγάλη ευθύνη που ένιωθε στη σκηνή και τα πλατό που θα καθιερωνόταν υποκριτικά και θα έγραφε μακρά καριέρα κοντά μισό αιώνα, μιας και ως καλλιτέχνης ήταν πάντα ανήσυχος. Ένα πράγμα δεν άντεχε ο Τσιτσόπουλος, την προχειρότητα, στην οποία δεν παραχώρησε ποτέ ούτε σπιθαμή! Ήπιων τόνων και σεμνός, άφησε μεγαλύτερη κληρονομιά στο θέατρο παρά στο πανί, μιας και στο σανίδι βίωνε το ίδιο άγχος από την πρώτη του παράσταση ως και την τελευταία, λες και ήταν πάντα ένας πρωτόβγαλτος ηθοποιός που στεκόταν με δέος απέναντι στο κείμενο. «Οι ρόλοι που παίζω δεν ανήκουν σε μένα, αλλά στο θέατρο», έλεγε σχετικά, «πέρα από μένα, πάνω από μένα, υπάρχει το θέατρο. Αυτό που κάνουμε πρέπει να το τιμά και όχι να το υποβαθμίζει. Και ας μην έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας! Ας κάνουμε απλά καλά τη δουλειά μας». Αυτός ήταν ο Τάκης της «Αλίκης στο Ναυτικό» που ξημεροβραδιαζόταν στον θάλαμο γιατί είχε βαρυστομαχιάσει από το πολύ πεπόνι! Ένας κόντρα και φτωχός ρόλος ήταν γι’ αυτόν όσα τον έβαζαν να παίξει στο σινεμά…
Πρώτα χρόνια
Μεγάλη καριέρα… σεμνά και ταπεινά
Από τη διαδρομή του στη μεγάλη οθόνη ξεχωρίζουν οι μικροί αλλά χαρακτηριστικοί του ρόλοι στις ταινίες «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Οι Γαμπροί της ευτυχίας» (1962), «Κάτι να καίει» (1964), «Ο ξυπόλητος πρίγκηψ» (1966), «Νύχτα γάμου» (1967), «Γαμπρός από το Λονδίνο» (1967), «Ξύπνα Βασίλη» (1969), «Η Παριζιάνα» (1969) κ.ά. Αξέχαστος είναι επίσης και στην ταινία «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), εκεί που ως εφοπλιστής είναι έτοιμος να παντρευτεί την Αλίκη, πριν εκείνη μεταμορφωθεί σε Πίπη. Άλλοτε πονηρός αρραβωνιαστικός, άλλοτε κακομαθημένος γιος και συχνότατα πιστός φίλος και καλόκαρδος νέος, ο Τσιτσόπουλος άφησε παρακαταθήκη μια σειρά από μικρούς μεν, ιδιαίτερους δε ρόλους.