«Για μένα, ζωή χωρίς φόνο είναι σαν ζωή χωρίς φαγητό για σας. Νιώθω σαν να είμαι ο πατέρας όλων αυτών των ανθρώπων, αφού ήμουν εγώ αυτός που τους άνοιξε την πόρτα για έναν άλλο κόσμο», έλεγε παντελώς ατάραχος ο μοχθηρός «δολοφόνος της σκακιέρας» παγώνοντας για άλλη μια φορά το ακροατήριο του δικαστηρίου. Ο αιμοδιψής κατά συρροή φονιάς της Ρωσίας, ένας άλλος Αντρέι Τσικατίλο δηλαδή, είχε βάλει σκοπό στη ζοφερή ζωή του να σκοτώσει 64 ανθρώπους, όσα και τα μαυρόασπρα τετραγωνάκια της σκακιέρας κοντολογίς. Όταν τον έπιασαν, εκείνος ήξερε ότι τα θύματά του είχαν φτάσει στις 61 ψυχές. Μόλις τρεις του έλειπαν για να ολοκληρώσει το μαύρο έργο της εξίσου μαύρης ζωής του, αν και οι αστυνομικές αρχές βρήκαν αποδείξεις για «μόλις» 48 φόνους, όσους και καταδικάστηκε τελικά. Μόνο που ο Αλεξάντερ Πιτσούσκιν δεν θα μπορούσε κατά κανέναν τρόπο να κάνει λάθος στην καταμέτρησή του, καθώς το πλάνο του ήταν καλοσχεδιασμένο, άρτια εκτελεσμένο και τέτοια σφάλματα δεν χωρούσαν. Έστω κι αν αργότερα αποκάλυψε ότι θα συνέχιζε να σκοτώνει αν δεν τον είχαν συλλάβει, κάνοντας το σκάκι να μοιάζει απλό άλλοθι στον δολοφονικό ψυχισμό του. Ο Πιτσούσκιν λάτρευε δύο και μόνο δύο πράγματα σε αυτό που αποκαλούσε ζωή: το σκάκι και τους φόνους. Μανιακός με το επιτραπέζιο, ο αμετανόητος serial killer υποστήριζε ότι το να σκοτώνει κανείς είναι σαν να ερωτεύεται: «Η πρώτη δολοφονία είναι σαν τον πρώτο έρωτα. Σου μένει αξέχαστη», θυμόταν χρόνια μετά για τον πρώτο του φόνο, όταν ως δεκαοχτάχρονος έφηβος σκότωσε το αγόρι μιας κοπέλας που ποθούσε. Ακόμα δεν είχε συλλάβει βέβαια το ανατριχιαστικό σχέδιο με τους φόνους τους σκακιέρας, όταν και θα στρεφόταν στα νέα θύματά του, τους αστέγους της Ρωσίας κατά βάση, οι οποίοι με ένα μπουκάλι βότκα ήταν διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν όπου εκείνος ήθελε. Και εκείνος ήθελε στον άλλο κόσμο…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλεξάντερ «Σάσα» Πιτσούσκιν γεννιέται στις 9 Απριλίου 1974 στη Μόσχα ως ένα κοινωνικότατο παιδάκι, όπως τον θυμούνταν τουλάχιστον οι γείτονες να είναι στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Όλα έμελλε βέβαια να αλλάξουν σε τρυφερή ηλικία, όταν ο μικρός Σάσα έπεσε από την κούνια του και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Οι ειδικοί εκτίμησαν χρόνια αργότερα ότι αυτό έβλαψε ενδεχομένως τον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου του, μια βλάβη που συνδέεται με αυξημένη επιθετικότητα και ανεπαρκή έλεγχο των ορμών. Ο μικρός έγινε τώρα πιο αυθόρμητος στις εκδηλώσεις του και κάποιες φορές ξεσπούσε σε επιθετικότητα. Με τον πατέρα να έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια τη φαμίλια, η μητέρα αποφασίζει να τον στείλει σε σχολείο για παιδιά με ειδικές ικανότητες, καθώς ο μικρός δεχόταν εκφοβισμό αλλά και χλεύη από τους συμμαθητές του. Πέρα από την ψυχολογική κακοποίηση (τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά «καθυστερημένο»), ο Σάσα υπέστη και σωματική, καθώς αναφέρονται περιστατικά ξυλοδαρμού του στο σχολείο. Έτσι πέρασε τα μικράτα του ο Πιτσούσκιν, μέχρι να αναγνωρίσει τουλάχιστον ο παππούς την ανεπτυγμένη ευφυΐα του και να δώσει ένα προσωρινό τέλος στο μαρτύριό του, μιας και ο μικρός ζούσε με μια χειριστική μητέρα που δεν είχε εκδηλώσει ποτέ τρυφερότητα προς το ιδιαίτερο παιδί της. Ο παππούς παίρνει λοιπόν κοντά του τον έφηβο Σάσα και τον ενθαρρύνει να αναπτύξει τις δεξιότητές του. Το παιδί αποδεικνύεται καλός σκακιστής και ο παππούς τον παίρνει πια καθημερινά μαζί του στο Πάρκο Μπίτσα της νοτιοδυτικής Μόσχας, βάζοντάς τον να παίξει με τους ηλικιωμένους σκακιστές που συνήθιζαν να μαζεύονται εκεί για να εξασκούν το χόμπι τους. Και αποδεικνύεται τρομερός στο σκάκι! Για πρώτη φορά στη ζωή του, νιώθει καλά με τον εαυτό του, ηρεμεί και βρίσκει μια εσωτερική γαλήνη. Ο παππούς θα πεθάνει όμως σύντομα και ο Σάσα θα επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή του. Πλέον καταφεύγει στο αλκοόλ για να παλέψει την καθημερινή οδύσσειά του, καθώς επιστρέφει στο κανονικό σχολείο και γίνεται ξανά θύμα εκμετάλλευσης και εκφοβισμού. Νιώθει πια πως τον έχουν προδώσει όλοι, τόσο ο πατέρας όσο και ο παππούς του. Το σκάκι πάντως δεν το κόβει, επιστρέφοντας συχνά-πυκνά στο πάρκο για να παίξει με τους ηλικιωμένους και να βρει διέξοδο στη βότκα. Τώρα όμως έχει αναπτύξει και ένα άλλο χόμπι, σαφώς πιο ύποπτο: κρύβει μια κάμερα στο παλτό του, κι αυτό για να καταγράφει τις αντιδράσεις των παιδιών που εκφοβίζει πλέον ο ίδιος. Σε ένα τέτοιο υλικό που αποκαλύφθηκε χρόνια αργότερα, ο Σάσα έχει κρεμάσει ένα παιδί από το παράθυρο, κρατώντας το από τα πόδια, και κινηματογραφεί το όλο περιστατικό, στο οποίο ακούγεται να λέει: «Είσαι στην εξουσία μου τώρα … Θα σε πετάξω από το παράθυρο … και θα πέσεις 15 μέτρα μέχρι να πεθάνεις». Πλέον κινηματογραφεί τις αντιδράσεις των παιδιών που κακοποιεί ή απειλεί πιστεύοντας πως έχει πάρει τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια του. Η παραβατική συμπεριφορά τον κάνει να νιώθει σημαντικός και ανώτερος από τους άλλους. Μέχρι το 1992 όμως, στα 18 του, το «χόμπι» αυτό θα αποδειχτεί λίγο για να κατευνάσει τα ανατριχιαστικά του ένστικτα…
Το δολοφονικό κύμα
Ο Πιτσούσκιν έκανε τον πρώτο του φόνο το 1992, όντας ακόμα μαθητής. Η μοσχοβίτικη αστυνομία πιστεύει πως σε κείνη την ηλικία σκότωσε έναν συμμαθητή του, φίλο μιας κοπέλας που διεκδικούσε. Ο άτυχος νεαρός αντίζηλος βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του και οι Αρχές θεώρησαν αρχικά πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Μόνο πολύ αργότερα θα άλλαζε η ιατροδικαστική έκθεση, όταν θα ομολογούσε δηλαδή ο Πιτσούσκιν το στυγερό έγκλημα των νιάτων του. Λέγοντας εκείνο το φρικιαστικό: «Η πρώτη δολοφονία είναι σαν τον πρώτο έρωτα. Σου μένει αξέχαστη». Και μετά έμεινε ανενεργός για δέκα περίπου χρόνια. Ο «δολοφόνος της σκακιέρας» δεν θα γεννιόταν παρά στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (ή τα τέλη των ’90s), όταν το κύμα βίας εντάθηκε. Η Αστυνομία θεωρεί μάλιστα πως ως νέα έμπνευσή του λειτούργησε ο «Χασάπης του Ροστόφ», Αντρέι Ρομάνοβιτς Τσικατίλο, ο οποίος πιάστηκε το 1990 έχοντας βυθίσει την Ένωση στον τρόμο με τους δικούς του 52 φόνους από το 1978. Όπως κι αν ήταν, ο μανιώδης σκακιστής σκάρωσε το δικό του φρικιαστικό πλάνο: να σκοτώσει 64 ανθρώπους, όσα και τα ασπρόμαυρα τετράγωνα της σκακιέρας. Αργότερα βέβαια θα το έπαιρνε πίσω, λέγοντας πως δεν σκόπευε να σταματήσει τα φονικά στα 64, όσο πλησίαζε δηλαδή στο τέλος του σχεδίου του. Ο στόχος του ήταν τώρα οι ηλικιωμένοι άστεγοι του πάρκου όπου ανδρώθηκε σκακιστικά αλλά και ηλικιακά. Οι περισσότεροι τον ήξεραν από μικρό και τον εμπιστεύονταν, πόσο μάλλον που ο νεαρός ερχόταν τώρα με σφραγιστά μπουκάλια βότκας. Έπαιρνε παράμερα τα θύματά του και τα σκότωνε με αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι. Πάντα με σφυρί, καθώς ήθελε τη δική του σφραγίδα στα φονικά. Όσο για τη μακάβρια «υπογραφή» του στο έγκλημα, έχωνε μετά το μπουκάλι της βότκας στο τραύμα του θύματος στο κρανίο. Παρά το γεγονός ότι οι εξαθλιωμένοι και αλκοολικοί άστεγοι του πάρκου ήταν ο Νο 1 στόχος του, ο Πιτσούσκιν δεν περιορίστηκε εκεί, καθώς σκότωσε επίσης νεαρούς άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά. Όπως αποκάλυψε μάλιστα, έκανε τις επιθέσεις του πάντα από πίσω, για να αιφνιδιάζει τα θύματά του και να μη λεκιάζει τα ρούχα του με το αίμα των αθώων. Όπως είπε στη δίκη του, ένιωθε Θεός όταν σκότωνε, καθώς ήταν εκείνος που αποφάσιζε αν θα ζούσε ή θα πέθαινε το θύμα του: «Σε όλες τις περιπτώσεις, σκότωνα μόνο για έναν λόγο. Σκότωνα για να ζήσω, επειδή όταν σκοτώνεις, θέλεις να ζήσεις. Για μένα, ζωή χωρίς φόνο είναι σαν ζωή χωρίς φαγητό για σας. Νιώθω σαν να είμαι ο πατέρας όλων αυτών των ανθρώπων, αφού ήμουν εγώ αυτός που τους άνοιξε την πόρτα για έναν άλλο κόσμο». Μπορεί να μιλούσε σαν τρελός, η ψυχιατρική εκτίμηση της βασικής μονάδας ψυχικής υγείας της Μόσχας τον έκρινε ωστόσο λογικό. Βρήκαν απλώς ότι έπασχε από ναρκισσιστική και αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Γι’ αυτό και όταν τον έπιασαν ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να οδηγήσει τους αστυνομικούς στους τόσους τόπους εγκλήματος που είχε γεμίσει το Πάρκο Μπίτσα, επιδεικνύοντας ιδιαιτέρως γερό μνημονικό.
Τον κατέγραψαν να αναβιώνει τις σκηνές των φόνων με την παραμικρή λεπτομέρεια, καθώς η αναπαράσταση του εγκλήματος ήταν πια η νέα του ναρκισσιστική επιβεβαίωση. Εκεί αποκάλυψε μάλιστα ότι παρά τις σφυριές στο κεφάλι, που ήταν το σήμα-κατατεθέν του «δολοφόνου της σκακιέρας», σκότωσε και αρκετούς πετώντας τους απλώς στους υπονόμους που περνούσαν κάτω από πάρκο. Ένα μάλιστα θύμα επιβίωσε από την απόπειρα. Την άνοιξη του 2006, ο Πιτσούσκιν θα σκότωνε το τελευταίο του θύμα, μια 36χρονη γυναίκα. Εκείνος, στη δική του καταμέτρηση, είχε φτάσει στα 61 θύματα. Οι αστυνομικές έρευνες στράφηκαν στο εισιτήριο του Μετρό που είχε η άτυχη γυναίκα πάνω της και από τις κάμερες ασφαλείας του σταθμού είδε η αστυνομία τον φονιά να τη συνοδεύει. Όπως θα μάθαιναν όλοι, ήταν συνάδελφοι στο σούπερ μάρκετ που δούλευε ο serial killer.
Δίκη και τελευταία χρόνια
Ο ανατριχιαστικός κατά συρροή δολοφόνος συνελήφθη στις 16 Ιουνίου 2006, πυροδοτώντας μια από τις πλέον πολύκροτες και τρομακτικές δίκες της Ρωσίας των τελευταίων χρόνων. Εκείνος καθόταν στη δικαστική αίθουσα μέσα σε αλεξίσφαιρο κλουβί, καθώς οι συγγενείς των τόσων θυμάτων είχαν τουλάχιστον εχθρικές διαθέσεις απέναντί του. Κάθε φορά μάλιστα που αποκάλυπτε άλλη μια φρικιαστική λεπτομέρεια της δράσης του, όπως για παράδειγμα ότι δεν σκότωνε ακαριαία τα θύματά του, καθώς αρεσκόταν να τα βλέπει να παρακαλούν για τη ζωή τους, στο δικαστήριο γινόταν κακός χαμός. Πανζουρλισμός επικρατούσε επίσης και σε κάθε πληροφορία που μετέφεραν για τη δράση του οι αστυνομικές αρχές, όπως ας πούμε ότι τα πτώματα ήταν συνήθως βαρύτατα παραμορφωμένα, κάτι που έκριναν οι ψυχίατροι πως πιστοποιούσε το μίσος του για τους ανθρώπους.
Μέσα σε τέτοιο βαρύ κλίμα πένθους και δίψας για εκδίκηση καταδικάστηκε ο Πιτσούσκιν στις 24 Οκτωβρίου 2007 για 48 φόνους και 3 απόπειρες. Ο ίδιος ζήτησε μάλιστα από τους 12 ενόρκους να προσθέσουν άλλα 11 θύματα στο μακρύ του κατάλογο, καθώς δήλωνε υπερήφανα πως είχε σκοτώσει 60 άτομα (και κάποιες φορές 61). Ο δικαστής χρειάστηκε μάλιστα μία ολόκληρη ώρα για να διαβάσει την ετυμηγορία: ισόβια κάθειρξη, με τα πρώτα 15 χρόνια να τα περάσει σε καθεστώς απομόνωσης. Πλάι στον δημόσιο διάλογο που άνοιξε στη Ρωσία για την επαναφορά της θανατικής ποινής για τέτοιες υποθέσεις κατά συρροή εγκλημάτων (η χώρα ανέστειλε τις εκτελέσεις το 1996), ο 33χρονος serial killer βρήκε στη φυλακή τον έρωτα. Μια κοπέλα τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, έχοντας ανταλλάξει γράμματα για καιρό. Εκείνος της έκανε πρόταση γάμου και εκείνη τον «χτύπησε» τατουάζ στο χέρι της. Αυτό που έμεινε ίσως περισσότερο στην κατατρομαγμένη ρωσική κοινωνία ήταν ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκε την ποινή του ο φονιάς. Μετά την ανάγνωση της ομόφωνης καταδίκης, ο δικαστής στράφηκε προς το μέρος του και τον ρώτησε αν κατάλαβε. «Δεν είμαι κουφός, κατάλαβα», είπε εκείνος ξερά και ανέκφραστα, χωρίς να επηρεάζεται από την ετυμηγορία. Εξίσου σιωπηλά υποδέχθηκαν την απόφαση και οι εκατοντάδες συγγενείς των δεκάδων θυμάτων, μέσα σε γενικευμένη παγωμάρα στο δικαστήριο…
Ήταν ο παραγωγικότερος κατά συρροή δολοφόνος στη Ρωσία μετά τον Αντρέι Τσικατίλο. Και ο μόνος εν ζωή, μιας και ο «Κόκκινος Αντεροβγάλτης» εκτελέστηκε το 1992… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr