Η ΕΣΣΔ δεν θα είχε ποτέ δικό της κατά συρροή δολοφόνο, αφού αυτοί δεν ήταν παρά φαινόμενο της δυτικής παρακμής και της καπιταλιστικής σήψης. Ο κομμουνισμός δεν θα μπορούσε εξάλλου να εκθρέψει ένα τέτοιο τέρας. Κι όμως το 1978 έκανε αυτό ακριβώς.
Τώρα όλοι αναρωτιόνταν αν η ανθρώπινη ψυχή ήταν ένα σκοτεινό πηγάδι δίχως πάτο. «Είμαι λάθος της φύσης, ένα τρελό τέρας», έλεγε εκείνος μέσα από το κλουβί που τον είχαν στη δίκη του, μοιάζοντας με άγριο θηρίο που βαριανάσαινε μοχθηρά.
Το όνομά του ήταν Αντρέι Ρομάνοβιτς Τσικατίλο και είχε συλληφθεί για τον φόνο, βασανισμό, κανιβαλισμό και ανείπωτη κακοποίηση (τουλάχιστον) 52 θυμάτων. Οι διωκτικές αρχές έστελναν τον αριθμό σε περισσότερα από 120 θύματα, αν και δεν είχαν αδιάσειστες αποδείξεις γι’ αυτό.
Ο «Χασάπης του Ροστόφ», όπως τον ονόμασε αποτροπιασμένος ο σοβιετικός Τύπος, μαχαίρωνε δίχως έλεος δεκάδες άτομα στην Ένωση και δεν είχε σκοπό να σταματήσει το γαϊτανάκι του θανάτου παρά μόνο αν πιανόταν. Πιάστηκε τελικά έπειτα από 12 χρόνια, καθώς φάνταζε φιλήσυχος πολίτης και καλός κομμουνιστής και ήταν στο απυρόβλητο των ερευνών για τόσα χρόνια. Παρά τα αίματα που είχαν βρεθεί έξω από το σπίτι του και παρά τις κατηγορίες για ασέλγεια στους μαθητές του!
Λένε συχνά πως ο άνθρωπος πιστεύει όσα είναι έτοιμος να πιστέψει, γι’ αυτό και ο Τσικατίλο διέφευγε συνεχώς τη σύλληψη: γιατί οι Αρχές δεν ήταν έτοιμες να πιστέψουν ότι ο καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, καλός οικογενειάρχης και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ένα διεστραμμένο τέρας που απειλούσε να καταστρέψει την καλοβαλμένη «κόκκινη» ουτοπία.
Κι εκείνος ανενόχλητος ακρωτηρίαζε για 12 ολόκληρα χρόνια γενετικά όργανα, δολοφονούσε κατά βούληση, κατακρεουργούσε βάναυσα, κανιβάλιζε σάρκες και κρατούσε ζοφερά ενθύμια τα κομμάτια που έκοβε με τα δόντια του. Η πλήρης έκταση των εγκλημάτων του δεν χωρούσαν στην κοινή λογική, αψηφώντας κάθε έννοια ανθρώπινου μέτρου.
Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής ήταν πράγματι απροσμέτρητη. Ήταν τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, ήταν ο λιμός της Ουκρανίας του Στάλιν, ήταν η σεξουαλική ανικανότητά του και οι τόσες απορρίψεις και ματαιώσεις που βίωσε αυτά που έπλασαν το τέρας; Ο ίδιος περιέγραφε ατάραχα πως ηδονή αντλούσε μόνο από τις κραυγές των θυμάτων του, αφού αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στη σεξουαλική του ζωή (στυτική δυσλειτουργία) και δεν κορύφωνε αλλιώς.
Με δράση από την Ουκρανία μέχρι και το Ουζμπεκιστάν, ο Τσικατίλο άπλωσε τα μαύρα του φτερά πάνω στη Σοβιετική Ένωση ως πραγματικός δάσκαλος από την Κόλαση. Όλα άρχισαν όταν ξεκίνησε να ασελγεί σε βάρος των μαθητών του, πριν η διαστροφή του τον οδηγήσει να γευτεί αίμα και πίσω να μην ξανακοιτάξει ποτέ.
Οι ψυχολόγοι έψαχναν τώρα άρον άρον ερμηνευτικό πλαίσιο της συμπεριφοράς του. Ο serial killer γεννήθηκε στην ισοπεδωμένη από το Στάλιν Ουκρανία το 1936, στον απόηχο του μεγάλου λιμού της περιόδου 1931-33 δηλαδή που είχε οδηγήσει εκατομμύρια κατοίκους στη λιμοκτονία. Ο αδερφός του είχε πέσει θύμα κανιβαλισμού και η μητέρα του βιάστηκε λίγα χρόνια αργότερα από τους ναζί. Ήταν όμως αυτά τα τραγικά γεγονότα ικανά να εξηγήσουν τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεσή του;
Ο Τσικατίλο παντρεύτηκε το 1963 μια κοπέλα, με την οποία απέκτησε αργότερα δύο παιδιά. Εκείνη κατάλαβε τη σεξουαλική του ανικανότητα, αλλά ως εκεί. Για να μείνει μάλιστα έγκυος, ο κατά συρροή φονιάς εκσπερμάτιζε στην παλάμη του και οδηγούσε κατόπιν το σπέρμα στον κόλπο της με τα δάχτυλά του.
Αυτό ήταν όμως όλο, όσο ήξερε τουλάχιστον η αθώα σύζυγος και τα ταλαίπωρα παιδιά του. Πώς να γνωρίζουν εξάλλου ότι ο πράος και ήρεμος Τσικατίλο ακρωτηρίαζε γεννητικά όργανα, έκοβε στήθη και μήτρες και μαχαίρωνε χωρίς έλεος ό,τι βρισκόταν στο διάβα του, φτάνει να ήταν μικρόσωμο για να είναι του χεριού του; Πώς να ξέρουν ότι αντλούσε ηδονή μόνο από τις απέλπιδες κραυγές που έβγαζαν τα θύματά του λίγο πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή;
Αλλά και η κοινή γνώμη έμενε στο σκοτάδι εξαιτίας των περιορισμών στα μέσα ενημέρωσης αλλά και του φόβου του καθεστώτος για αποκάλυψη εγκλημάτων που χαρακτηρίζονταν «καπιταλιστικά». Κι έτσι όχι μόνο άργησε να έρθει η ώρα της σύλληψης, αλλά και ο κόσμος έμεινε στο σκοτάδι παρέα με τον διεστραμμένο δολοφόνο.
Ο οποίος είχε ωστόσο ένοχο παρελθόν στις πλάτες του και πλούσιο βιογραφικό γεμάτο διαστροφή και παρέκκλιση. Οι Αρχές δεν έδιναν όμως τη δέουσα σημασία στα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης των μαθητών του, όσο ο ίδιος ήταν καθηγητής φιλολογίας, αφού ήταν πρότυπο «κόκκινου» πολίτη: παιδαγωγός, οικογενειάρχης και πιστό μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, υπόδειγμα σωστό σοβιετικού μοντέλου.
Μετά την καταδίκη και την εκτέλεσή του, η απορία είχε απλωθεί αν ήταν φρενοβλαβής (όπως προσποιούνταν στη δίκη) ή αν τα έκανε όλα έχοντας τα λογικά του. Την απάντηση έδωσε ο διαπρεπής αμερικανός καθηγητής εγκληματολογίας Τζακ Λέβιν, προκαλώντας ανατριχίλα στην οικουμένη: ο «Χασάπης του Ροστόφ»» ήταν περισσότερο κακός παρά τρελός…
Γενικό περίγραμμα: η γέννηση του δολοφόνου
Το πλήγμα του Τσικατίλο στο «κόκκινο» οικοδόμημα ήταν τέτοιο που αμέσως επιστρατεύτηκαν μια σειρά από ψυχολόγοι και κοινωνικοί επιστήμονες να εξηγήσουν το αδιανόητο: τι ήταν αυτό που τον είχε κάνει τέρας; Ένα τέτοιο τέρας δεν γεννιέται εξάλλου παρά γίνεται, κι έτσι τώρα έπρεπε να ανευρεθούν τα αφανέρωτα μυστικά της ζωής του, αυτά που επώασαν το αυγό του κακού.
Ο Αντρέι Ρομάνοβιτς Τσικατίλο γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1936 σε ένα χωριουδάκι στην καρδιά της αγροτικής Ουκρανίας, τμήμα τότε της Σοβιετικής Ένωσης και πεδίο πειραματισμού της σταλινικής μεταρρύθμισης. Παρά το γεγονός ότι η χώρα ήταν γνωστή ως ο μεγάλος σιτοβολώνας της ΕΣΣΔ, η ραγδαία εκβιομηχάνιση και η άγρια κολεκτιβοποίηση του προγράμματος του «Πατερούλη» προκάλεσε ανείπωτο λιμό που αποδεκάτισε τον μέχρι πρότινος αγροτικό πληθυσμό.
Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη δραστική αυτή μεταμόρφωση της ουκρανικής οικονομίας και αναρίθμητα περιστατικά κανιβαλισμού έλαβαν χώρα για την επιβίωση των υπολοίπων. Ξέρουμε ότι η ανθρώπινη σάρκα είχε τιμή στην Ουκρανία των αρχών της δεκαετίας του 1930 και μέσα στο πλαίσιο αυτό γεννιέται και περνά τα πρώτα του χρόνια ο Τσικατίλο, ακούγοντας ανατριχιαστικές ιστορίες και βλέποντας με τα μάτια του παραμορφωμένα πτώματα στους δρόμους.
Η μητέρα του του διηγούνταν μάλιστα πως ο μεγάλος του αδερφός είχε πέσει κι αυτός θύμα κανιβαλισμού, όταν πέθανε σε ηλικία δέκα ετών. Μεγαλώνοντας ο Αντρέι με αμείλικτες στερήσεις και κακουχίες, έμελλε να ζήσει κάτι εξίσου φοβερό: τον χλευασμό του πατέρα του από τους γείτονες γιατί στον πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία είχε πιαστεί αιχμάλωτος, παρά τις απαγορεύσεις του Στάλιν να μην παραδίδονται οι Σοβιετικοί.
Ο πατέρας Τσικατίλο επιστρέφει σπίτι του με τη ρετσινιά του δειλού και ο μικρός υφίσταται το δικό του μερίδιο από τον κοινωνικό χλευασμό. Δεν αποκλείεται μάλιστα να είδε με τα μάτια του τον βιασμό της μητέρας του από γερμανούς στρατιώτες. Κι έτσι έγινε εσωστρεφής και ντροπαλός και η κοινωνικότητά του περιορίστηκε δραστικά. Ταυτοχρόνως, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με τη σεξουαλικότητά του, αφού μέχρι τη μετα-εφηβεία του πάσχει ήδη από ακράτεια, νυχτερινή ενούρηση και παντελή αδυναμία στύσης.
Η μοναδική σεξουαλικού τύπου εμπειρία του λαμβάνει χώρα στα 15, όταν παίζοντας με μια μικρότερη φίλη της αδερφής του εκσπερματίζει και γίνεται ξανά στόχος πειραγμάτων. Η νέα ταπείνωση τον κάνει τον περίγελο του σχολείου και εγκαθιδρύει στον ψυχισμό του τον δεσμό σεξ και βίας, μιας και πάλευε με το δεκάχρονο κορίτσι όταν συνέβη το ατύχημα.
Άλλο ένα πλήγμα θα λάβει χώρα στα 18 του, όταν αποτυγχάνει να μπει στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Αφού ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, μετακομίζει σε κωμόπολη δίπλα στο Ροστόβ το 1960, πιάνει δουλειά σε εταιρία τηλεπικοινωνιών και ζει μια φαινομενικά φυσιολογική ζωή. Η αδερφή του του κανονίζει πονηρό ραντεβουδάκι με μια φίλη της και το ειδύλλιο καταλήγει σε γάμο το 1963.
Ανολοκλήρωτο γάμο, καθώς ο ανίκανος σεξουαλικά Τσικατίλο έχει χάσει μέχρι τότε κάθε ενδιαφέρον για συμβατικό σεξ. Παρά ταύτα, κάνουν δύο παιδιά με την αυτοσχέδια εξωσωματική γονιμοποίηση που προαναφέραμε και ζουν μια σχετικά φυσιολογική οικογενειακή ζωή. H Λουντμίλα γεννιέται το 1965 και ο Γιούρι το 1969.
Όπως είπε αργότερα ο ίδιος, τα φαντάσματα από τα ταραχώδη παιδικά του χρόνια δεν έφυγαν ποτέ: αδυσώπητη φτώχεια, σταλινισμός, ναζισμός και κανιβαλισμός είχαν αφήσει τα σημάδια τους στον ψυχισμό του.
Ο «Κόκκινος Αντεροβγάλτης» εκδηλώνεται
Ο Τσικατίλο ολοκλήρωσε ένα πενταετές πρόγραμμα διά αλληλογραφίας στη ρωσική φιλολογία το 1970 και πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο του Ροστόβ. Κι έτσι το 1971 έγινε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στη φιλολογία, όταν και θα φαίνονταν οι ανεπάρκειές του ως δασκάλου.
Συνεσταλμένος καθώς ήταν, δεν μπορούσε να επιβληθεί στην τάξη και στους ζόρικους μαθητές του. Τώρα το πράγμα φαινόταν να ξεφεύγει από τον έλεγχό του, καθώς τον Μάιο του 1963 έκανε την πρώτη γνωστή σεξουαλική επίθεσή του σε μαθήτρια. Λίγους μήνες μετά, ήρθε η δεύτερη ασέλγειά του, αν και τα εγκλήματα παρέμεναν ατιμώρητα.
Κάποια στιγμή οι γονείς άρχισαν να παραπονιούνται και ο γυμνασιάρχης τον κάλεσε να παραιτηθεί εθελοντικά από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα για να μην υπάρξουν συνέπειες. Τον Ιανουάριο του 1974 θα βρει δουλειά σε άλλο σχολείο, συνεχίζοντας τις ασέλγειες κατά των μαθητών και τον Σεπτέμβριο του 1978 θα μετακινηθεί σε τρίτο σχολείο, για να χαθούν τα ίχνη του.
Η εκπαιδευτική του καριέρα θα τελειώσει τον Μάρτιο του 1981, όταν οι τόσες κατηγορίες για κακοποίηση παιδιών και των δύο φύλων δεν μπορούσαν πια να κρυφτούν. Δεν υπέστη πάντως ποινικές κυρώσεις, κι έτσι ανενόχλητος έπιασε τώρα δουλειά ως υπάλληλος γραφείου σε φάμπρικα κατασκευής οικοδομικών υλικών.
Η νέα του θέση περιλάμβανε πολλά ταξίδια στη σοβιετική επαρχία, καθώς λειτουργούσε ως μεσάζοντας της εταιρίας και των προμηθευτών του, όταν και θα γενικευόταν η serial killer δράση του.
Το πρώτο καταγεγραμμένο θύμα του έρχεται στις 22 Δεκεμβρίου 1978, όταν δελεάζει ένα εννιάχρονο κορίτσι με τις δυσεύρετες στην ΕΣΣΔ τσιχλόφουσκες και το οδηγεί σε ένα ερημικό παράπηγμα με «τυράκι» ένα πακέτο τσίχλες. Εκεί προσπαθεί να το βιάσει, δεν μπορεί όμως, και εξοργισμένος με την αποτυχία του βρίσκει άλλον τρόπο να πραγματώσει την αρρωστημένη φαντασίωσή του.
Αρπάζει ένα μαχαίρι και το καρφώνει στα γεννητικά όργανα του τραγικού κοριτσιού. Η μικρή Γιέλενα πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία μέσα σε λίγα λεπτά. Ο φονιάς πέταξε το άψυχο κορμί της σε κοντινό ποταμό και επέστρεψε στην κανονική του ζωή. Δύο μέρες αργότερα, η αστυνομία εντόπισε το πτώμα του παιδιού και άρχισε τις έρευνες.
Σταγόνες αίματος εντοπίστηκαν μάλιστα έξω από το σπίτι του Τσικατίλο, αλλά οι Αρχές δεν τον υποψιάστηκαν γιατί είχε λευκό ποινικό μητρώο, αφού καμιά καταγγελία για παιδική κακοποίηση δεν είχε φτάσει στη δικαιοσύνη. Αν είχαν γίνει γνωστές οι ασέλγειές του, ίσως να είχαν σωθεί 52 ζωές. Για την ώρα, συλλαμβάνουν ως ύποπτο έναν άλλο άντρα που είχε στο μητρώο του καταδίκη για βιασμό, τον αναγκάζουν σε ομολογία και τον εκτελούν το 1984.
Ο Τσικατίλο σκότωσε για πρώτη φορά και απέφυγε την τιμωρία. Τίποτα δεν μπορούσε πια να τον σταματήσει. Ταυτοχρόνως, η ψυχολογική σύνδεση του βίαιου θανάτου με τη σεξουαλική ικανοποίηση κλειδώνει και θα γίνει ο τυπικός mondus operandi του σε όλες τις κατοπινές επιθέσεις.
Για τα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι να αποπεμφθεί από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα δηλαδή, λουφάζει, και ήταν μόνο όταν βρήκε τη δουλειά στο εργοστάσιο πρώτων υλών και τη δυνατότητα να ταξιδεύει που θα βύθιζε την Ένωση στο έρεβος και τον τρόμο για τα επόμενα εννιά χρόνια.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1981, μια 17χρονη κοπέλα γίνεται το δεύτερο θύμα του: τη στραγγαλίζει και τη μαχαιρώνει φράζοντάς της το στόμα με χώμα και φύλλα για να πνίξει τις κραυγές της. Τώρα είχε διαμορφώσει το αποτρόπαιο μοντέλο ερωτικής έξαψης και θανάτου που θα γινόταν σήμα-κατατεθέν του.
Στρέφεται πια σε παραστρατημένους νεαρούς και νεαρές αλλά και παιδιά που το έχουν σκάσει από τα σπίτια τους, φτάνει να είναι μικρόσωμοι. Καραδοκεί για τη λεία του σε σταθμούς τρένων και απομονωμένες στάσεις λεωφορείων κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Καμώνεται τον φίλο μέχρι να παρασύρει τα θύματα σε δασώδεις περιοχές και ερημικά σημεία, όπου προσπαθεί να τα βιάσει, αποτυγχάνει πάντα και τον πρώτο λόγο παίρνει μετά το μαχαίρι.
Συχνά μάλιστα επιδίδεται σε κανιβαλισμό του πτώματος, καταβροχθίζοντας τα γεννητικά όργανα, αφαιρώντας μέλη του σώματος (μύτες, μάτια και γλώσσες συνήθως) και βεβηλώνοντας τις σορούς με κάθε γνωστό στον άνθρωπο τρόπο. Είναι εξάλλου ένας υπεύθυνος οικογενειάρχης, ένας τρυφερός σύζυγος και ένας ταγμένος κομμουνιστής και δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Σπουδαγμένος στο πανεπιστήμιο και μορφωμένος, είχε ένα δημόσιο προφίλ τόσο άμεμπτο που δεν κίνησε ποτέ τις υπόνοιες της αστυνομίας.
Ταυτοχρόνως, είμαστε σε εποχές που κάθε έγκλημα αποκρυπτόταν στη Σοβιετική Ένωση για να μη διαταραχθεί η ουτοπία του κομμουνιστικού παραδείσου. Οι serial killer είναι άγνωστο φαινόμενο στην ΕΣΣΔ όχι γιατί δεν συμβαίνουν κατά συρροή εγκλήματα, αλλά γιατί δεν φτάνουν στα ελεγχόμενα από το κράτος Μέσα. Η διασφάλιση της δημόσιας τάξης και του αισθήματος της κρατικής πρόνοιας υπερτερεί από την αδέσμευτη ενημέρωση και κανείς δεν συνδέει τον παρόμοιο τρόπο εγκληματικής δράσης με ένα μόνο πρόσωπο.
Οι σοβιετικές αρχές θα παραδεχτούν πολύ αργότερα πως χτύπησε και στη χώρα τους το «διεφθαρμένο καπιταλιστικό έγκλημα» των κατά συρροή δολοφονιών, όταν ο αριθμός των θυμάτων ήταν πια τεράστιος και οι φήμες για λυκάνθρωπους και βρικόλακες δεν μπορούσαν να σταθούν.
Από το 1978-1990, ο Αντρέι Τσικατίλο σκότωσε τουλάχιστον 52 φορές. Οι ηλικίες των θυμάτων του κυμαίνονταν από 9-44 χρονών και περιλάμβαναν θύματα και των δύο φύλων, αφού δεν τον ένοιαζε αν ήταν άντρας ή γυναίκα, αγόρι ή κορίτσι. Ο μοναδικός τρόπος που μπορούσε να νιώσει σεξουαλική ικανοποίηση ήταν τη στιγμή που το θύμα του άφηνε την τελευταία του πνοή…
Ο αιματοβαμμένος δρόμος ως τη σύλληψη
Ήδη από το 1983 η αστυνομία της Μόσχας ξαπέστειλε ειδικό ερευνητή στο Ροστόβ, ο οποίος αποφάνθηκε πως ένας κατά συρροή δολοφόνος δρούσε ελεύθερος στην ευρύτερη περιοχή. Τα τοπικά αστυνομικά τμήματα τού παρουσίασαν μάλιστα μπόλικους υπόπτους, γνωστούς δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων αλλά και πνευματικώς διαταραγμένα άτομα, τα οποία είχαν μάλιστα ομολογήσει!
Ο ντετέκτιβ ήξερε βέβαια καλά τους τρόπους με τους οποίους αποσπούσαν τις ομολογίες οι ανακριτικές αρχές και δεν έφερε κανέναν στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Εκείνος έψαχνε ιατροδικαστικά ευρήματα και πειστήρια από τον τόπο του εγκλήματος. Το 1984, όταν άλλα δεκαπέντε θύματα προστέθηκαν στον μακρύ κατάλογο του Τσικατίλο (τα πτώματα εντοπίζονταν συνήθως πολύ μετά την τέλεση της δολοφονίας), η αστυνομική έρευνα μετατράπηκε σε ανθρωποκυνηγητό.
Αστυνομικοί τοποθετήθηκαν σε απομακρυσμένα σημεία και σταθμούς συγκοινωνιών και σε ένα τέτοιο περιστατικό έπεσε στα χέρια τους ο Τσικατίλο. Είμαστε στις 13 Σεπτεμβρίου 1984 όταν ένας αστυνομικός είδε τον δολοφόνο να προσεγγίζει νεαρές κοπέλες σε μια στάση λεωφορείων. Τον πλησίασε και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο τμήμα για έλεγχο. Στην τσάντα του βρέθηκαν σχοινί και μαχαίρι.
Κι έτσι τον συνέλαβαν. Όχι όμως ως serial killer, παρά για μια μικροκλοπή! Η εξέταση αίματος έδειξε ότι ο Τσικατίλο είχε ομάδα αίματος Α, ενώ στο αρχείο της υπόθεσης η ομάδα αίματος του δολοφόνου είχε καταχωριστεί ως ΑΒ. Κι έτσι, αφού πέρασε τρεις μήνες στη στενή (καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους), βγήκε και συνέχισε το δολοφονικό του σαφάρι.
Μετά την αποφυλάκισή του, βρήκε μια νέα δουλειά που τον βόλευε πολύ: τώρα ήταν πλασιέ σε μια σιδηροδρομική εταιρία. Και βέβαια τον Αύγουστο του 1985 ξαναχτύπησε με δύο δολοφονίες τον ίδιο μήνα. Και τότε σταμάτησε. Οι Αρχές πίστεψαν πως η Σοβιετική Ένωση είχε απαλλαγεί από τον κατά συρροή δολοφόνο και διέκοψαν ξαλαφρωμένες τις έρευνες, αν και η πραγματικότητα θα τους διέψευδε.
Στις αρχές του 1988, ο φονιάς άρχισε και πάλι την αποτρόπαιη δράση του, τώρα πολύ μακριά από το Ροστόβ. Ένα οχτάχρονο αγόρι εντοπίζεται τον Μάιο μαχαιρωμένο και με ακρωτηριασμένα τα γεννητικά του όργανα και ακολουθεί μια ουγγαρέζα φοιτήτρια, η σορός της οποίας βρίσκεται βιασμένη. Μόλις μία εβδομάδα αργότερα, ο αιματηρός απολογισμός περιλαμβάνει ένα δεκάχρονο αγόρι και ένα εντεκάχρονο παιδί τέσσερις μήνες μετά, ενώ λίγο αργότερα εντοπίζεται βαρύτατα ακρωτηριασμένο και κακοποιημένο το πτώμα ενός ακόμα αγοριού.
Ο Τσικατίλο κάνει μετά μια σειρά επιθέσεων σε γυναίκες και κορίτσια και το καλοκαίρι του 1990 επιστρέφει στα νεαρά αγόρια. Τον Ιούλιο εντοπίζεται ένα 13χρονο αγόρι νεκρό στον Βοτανικό Κήπο. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο δράστης δεν φοβόταν πια τίποτα. Πλέον είμαστε όπως στο 1990, όταν ο Γκορμπατσόφ εκχωρεί την ελευθερία του λόγου στα μέσα ενημέρωσης και ο Τύπος βουίζει πια για τα ανατριχιαστικά πεπραγμένα του serial killer των 32 φόνων (τόσους είχαν βρει μέχρι τότε).
Η κοινωνία συγκλονίζεται και πιέζει τις Αρχές να τον βρουν. Περισσότεροι από 25.000 άντρες ανακρίνονται για τα ανατριχιαστικά φονικά. Ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια του τις νύχτες, καθώς κανείς δεν είναι ασφαλής στην παραπαίουσα Σοβιετική Ένωση. Τον Αύγουστο, ένα 11χρονο αγόρι εντοπίζεται νεκρό, ευνουχισμένο και με 42 μαχαιριές στο κορμάκι του, γιγαντώνοντας τη λαϊκή κατακραυγή κατά της αστυνομικής αναποτελεσματικότητας.
Στο παιχνίδι μπαίνει τώρα και η μυστική αστυνομία και εκατοντάδες κυριολεκτικά άντρες με πολιτικά κατακλύζουν δάση, ερημιές και στάσεις λεωφορείων. Παρά την τεράστια κινητοποίηση των Αρχών, ο Τσικατίλο σκοτώνει κάτω από τις μύτες τους ένα 16χρονο αγόρι με νοητικά προβλήματα. Ο φρικιαστικός τόπος του εγκλήματος προκαλεί νέες ανατριχίλες στην Ουκρανία, όπως κάνει και ο επόμενος φόνος του serial killer (και ο επόμενος), ο οποίος δεν παίρνει πια τις γνωστές του προφυλάξεις.
Δεν φοβόταν τίποτα και τώρα οι αστυνομικοί ελπίζουν να κάνει το μοιραίο λάθος. Και το κάνει…
Σύλληψη και εκτέλεση
Αστυνομικοί με πολιτικά έχουν παγιδεύσει πια όλους σχεδόν τους σταθμούς που περιλαμβάνονται στη συνήθη ακτίνα δράσης του Τσικατίλο. Παρά το γιγαντιαίο ανθρωποκυνηγητό, το πτώμα ενός 16χρονου αγοριού ανασύρεται στις 3 Νοεμβρίου μαχαιρωμένο 40 φορές.
Στις 6 Νοεμβρίου 1990, ο Τσικατίλο σκότωσε και ακρωτηρίασε μια 22χρονη κοπέλα σε δασώδη περιοχή κοντά σε έναν από τους σταθμούς όπου ψάρευε τα θύματά του. Την ώρα που εγκατέλειπε τη σκηνή του εγκλήματος, ένας μυστικός αστυνομικός παρατήρησε ότι τα ρούχα και τα παπούτσια του ήταν βρόμικα από χώμα και γρασίδι, ενώ στο μάγουλό του υπήρχε μια κόκκινη κηλίδα σαν αίμα. Κι ενώ του φάνηκε ύποπτος, δεν είχε λόγο να τον συλλάβει, κράτησε απλώς τα στοιχεία του.
Όταν μια βδομάδα αργότερα (13 Νοεμβρίου) εντοπίστηκε η σορός της 22χρονης Σβετλάνα πολύ κοντά στον σταθμό του τρένου, ο Τσικατίλο θεωρήθηκε ύποπτος και τέθηκε υπό παρακολούθηση. Οι αστυνομικοί τον έβλεπαν τώρα να προσεγγίζει παιδιά και νεαρές κοπέλες σε σταθμούς και στάσεις, την ίδια ώρα που ξεψαχνίζοντας το παρελθόν του έμαθαν για τις τόσες υποθέσεις ασέλγειας σε μαθητές του.
Στις 20 Νοεμβρίου διέθεταν πια αρκετά στοιχεία εναντίον του και τον συνέλαβαν. Το μικρό δάχτυλο του χεριού του ήταν σπασμένο και έφερε ευδιάκριτα ίχνη δαγκώματος, από την πάλη του προφανώς με το προτελευταίο του θύμα, τον 16χρονο, που ήταν ένα ιδιαιτέρως δυνατό παιδί. Ήταν η μόνη φορά που δεν είχε διαλέξει μικρόσωμο θύμα και τα σημάδια της βίας ήταν έκδηλα και στα δύο σώματα.
Παρά την αρχική του άρνηση, ομολογεί κάποια στιγμή και στέλνει για άλλη μια φορά κύματα ανατριχίλας στη ραχοκοκαλιά της άλλοτε κραταιής ΕΣΣΔ που τώρα καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Ο κατάλογος των θυμάτων υπερβαίνει κατά πολύ αυτόν που είχε συντάξει η αστυνομία και περιείχε 36 άτομα. Ο Τσικατίλο οδηγούσε τώρα την αστυνομία σε σημεία που είχε θάψει πτώματα που δεν είχαν βρεθεί, περιέγραφε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα σκηνικά και βοηθούσε τα όργανα του νόμου να συλλέξουν τα μέλη των διαμελισμένων πτωμάτων.
Ο αριθμός των θυμάτων του ανήλθε τελικά στις 56 ψυχές, από τις οποίες αναγνωρίστηκαν ωστόσο οι 53 (31 κοπέλες και γυναίκες και 22 αγόρια). Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη έκρινε ότι είχε τα λογικά του και στις 14 Απριλίου 1992 μπήκε μέσα στο κλουβί όπου θα περνούσε όλη τη δικαστική περιπέτειά του. Στο κλουβί τον έβαλαν για να τον προστατεύσουν από τη μήνη των συγγενών των τόσων θυμάτων του.
Στην ακροαματική διαδικασία παρουσίαζε μάλιστα εκκεντρική συμπεριφορά: πράος και απαθής από τη μια, περνούσε δίχως προειδοποίηση στη μανία και την ασυνάρτητη λογοδιάρροια. Τώρα κατηγορούσε τον Στάλιν και την ανικανότητά του για όλα, κατεβάζοντας ακόμα και το παντελόνι του για να δείξει τα «άρρωστα» γεννητικά του όργανα στην αίθουσα.
Η δίκη κράτησε δύο μήνες και το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Άλλους τέσσερις μήνες αργότερα, στις 15 Οκτωβρίου, εκδόθηκε η ετυμηγορία: ο Τσικατίλο ήταν ένοχος για τους 52 από τους 53 φόνους του κατηγορητηρίου και καταδικάστηκε σε ξεχωριστό θάνατο για καθέναν από αυτούς χωρίς δυνατότητα αναστολής.
Όταν εκτελέστηκε με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κρανίου στις 14 Φεβρουαρίου 1994, είπαν πως ανέπνευσε ξανά ένα έθνος. Παρά το γεγονός ότι τίποτα δεν διέρρευσε από την επίμαχη μέρα της εκτέλεσης, κυκλοφόρησε πως οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «Μη μου τινάξετε τα μυαλά στον αέρα! Οι Ιάπωνες θέλουν να τα αγοράσουν».
Και πράγματι ήθελαν, αφού τόσο ένα ιαπωνικό όσο και ένα αμερικανικό κι ένα γερμανικό ινστιτούτο επιδίωξαν πράγματι να αποκτήσουν έναντι παχυλής αμοιβής τον αιμοβόρο εγκέφαλό του μπας και βρουν τι ήταν αυτό που τον είχε μετατρέψει σε ενσάρκωση του κακού…