Δίπλα στον σταυρό του μαρτυρίου του Εσταυρωμένου, όπως μας παραδίδεται από την Καινή Διαθήκη, υπήρχαν ένας καλός και ένας κακός ληστής. Ο επίσημος Κανόνας της Αγίας Γραφής σταματά ωστόσο εδώ, αφήνοντας τους δύο σταυρωμένους ληστές στη λήθη της Ιστορίας. Και είναι μόνο στα απόκρυφα πατερικά κείμενα, τα ευαγγέλια που δεν περιλαμβάνονται δηλαδή στο επίσημο σώμα της Αγίας Γραφής, που μαθαίνουμε για το ποιόν των ληστών και τον συμβολικά μανιχαϊστικό ρόλο τους στην ιστορία της σταύρωσης του Ιησού. Όπως ξέρουμε, παρά το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη, τα απόκρυφα αυτά κείμενα χρησιμοποιήθηκαν ως αφετηρία για τη θέσπιση εορτών αλλά και για να αποσαφηνιστούν λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν στα Ευαγγέλια και τα άλλα ιερά κείμενα, όπως για παράδειγμα τα ονόματα των τριών μάγων ή των δύο ληστών που σταυρώθηκαν πλάι στον Χριστό. Οι μαρτυρίες των απόκρυφων ευαγγελίων για τα θεία πάθη του Θεανθρώπου πολλές και διάφορες, εδώ θα μιλήσουμε ωστόσο για τους δύο ανώνυμους στην Καινή Διαθήκη ληστές που αποκτούν ονόματα και βιογραφίες στα εκτός Κανόνα κείμενα. Οι ερευνητές έχουν κατατάξει τα απόκρυφα ευαγγέλια, το Ευαγγέλιο Πέτρου, το Ευαγγέλιο Νικοδήμου, τις Πράξεις Πιλάτου, το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου και την Επιστολή των Αποστόλων σε μια ειδική μελετητική κατηγορία που αποκαλείται «Ευαγγέλια Πάθους, Καθόδου στον Άδη και Ανάστασης του Χριστού», συνάγοντας πολύτιμες πληροφορίες για τα περιστατικά που αφήνουν εκτός ή περιγράφουν αποσπασματικά τα τέσσερα κανονικά ευαγγέλια (Λουκά, Μάρκου, Ματθαίου και Ιωάννη). Τα οποία εκθέτουν μεν με δωρική λιτότητα τα γεγονότα των Παθών και της Ανάστασης χωρίς συναισθηματισμούς και λυρικές εξάρσεις, ενδιαφέρονται ωστόσο περισσότερο να καταδείξουν τη σημασία των γεγονότων για τη λύτρωση των ανθρώπων και όχι να περιβάλλουν με ιστορική σαφήνεια τις αφηγήσεις τους. Όπως ξέρουμε, τα τέσσερα συνοδικά ευαγγέλια τοποθετούνται στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. Λίγο αργότερα ωστόσο, από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και ύστερα, παρουσιάζονται κάποια κείμενα στις παρυφές της Εκκλησίας που ονομάστηκαν «απόκρυφα», μέσα στα οποία μύθος και Ιστορία συμπλέκονται με τρόπο δυσδιάκριτο. Στα απόκρυφα αυτά κείμενα ενσωματώνονται κάποιες λαϊκές παραδόσεις ή αφήνεται να λειτουργήσει η φαντασία των συγγραφέων, η οποία συμπληρώνει τα κατά τη γνώμη τους κενά των κανονικών ευαγγελίων, για λόγους κυρίως απολογητικούς ή ακόμα και για εντυπωσιασμό των αναγνωστών. Και βέβαια, παρά το γεγονός ότι τα κείμενα αυτά ζούσαν στην περιφέρεια και ποτέ στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, διαβάστηκαν ωστόσο στη διάρκεια των αιώνων και ενέπνευσαν τους βυζαντινούς αλλά και τους δυτικούς καλλιτέχνες. Κι έτσι τα ονόματα των δύο συσταυρωθέντων ληστών, του Δυσμά και του Γεστά, τα πληροφορούμαστε μόνο από το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου (το οποίο δεν αποδίδεται στον Νικόδημο των Γραφών, τον Φαρισαίο που ως μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου υπερασπίστηκε τον Ιησού, αλλά σε μεταγενέστερο ανώνυμο συντάκτη) και τις αποκαλούμενες Πράξεις Πιλάτου: «καὶ Δυσμᾶς καὶ Γέστας οἱ δύο κακοῦργοι συσταυρωθήτωσάν σοι και αλλού ὄνομα αὐτῷ ᾖν Γίστας, ὁ δὲ ἐκ δεξιῶν ἐσταυρωμένος ὀνόματι Δυσμᾶς». Δυσμάς λεγόταν λοιπόν ο ένας και Γεστάς (ή Γέστας ή και Στέγας) ο άλλος. O Γεστάς είναι ο χλευαστής. O Δυσμάς, μια ανάσα πριν από το τέλος, προλαβαίνει να πει το «μνήσθητί μου, κύριε». Από άλλο απόκρυφο κείμενο εξάλλου, την Υφήγηση Ιωσήφ του από Αριμαθαίας (το οποίο αποδίδεται και πάλι σε μεταγενέστερο συντάκτη του 11ου αιώνα και όχι στον μυστικό μαθητή του Ιησού), μαθαίνουμε τη δράση των ληστών. O μεν Γέστας «οδοιπορούντας φόνω μαχαίρας απέκτεινεν, γυναίκας δε εκ των σφυρών κατά κεφαλής κρημνών τους μασθούς εξέκοπτεν», ο δε Δυσμάς (που εδώ αποκαλείται Δημάς) «πλουσίων πειρατηρίοις εκέχρητο, πτωχοίς δε ευ εποίει». Περιχαρακωμένοι στον απόκρυφο μανδύα των μη επίσημων κειμένων της Αγίας Γραφής, οι δυο ληστές λειτουργούν αλληγορικά ως η προαιώνια μάχη του καλού με το κακό, αν και φαίνεται πως κάτι περισσότερο υπάρχει εδώ πέρα…
Σπάργανα βιογραφίας
Πατερικές και άλλες πηγές