Το φτωχό και βασανισμένο λαϊκό παιδί που υπομένει με καρτερία τις σφαλιάρες τόσο της ζωής όσο και των ανθρώπων είχε στον ελληνικό κινηματογράφο πρόσωπο και δεν ήταν άλλο από του Νίκου Ξανθόπουλου. Το παιδί του λαού καταξιώθηκε στα ασπρόμαυρα μελοδράματα της εθνικής μας κινηματογραφίας καθώς οι πλατιές μάζες ταυτίζονταν με τα βάσανα και τις περιπέτειές του εντός οθόνης. Οι ουρές του κόσμου που συνέρρεαν στη σκοτεινή αίθουσα να τον απολαύσουν τον ακολουθούσαν πια παντού, καθώς ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που τόσο δύσκολες ώρες περνούσε στο πανί. Ο Ξανθόπουλος ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από τον κινηματογραφικό χαρακτήρα του κατατρεγμένου ραγιά, καθώς η υπέροχη φωνή του του εξασφάλιζε μια παράλληλη καριέρα στο ελληνικό πεντάγραμμο! Οι μεγάλες επιτυχίες του στη δισκογραφία (περισσότερα από 300 τραγούδια έχει στο ενεργητικό του) πλαισίωναν την παλιότερη ενασχόλησή του με τη στρογγυλή θεά, αφού ο πολυπράγμων ηθοποιών είχε περάσει και από τα γήπεδα με τη φανέλα της ΑΕΚ. Κι όλα αυτά από ένα προσφυγόπουλο που ονειρευόταν να γίνει φιλόλογος αλλά πριν καταλάβει τον εαυτό του θα βρεθεί στη φυλακή ως γιος αντιστασιακού! Τίποτα βέβαια δεν θα ξεπερνούσε τη λάμψη της 40χρονης σχεδόν κινηματογραφικής του καριέρας, η οποία απλώθηκε από το 1958-1995 και ξεδιπλώθηκε σε 50 ταινίες. Τα 30 κοντά δράματα όπου πρωταγωνίστησε ως το αδιαμφισβήτητο παιδί του λαού που τόσο βασανιζόταν από οικογενειακά προβλήματα και προσωπικές περιπέτειες θα τον άφηναν απόλυτο βασιλιά του μελό, καθώς ταυτίστηκε στη συνείδηση του κοινού, που ακόμα χρησιμοποιεί το όνομά του σαν παρομοίωση της τραγικότητας…
Πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννιέται στις 14 Μαρτίου 1934 στον προσφυγικό μαχαλά της Νέας Ιωνίας ως γιος μιας οικογένειας ποντιακής καταγωγής. Η φτώχεια καταραμένη, ο πατέρας δουλεύει περιστασιακά ως τσαγκάρης και ψαράς και η μάνα κάνει ό,τι μπορεί για να τα φέρουν βόλτα, μιας και ο αντιστασιακός μπαμπάς έχει κακό συνήθειο να εξαφανίζεται κατά περιόδους για να γλιτώνει από τις διώξεις και τις συλλήψεις: «Μια μέρα πήγε να φέρει κρασί και έκανε 6 μήνες να γυρίσει», εξομολογείται ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του. Μικρό παιδί ακόμα, ήταν δεν ήταν εννιά χρονών, θα βρεθεί στη φυλακή με τη μητέρα του, καθώς η αντιστασιακή δράση του πατέρα θα τους προλάβαινε και ο γερμανός κατακτητής δεν συγχωρούσε. Μέσα στις προσωπικές αυτές αναποδιές, ο μικρός Νίκος μεγαλώνει αγαπώντας το βιβλίο, διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια του και κάνοντας όνειρα να γίνει φιλόλογος. Η φτώχεια μόνο εύκολο δεν έκανε βέβαια το όνειρό του να διαβάζει, η ζωή του έκανε όμως το χατίρι να έχει γείτονα τυπογράφο, ο οποίος δάνειζε στον μικρό βιβλιοφάγο βιβλία με το τσουβάλι! Πέρα από τη λογοτεχνία, ο πιτσιρικάς διακρίνεται στον αθλητισμό και σημειώνει πολύ καλές επιδόσεις στο τριπλούν και το τρέξιμο, αν και σύντομα θα εγκατέλειπε τον στίβο για τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη, το ποδόσφαιρο! Το 1952 θα βρεθεί μάλιστα να παίζει μπάλα στην αγαπημένη του ομάδα, την ΑΕΚ, το σωματείο της προσφυγιάς…
Ηθοποιός και τραγουδιστής
Τελικά δεν έγινε ούτε φιλόλογος ούτε αθλητής, καθώς εντωμεταξύ είχε κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής. Πρότυπό του, ο Μάνος Κατράκης! Κι έτσι θα βρεθεί να σπουδάζει υποκριτική στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από το οποίο θα αποφοιτήσει το 1963, αν και μέχρι τότε είχε αρκετά χρονάκια στις πλάτες του ως θεατρικός ηθοποιός (από φοιτητής ακόμα!). Αφού συμμετείχε ως μέλος του χορού σε διάφορες τραγωδίες περιοδεύοντας με το Εθνικό στο εξωτερικό και ανέβηκε επισήμως στη θεατρική σκηνή ντεμπουτάροντας με την κομεντί «Βιργινία» του Θιάσου της κυρίας Κατερίνας, πήρε μέρος σε πολλές παραστάσεις και δοκίμασε τις δυνάμεις του ακόμα και στην επιθεώρηση, πριν τον κερδίσει ολοκληρωτικά ο κινηματογράφος. Οι 24 θεατρικές παραγωγές που έπαιξε πριν προσηλωθεί στο σελιλόιντ θα τον φέρουν μέλος των μεγαλύτερων θιάσων της εποχής, μεταξύ αυτών και του ινδάλματός του, Μάνου Κατράκη. Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έλαβε χώρα το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το εισπρακτοράκι», παίζοντας στο πλευρό των Βασίλη Αυλωνίτη και Νίκου Ρίζου. Παρά το γεγονός ότι οι ρόλοι έρχονται βροχή και η πορεία του στο ελληνικό σινεμά δείχνει ευοίωνη, μεγάλος πρωταγωνιστής θα γίνει το 1963, όταν ο σκηνοθέτης και παραγωγός της νεοσύστατης Κλακ Φιλμ, Απόστολος Τεγόπουλος, θα τον καθιερώσει κινηματογραφικά μέσω της αποκλειστικής συνεργασίας τους μέχρι και το 1971. Το ντεμπούτο του Ξανθόπουλου στην Κλακ Φιλμ θα γίνει το 1963 στις «Πληγωμένες Καρδιές», όπου θα ενσαρκώσει τον κακό κουνιάδο! Ο Ξανθόπουλος θα γίνει το παιδί του λαού από την επόμενη χρονιά, όταν και θα τυποποιηθεί στον αδικημένο από την κοινωνία που ξεσπά με τα σπαραξικάρδια τραγούδια του. Η εκκίνηση γίνεται με το φιλμ «Αγάπησα και πόνεσα», όπου όλα τα στοιχεία που τον εκτόξευσαν στην κινηματογραφική δόξα του τόπου μας είναι παρόντα…
Ο Ξανθόπουλος ερμηνεύει σωρεία τραγουδιών στα δράματα όπου πρωταγωνιστεί, κάτω από την καθοδήγηση του συνθέτη Απόστολου Καλδάρα και της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, γράφοντας μια δεύτερη καριέρα ως λαϊκός τραγουδιστής! Οι 30 δραματικές ταινίες που πρωταγωνίστησε απέδωσαν πλήθος επιτυχιών, οι οποίες θα του εξασφαλίσουν κατόπιν μια ζηλευτή καριέρα στο ελληνικό πεντάγραμμα με 330 τραγούδια!
Όσο για τις ταινίες, πέφτουν κυριολεκτικά βροχή: «Δίψα για ζωή», «Είμαι μια δυστυχισμένη», «Είναι μεγάλος ο καημός», «Ζωή γεμάτη πόνο», «Ο ζητιάνος μιας αγάπης» (όλες το 1964!), «Απόκληροι της κοινωνίας», «Καρδιά μου πάψε να πονάς», «Με πόνο και με δάκρυα», «Περιφρόνα με γλυκιά μου» (1965), «Έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ», «Ο άνθρωπος που γύρισε από τον πόνο», «Ο κατατρεγμένος», «Σκλάβοι της μοίρας» (1966)…
Ακολουθούν φιλμ κυριολεκτικά με το τσουβάλι: «Τα ψίχουλα του κόσμου», «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Άδικη κατάρα», «Η καρδιά ενός αλήτη», «Ξεριζωμένη γενιά», «Ταπεινός και καταφρονεμένος» (1968), « Για την τιμή και τον έρωτα», «Ένας άντρας με συνείδηση», «Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», «Η σφραγίδα του Θεού», «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» (1969), «Γιακουμής, μια ρωμέικη καρδιά», «Εσένα μόνο αγαπώ», «Ο αετός των σκλαβωμένων» (1970)…
Ο Ξανθόπουλος ίδρυσε το 1970 τον δικό του θίασο και περιόδευσε εκτεταμένα ανά την Ελλάδα, καθώς οι κινηματογραφικές του ημέρες άρχισαν να φθίνουν. Οι δυο τελευταίες ταινίες της περιόδου θα έρθουν το 1971 («Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη» και «Οι άνδρες ξέρουν ν’ αγαπούν») και η επόμενη παρουσία του στη μεγάλη οθόνη θα έρθει μόλις το 1995, στο φιλμ «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο». Η κινηματογραφική του παρουσία κλείνει το 2004 με το «Για πέντε διαμερίσματα και ένα μαγαζί». Μετά το 1971 ο Ξανθόπουλος σταμάτησε ουσιαστικά τις εμφανίσεις στο σινεμά και μεταπήδησε στο λαϊκό τραγούδι, γνωρίζοντας μια δεύτερη καριέρα στο πεντάγραμμο! Στα χρυσά χρόνια της δισκογραφίας του κυκλοφόρησε 9 δίσκους και άλλα 55 σινγκλ, στέλνοντας τον συνολικό αριθμό των τραγουδιών του στα 330 κομμάτια! Δάνεισε τη φωνή του σε αξέχαστες επιτυχίες των Καλδάρα, Ξαρχάκου, Σπανού, Άκη Πάνου, Μητσάκη και Χρήστου Νικολόπουλου… Το τραγούδι έγινε η πρωταρχική βιοποριστική ενασχόληση του Ξανθόπουλου, την οποία πλαισίωνε τώρα με μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό, όπου συνωστίζονταν οι Έλληνες της Ομογένειας για να τον απολαύσουν. Ο βετεράνος ηθοποιός γύριζε πια όλο τον κόσμο και τραγούδησε στις ΗΠΑ κάπου 15 φορές και άλλες πέντε στην Αυστραλία, ενώ στην Ευρώπη γύριζε και ξαναγύριζε για 25 περίπου χρόνια! Παρά το γεγονός ότι θεωρούσε διαχρονικά την τηλεόραση εχθρό και δεν την ήθελε, αφού πια βιοποριζόταν από τη φωνή του, το 1973 θα πάρει μέρος στην τηλεοπτική σειρά «Αγρίμια» και το 1981 θα παίξει τον καπετάνιο στο σίριαλ «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού». Τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση το 1994, στη δραματική σειρά «Στην Κόψη του Ξυραφιού». Ο Νίκος Ξανθόπουλος θα περάσει και από την εποχή της βιντεοκασέτας, αφού το 1989 θα τον βρει να ξανασυνεργάζεται με τον Τεγόπουλο στην τριλογία «Μινόρε μιας Καρδιάς» (που έφτασε μέχρι την κρατική τηλεόραση σε έναν κύκλο 16 επεισοδίων). Με τον Τεγόπουλο θα κάνει και την «Αγάπη που δε γνώρισε σύνορα», η οποία θα προβληθεί επίσης σε μορφή μίνι σειράς στην ιδιωτική τηλεόραση, αλλά και δύο ακόμα βιντεοταινίες, «Η καρδιά του πατέρα» και «Έρωτας στο περιθώριο»…
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Στην προσωπική του ζωή, ο Ξανθόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Όταν νυμφεύτηκε μάλιστα τη δεύτερη σύζυγό του, Ερυφίλλη, αρκετοί ηθοποιοί βγήκαν και τον κατσάδιασαν στα σκανδαλοθηρικά περιοδικά της εποχής ότι έπρεπε να παντρευτεί μια από τις ερωτοχτυπημένες γυναίκες του σιναφιού τους! Τόσες ήταν εξάλλου τσιμπημένες μαζί του, σύμφωνα με τα κουτσομπολιά του καιρού… Σήμερα, στα 82 του, ο Ξανθόπουλος έχει αποσυρθεί εδώ και πολλά χρόνια στο κτήμα του στην Αττική και πλέον δηλώνει αγρότης! «Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα φτάσω ογδόντα χρονών. Για δες λέω, Νικολάκη, τα κατάφερες. Είδες που φοβόσουνα όταν εννιά χρονών σε είχανε φυλακή οι Γερμανοί κι έτρεμες μήπως σε στείλουν να γίνεις σαπούνι; Ογδόντα χρόνια δεν είναι λίγα, μακάρι να τα φτάνανε κι άλλοι. Τώρα όπως είμαι απάνω-απάνω στο τελευταίο σκαλοπάτι και κοιτάζω κάτω, λέω μην απογοητεύεσαι για την κατάσταση. Δεν πιστεύω να κάνεις καμιά κουτουράδα διάβολε, έχεις παιδιά, εγγόνια, σύνελθε. Ο πλούτος σου είναι τα παιδιά σου». Στα τέλη του 2005 κυκλοφόρησε και η αυτοβιογραφία του «Όσα Θυμάμαι και Όσα Αγάπησα», όταν το αγαπημένο παιδί του λαού άρχισε να περιδιαβαίνει και πάλι την επικράτεια προωθώντας το μπεστ σέλερ βιβλίο του. Παππούς πλέον, ζει στον δικό του αγροτικό παράδεισο στην Παιανία, παράγοντας το κρασί του και ασχολούμενος με τη γη, και περνά τις μέρες του κοντά στη Φύση και δίπλα στην οικογένειά του. Αγαπημένη του ασχολία, ο κήπος του με τις τριανταφυλλιές, αλλά και η συγγραφή… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr