Ο αγαπημένος Χρόνης Εξαρχάκος, από τους νεαρούς ηθοποιούς της λεγόμενης «χρυσής φουρνιάς» του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60, δεν άργησε να πάρει τη θέση που του άξιζε και να μείνει αξέχαστος στις καρδιές του ελληνικού κοινού. Το αμίμητο μπριόζικο στιλ του, ο καταιγιστικός ρυθμός της ομιλίας και οι ιδιαίτερες γκριμάτσες του αρκούσαν για να γελά ο θεατής με την καρδιά του, αν και η πλούσια υποκριτική φαρέτρα του Εξαρχάκου είχε σαφώς πολλά περισσότερα κωμικά βέλη. Στο γεγονός ότι έφυγε δυστυχώς πολύ νωρίς από τη ζωή οφείλεται το ότι δεν πρόλαβε να ξεδιπλώσει πλήρως τη χαρακτηριστική κωμική του φλέβα, αν και αυτό το φαρμακερό «Βαγγέλη!» του που έκλεινε πόρτες έφτασε και περίσσεψε για να προκαλεί διαχρονικά σπασμούς από τα γέλια. Μεγάλος τυπίστας και χαρακτηριστικός δευτερορολίστας, ο Εξαρχάκος δεν καταλάβαινε από σταριλίκια και βεντετισμούς, κλέβοντας την παράσταση με τις απολαυστικές ερμηνείες και τη ζέση με την οποία ενσάρκωνε τους κωμικούς του ρόλους. Παρά το σύντομο του βίου του, που άφησε την πόρτα της κωμωδίας ορθάνοιχτη, πρόλαβε να εμφανιστεί σε 20 περίπου φιλμ, με τους ρόλους-έκπληξη να λογίζονται διαμάντια της κωμικής υποκριτικής. Κι όλα αυτά από ένα παιδί για όλες τις θεατρικές δουλειές που σκέφτηκε κάποια στιγμή να δοκιμάσει την τύχη του στο σανίδι! Όπως έλεγαν όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν προσωπικά, ο Χρόνης ήταν στην πραγματική του ζωή όπως και στους ρόλους του, σκορπώντας απλόχερα γέλιο ως μεγάλος χωρατατζής και καλαμπουρτζής. Ήταν όμως και άνθρωπος ιδιαιτέρως κυκλοθυμικός, με τα έντονα ξεσπάσματα και τις εκρήξεις θυμού του να μένουν παροιμιώδη στο ελληνικό θέατρο, εκεί όπου άφησε γερή κληρονομιά στην κωμωδία, παίζοντας σε περισσότερες από 60 επιθεωρήσεις. Η χαρακτηριστική φιγούρα του εμπορικού μας κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του 1970 κατάφερε να μας μείνει αξέχαστος με το πηγαίο χιούμορ, τις ευρηματικές ατάκες, τη θεατρική του παιδεία, αλλά και την ευγένεια και το ήθος του ως άνθρωπος και καλλιτέχνης. Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει ως «Βανζέλ Παπαντόν» στο «Μια κυρία στα μπουζούκια»; Ποιος δεν τον θυμάται στην «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια» (1966), στις «Γοργόνες και μάγκες» (1968), την «Παριζιάνα» (1969), τη «Μαριχουάνα στοπ» (1971) ή το «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971); Κλασικοί δευτεραγωνιστές που να κλέβουν πάντα με το χιούμορ και τη γλυκύτητά τους το χειροκρότημα δεν έχουν υπάρξει πολλοί και σίγουρα δεν είναι λίγοι αυτοί που θα ζήλευαν την απροσχημάτιστη απλότητα και ευκολία με την οποία συνήθιζε να εισβάλει ο Εξαρχάκος στις καρδιές του κοινού , για να μην ξαναφύγει ποτέ από κει…
Πρώτα χρόνια
Ο Πολυχρόνης Έξαρχος γεννιέται στις 18 Ιανουαρίου 1932 στην Ερμούπολη της Σύρου μέσα σε φτωχή νησιώτικη οικογένεια, αν και θα μεγαλώσει τελικά στην αθηναϊκή Πλάκα. Ήδη από παιδί πρέπει να φροντίζει την ανάπηρη μητέρα του, αναπτύσσοντας μια σχέση που θα καθοδηγεί έκτοτε τον βίο του. Ο ηθοποιός έζησε όλη του τη ζωή μαζί της και ήταν πολύ δεμένοι, αν και οι φίλοι και συνεργάτες ισχυρίζονταν διαρκώς (και συνήθιζαν να τον πειράζουν γι’ αυτό) ότι ο Χρόνης Εξαρχάκος (όπως ήταν το καλλιτεχνικό όνομα που υιοθέτησε) φοβόταν τη μητέρα του όσο τίποτα! Η μητέρα τον καταδυνάστευε ενδεχομένως, αν πιστέψουμε τα θεατρικά κουτσομπολιά, και δεν ενέκρινε ποτέ τις προσωπικές του επιλογές, κι έτσι μάνα και γιος μεγάλωσαν και έζησαν μαζί, καθώς ο Χρόνης δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε απέκτησε απογόνους. Για να βγάζει τα προς το ζην, ο Έξαρχος εργαζόταν ως τεχνικός θεάτρου σε διάφορους θιάσους και βρήκε κάποια στιγμή τη θέση του ως ηχολήπτης στο σχήμα των Κώστα Ρηγόπουλου-Κάκιας Αναλυτή. Οι ηθοποιοί βέβαια με τους οποίους ερχόταν σε καθημερινή επαφή πάντοτε τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την υποκριτική, καθώς το χιούμορ του ήταν πηγαίο και οι γκριμάτσες απορίας του όσο πιο κωμικές έπαιρνε! Κι έτσι όταν ο Ρηγόπουλος ανέβασε την παράσταση «Βίλα των οργίων», πρότεινε στον Χρόνη να ανέβει στο παλκοσένικο. Αυτό ήταν, ο Εξαρχάκος κόλλησε το μικρόβιο της υποκριτικής και έβαλε αμέσως πλώρη για τη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, απ’ όπου αποφοίτησε σχετικά όψιμα στη ζωή του, όντας πια στα 31 του χρόνια (1963). Αν και το άπλετο ταλέντο του θα ήταν το καλύτερο εισιτήριο που χρόνια δεν θα κοιτούσε…
Καριέρα
Με το που βγαίνει από τη σχολή το 1963, οι δουλειές έρχονται αμέσως τόσο σε θέατρο όσο και κινηματογράφο, καθώς το νεαρό φιντάνι το ήθελαν ξαφνικά όλοι. Σύντομα η θεατρική του καριέρα θα τον έφερνε σε συνεργασίες με όλους τους μεγάλους της εποχής και ο Χρόνης θα γίνει αναπόσπαστο μέλος της ελληνικής επιθεώρησης, συμμετέχοντας σε περισσότερες από 60 παραστάσεις. Έπαιξε με τον Μάνο Κατράκη -όταν το Λαϊκό Θέατρό του ήταν στις δόξες του- στο σεξπιρικό «Ιούλιος Καίσαρ» (1964), με την κυρία Κατερίνα στη «Χαρτοπαίχτρα», την «Αντροτραγανίστρα» και στο «Ελάτε να γελάσουμε», με τον Κώστα Βουτσά, τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο «Μην πατάτε τη χλόη» και τον «Καραγκιόζη στη Βουλή» και τόσα ακόμα. Οι θεατρικές επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, αν και ο Εξαρχάκος δεν εξαντλείται στην κωμωδία, αλλά του εμπιστεύονται και δραματικές ερμηνείες, στις οποίες ήταν όπως λέγεται εκπληκτικός. Το υποκριτικό του ταλέντο αναδείχτηκε ήδη από το 1966, όταν έπαιξε στον μνημειώδη «Γλάρο» του Τσέχοφ με τον Φέρτη και την Καλογεροπούλου, πραγματικός αστέρας έγινε όμως όταν πήρε μέρος στο θεατρικό αρχικά του Σακελλάριου «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» του θιάσου Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, προτού γυριστεί στην κλασική σήμερα ταινία. Με τους δυο πρωταγωνιστές έπαιξε και σε άλλα έργα, όπως στον «Κόσμο της Σούζι Βογκ» του Όσμπορν. Κάποια στιγμή έγινε συνθιασάρχης σε κωμωδίες και επιθεωρήσεις και άφησε τη δική του μοναδική σφραγίδα στο νεοελληνικό θέατρο. Αντίστοιχη επιτυχία γνώρισε και στο μεγάλο πανί, το οποίο τον λάτρεψε και τον εμπιστεύτηκε ήδη από την επόμενη χρονιά που ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το ντεμπούτο του θα λάβει χώρα στο υπέροχο «Διαζύγιο αλά ελληνικά» το 1964 και την ίδια χρονιά θα προλάβει να παίξει σε άλλες δύο ταινίες, στο «Έκλεψα τη γυναίκα μου» και τον «Καταφερτζή»!
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 θα είναι ήδη αναγνωρίσιμο αστέρι, καθώς οι ρόλοι του μιλούν από μόνοι τους: «Μόνο για σένα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Διπλοπενιές» (1966), «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), «Ο γόης» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Η παριζιάνα» (1969)… Παρόλο που δεν ερμήνευε τους πρώτους ρόλους, οι ατάκες του γίνονταν συχνά φράσεις της καθημερινότητας, καθώς η αδιόρατη ειρωνεία του έκρυβε συνήθως μέσα της πετυχημένα κοινωνικά σχόλια. Η δεκαετία του 1970 θα του φέρει επιτυχίες και μόνο επιτυχίες: «Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσας» (1971), «Ο κατεργάρης» (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Μαριχουάνα stop!» (1971), «Είσαι στην ΕΟΚ; Μάθε για την ΕΟΚ» (1981) και «Γκαρσονιέρα για δέκα» (1981).
Παρά το γεγονός ότι ταυτίστηκε με την κινηματογραφική κωμωδία, ο Εξαρχάκος ήταν μοναδικός στο δράμα, όπως πρόλαβε να μας δείξει στο φιλμ «Γυμνοί στο δρόμο», όπου υποδύεται τον τρελό της γειτονιάς, αλλά και στην ταινία του 1970 «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο», με τη σκηνή της αυτοκτονίας του να είναι για κινηματογραφικό ανθολόγιο. Σε ένα άγνωστο περιστατικό της καριέρας του, ο Εξαρχάκος πήρε μέρος στην ανολοκλήρωτη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Forminx Story» το 1965, αν και την ερμηνεία του αυτή δεν θα την απολάμβανε ποτέ το κοινό. Όσο για τη μικρή οθόνη, πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά του Αλέξη Τριανταφύλλου «Ένας απίθανος ντετέκτιβ», που προβλήθηκε το 1973 από την ΥΕΝΕΔ, ενσαρκώνοντας έναν ιδιωτικό ερευνητή που έμπλεκε διαρκώς σε απίθανες καταστάσεις και έφτανε πολύ μακριά για να εξιχνιάσει τις υποθέσεις των πελατών του.
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Ολοκληρώνοντας το 1982 την παράσταση που έμελλε να είναι η τελευταία του, «Το παραμύθι πάει σύννεφο» στο Θέατρο Ακροπόλ, αλλά και την κινηματογραφική ταινία «Εδώ και τώρα αγγούρια! Πόσα φάγατε σήμερα;» του Δαδήρα, ο Εξαρχάκος νόσησε σοβαρά και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για τον καρκίνο που τον κατέτρωγε στο Λονδίνο, αν και η εγχείριση δεν πήγε καλά. Ζώντας πάντα διακριτικά, χωρίς σκάνδαλα και προκλήσεις, έμενε ισοβίως με τη μητέρα του μετρώντας μια σχέση που σφραγίστηκε από το δίπολο παθολογική αγάπη-καταπίεση. Εκεί απέδιδε ο Γιάννης Δαλιανίδης τις παροιμιώδεις κυκλοθυμίες του Εξαρχάκου, περνώντας αυτόματα από το κέφι και το γέλιο σε βαθιά μελαγχολία και εκρήξεις θυμού. Προσβεβλημένος από καρκίνο των οστών, ταλαιπωρήθηκε πολύ στα τελευταία του δίνοντας με αξιοπρέπεια την άνιση μάχη. Ακόμα και μέσα στην προσωπική του οδύσσεια όμως δεν έχανε ποτέ το χιούμορ του, όπως θυμάται ο Κώστας Βουτσάς για τον αγαπημένο του φίλο, ο οποίος με την κατάστασή του επιβαρυμένη και μόνιμα στο νοσοκομείο πια συνήθιζε να πειράζει τις νοσοκόμες και να σπάει συνεχώς πλάκα. Έτσι έφυγε από τη ζωή στις 27 Σεπτεμβρίου 1984, σαν ένα κακόγουστο αστείο, με τους λιγοστούς φίλους του πάντα μοναχικού Χρόνη να διαμαρτύρονται ότι όλοι τον είχαν ξεχάσει ενόσω εκείνος έλιωνε από την επάρατο στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας». Η κηδεία του έγινε την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Όσο για τη μητέρα του, δεν άντεξε τον χαμό του και έφυγε και η ίδια από τη ζωή την επόμενη χρονιά μαραζωμένη… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr