Ο πολυπαινεμένος Μακάρθουρ παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους αμερικανούς αξιωματικούς της Ιστορίας, σύμβολο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού στρατιωτικής υπεροχής και τακτικών μάχης. Ήρωας των ΗΠΑ και μπαρουτοκαπνισμένος όσο λίγοι, ο Μακάρθουρ πήρε μέρος τόσο στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και τις εχθροπραξίες της Κορέας, αν και εκεί που έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο του ήταν στο θέατρο του Ειρηνικού κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ως γιος λοχαγού του αμερικανικού στρατού, η επαγγελματική μοίρα του νεαρού Ντάγκλας ήταν λες σφραγισμένη, καθώς φοίτησε σε στρατιωτική σχολή για να ακολουθήσει τα πατρικά χνάρια. Από διοικητής μεραρχίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφτασε να έχει υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος των Συμμαχικών Δυνάμεων στον Ειρηνικό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα όλο το στράτευμα του ΟΗΕ στον Πόλεμο της Κορέας. Αν και ήταν μεταξύ των κορυφαίων αναμφίβολα στρατηγών που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος, τα χρονικά του παραμένουν αμφιλεγόμενα. Όσοι υπηρετούσαν υπό τις διαταγές του, είτε τον λάτρευαν είτε τον μισούσαν, μέση οδός δεν υπήρχε. Δαιμόνιος τακτικιστής και στρατηγική ιδιοφυία, ο Μακάρθουρ τιμήθηκε με περισσότερα από 100 μετάλλια για τα ανδραγαθήματά του στο πεδίο της μάχης και βραβεύτηκε τόσο από τη χώρα του όσο και από πάμπολλες ξένες δυνάμεις, ως αναγνώριση της προσφοράς του στην αναχαίτιση των Δυνάμεων του Άξονα. Ως προσωπικότητα ήταν βέβαια βαθύτατα αινιγματική και συχνότατα αντιφατική. Σύμφωνα με τις αναφορές, ήταν για άλλους εγωπαθής, απόμακρος και με άκρως επιτηδευμένη συμπεριφορά, αν και για τους κατώτερους επιτελάρχες ήταν ένας ζεστός και ταπεινός στρατηγός με αυξημένη νοημοσύνη και άκρατο πατριωτισμό. Φαίνεται πάντως πως ήταν αρκετά ασυνήθιστος και ιδιαίτερος άνθρωπος, καθώς απαιτούσε τυφλή υπακοή και άμεση εκτέλεση των διαταγών του, αν και ο ίδιος φαινόταν σχετικά απρόθυμος να εκτελέσει τις εντολές των δικών του ανωτέρων! Αν και κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ τα πατριωτικά του ιδεώδη και τον ζήλο του στα ιδανικά της τιμής και της ανδρείας. Μετά τον θρύλο της Νορμανδίας, στρατηγό Τζορτζ Πάτον, και τον βρετανό θριαμβευτή του Β’ Παγκοσμίου, Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, ώρα να δούμε άλλον έναν ξακουστό νικητή των Συμμάχων…
Πρώτα χρόνια
Ο Ντάγκλας Μακάρθουρ γεννιέται στις 26 Ιανουαρίου 1880 στη στρατιωτική βάση του Λιτλ Ροκ (Άρκανσο), μέσα σε οικογένεια με μεγάλη στρατιωτική ιστορία στις πλάτες της. Ο πατέρας του ήταν λοχαγός κατά τη στιγμή της γέννησης του Ντάγκλας και είχε τιμηθεί με μετάλλιο ανδρείας για τα ανδραγαθήματά του στον Στρατό της Ένωσης, την ίδια ώρα που τα αδέλφια της μητέρας του είχαν πολεμήσει στον αμερικανικό εμφύλιο με τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας και δεν πήγαν καν στον γάμο της με τον εχθρό! Ο μικρός Ντάγκλας μεγαλώνει λοιπόν με τους δύο αδελφούς του μέσα στις στρατόπεδα που υπηρετούσε κατά καιρούς ο πατέρας του και μαθαίνει από μικρός ιππασία αλλά και στρατιωτική πειθαρχία. Το 1893, όταν ο λοχαγός πήρε άλλη μια απόσπαση για το Σαν Αντόνιο του Τέξας, έστειλε τον γιο του στη στρατιωτική σχολή του Τέξας. Άσος στα σπορ και πολύ γερός στα μαθήματα, ο Ντάγκλας διακρίθηκε στις σχολικές του επιδόσεις και ολοκληρώνοντας το σχολείο μία θα μπορούσε να είναι η επιλογή: η περίφημη στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ! Αφού διαπρέψει και εκεί, αποφοιτεί το 1903 με τιμές και επαίνους. Ο φέρελπις ανθυπολοχαγός τοποθετείται στο Μηχανικό και περνά την επόμενη δεκαετία σε διάφορα πόστα. Αυτό που χαρακτήρισε την πρώτη αυτή στρατιωτική του καριέρα ήταν οι συχνές προαγωγές, καθώς ο ασίγαστος αξιωματικός ταξίδευε διαρκώς αναλαμβάνοντας διάφορες αποστολές σε Ιαπωνία, Φιλιππίνες και Μεξικό, ενώ το 1914 θα βρεθεί στη Γαλλία, έχοντας διατελέσει υπασπιστής πολλών προβεβλημένων επιτελαρχών, αλλά και του ίδιου του προέδρου Θίοντορ Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο…
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μακάρθουρ παίρνει άλλη μια προαγωγή, τώρα σε ταγματάρχη, και πλέον διοικεί την Υπηρεσία Πληροφοριών του Υπουργείου Πολέμου. Όταν όμως οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, ο Μακάρθουρ καταθέτει στον αρμόδιο υπουργό ένα σχέδιο ενεργοποίησης της Εθνοφυλακής για να πολεμήσει στο πλευρό του τακτικού στρατού. Η 42η Μεραρχία, που απαρτίστηκε πράγματι από στρατιώτες διαφόρων σωμάτων και όπλων (γι’ αυτό και ονομάστηκε «Μεραρχία Ουράνιο Τόξο»), κατά τις υποδείξεις του πάντα, απέπλευσε για την Ευρώπη και είχε φυσικά διοικητή τον συνταγματάρχη τώρα Ντάγκλας Μακάρθουρ! Το 1917-1918 ο Μακάρθουρ θα πάρει μέρος σε πολλές μάχες του Α’ Παγκόσμιου και θα διακριθεί επανειλημμένως για τα ηγετικά του χαρίσματα, αλλά και την ανδρεία του στο πεδίο της μάχης. Ως ο νεότερος σε ηλικία διοικητής μεραρχίας του στρατεύματος, ο Μακάρθουρ διοικούσε άοπλος τις δυνάμεις του από την πρώτη γραμμή του πυρός ουρλιάζοντας διαρκώς στους στρατιώτες του να παρελαύνουν με θάρρος και τόλμη. Ούτε κράνος ούτε μάσκα αερίων φόρεσε ποτέ, καθώς ισχυριζόταν ότι ο εχθρός δεν μπορούσε να τον πλήξει! Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, ο Μακάρθουρ προβιβάζεται σε ταξίαρχο, παρασημοφορείται ευρύτατα και χαρακτηρίζεται από τους ανωτέρους του ως ο «καλύτερος ποτέ πολεμιστής του στρατού μας». Ο ίδιος ο στρατηγός Τζον Πέρσινγκ τον αποκάλεσε «τον μεγαλύτερο στρατιωτικό ηγέτη που διαθέτουμε»! Ο νεότερος ποτέ ταξίαρχος του αμερικανικού στρατού (38 ετών) ξεπήδησε από τον Μεγάλο Πόλεμο ως ο πιο ικανός στρατιωτικός, αφήνοντας πίσω ακόμα και τον Τζορτζ Μάρσαλ. Αν και οι κακές γλώσσες διατείνονται σταθερά ότι οι προαγωγές και τα παράσημά του έρχονται λόγω του ονόματος του υποστράτηγου πια πατέρα του, αλλά και των οικογενειακών σχέσεων με τους ανώτερους επιτελάρχες του. Ο Μακάρθουρ αναλαμβάνει διοικητής της σχολής ευελπίδων του Γουέστ Πόιντ, μια θέση που θα κρατήσει για τα επόμενα τρία χρόνια. Σε αυτό το διάστημα θα παντρευτεί την πρώτη του σύζυγο, Louise Cromwell Brooks, και θα αφήσει έργο τομής στη στρατιωτική εκπαίδευση, εισάγοντας στις στρατιωτικές ακαδημίες μαθήματα διοίκησης και οικονομίας. Το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1920 θα το περάσει σε διάφορες υψηλόβαθμες στρατιωτικές θέσεις, την ίδια ώρα που προήδευε πια της Αμερικανικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Αυτή την περίοδο της ειρήνης του Μεσοπολέμου θα έρθουν αρκετές μαύρες στιγμές της καριέρας του, όταν κατέστειλε βίαια μια κινητοποίηση βετεράνων του Α’ Παγκοσμίου αλλά και πέρασε από στρατοδικείο-παρωδία έναν στρατηγό που καλούσε σε μεγαλύτερες εξοπλιστικές δαπάνες για λογαριασμό της αεροπορίας. Το 1935 αναλαμβάνει διοικητής δικού του επιτελείου και καλεί κοντά του τους συνταγματάρχες ακόμα Μάρσαλ και Αϊζενχάουερ, παρά τις κάκιστες σχέσεις που διατηρούσαν ήδη μεταξύ τους. Το 1937 θα αναλάβει καθήκοντα αρχιστρατήγου των Φιλιππίνων με διαταγές να οργανώσει εκεί τακτικό στρατό, καθώς παρά την ανεξαρτησία της χώρας, παρέμενε σταθερά προσδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ. Υπασπιστής του ήταν ο Αϊζενχάουερ. Την ίδια χρονιά θα έρθει στη ζωή ο μοναχογιός του Άρθουρ, καρπός του δεύτερου γάμου του με την Jean Faircloth (με την Cromwell χώρισαν το 1929), και θα εμπλακεί σε έναν κυκεώνα αποκαλύψεων της πρώτης του συζύγου ότι οι προαγωγές του ήταν αποτέλεσμα οικογενειακών σχέσεων. Φανατικός αντικομμουνιστής, ο Μακάρθουρ θα γίνει ένας από τους πιο φλογερούς κήρυκες που προειδοποιούσαν για την «κόκκινη» απειλή τόσο τις ΗΠΑ όσο και τις άλλες δυτικές χώρες. Λέγεται ότι ο πρόεδρος Ρούσβελτ τον ξαπέστειλε στις Φιλιππίνες για να ησυχάσει από τις παραινέσεις του να αναλάβει δράση κατά των Σοβιετικών…
Περλ Χάρμπορ, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Πόλεμος της Κορέας
Παροπλισμένος στις Φιλιππίνες και σχετικά ξεχασμένος πια, ο Μακάρθουρ επανήλθε τάχιστα στα καθήκοντά του με επείγουσα απόφαση του Υπουργείου Πολέμου τον Ιούλιο του 1941. Ως αντιστράτηγος πια, ανέλαβε τη διοίκηση των αμερικανικών δυνάμεων στην Άπω Ανατολή, έχοντας έδρα τις Φιλιππίνες. Ο Μακάρθουρ δεν πίστευε ότι η Ιαπωνία θα προέβαινε σε επίθεση κατά της Αμερικής, παρά τις προειδοποιήσεις των ανωτέρων του και ειδικά του Μάρσαλ, τον οποίο απεχθανόταν εξάλλου. Κι έτσι ακόμα και μετά την αιφνιδιαστική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, καθυστέρησε ώρες και ώρες να θέσει τις δυνάμεις του σε συναγερμό, συντελώντας έτσι κι αυτός με τη σειρά του στην ολέθρια καταστροφή που υπέστη ο αμερικανικός στόλος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ιαπωνική εισβολή στις Φιλιππίνες την ίδια χρονιά ανάγκασε τις αμερικανικές δυνάμεις του Μακάρθουρ να εγκαταλείψουν άρον άρον το νησί! Η προέλαση του εχθρού τον ώθησε να καταφύγει κατατροπωμένος τον Μάρτιο του 1942 στην Αυστραλία, όπου και θα προβεί στη μεγαλόστομη δήλωσή του: «Ξέφυγα και θα επιστρέψω».
Θα περνούσαν μάλιστα δύο χρόνια για να τηρήσει ο Μακάρθουρ την υπόσχεσή του: μέσα από μια καλά υπολογισμένη και σταδιακή αντεπίθεση κατά των ιαπωνικών δυνάμεων, με προοδευτική κατάληψη νησιών και οχυρών του εχθρού, πήρε κάποια στιγμή το πάνω χέρι στον Ειρηνικό. Παρά το κακό ξεκίνημά του, απέδειξε την ηγετική του αξία συντονίζοντας υποδειγματικά (αν και όχι χωρίς λάθη και παράτολμες ενέργειες) στρατό ξηράς, ναυτικό και αεροπορία, μετρώντας μια σειρά από εμφατικές νίκες που τον έστεψαν «καίσαρα του αμερικανικού στρατού». Μέσα στους θριάμβους που σημείωνε πια σωρηδόν, ο Μακάρθουρ δεν έχανε ευκαιρία να καταφέρεται ανοιχτά κατά της πολιτειακής ηγεσίας, αλλά και της στρατιωτικής, ισχυριζόμενος αγέρωχα πως ήταν λάθος η επικέντρωση της αμερικανικής στρατηγικής στην Ευρώπη και όχι στον Νοτιοδυτικό Ειρηνικό. Κι έτσι όταν τον Οκτώβριο του 1944 δήλωσε περιχαρής «επέστρεψα» και ο Ρούσβελτ τον διόρθωσε λέγοντας πως έπρεπε να πει «επιστρέψαμε», ο Μακάρθουρ έκανε πως δεν άκουσε! Για τον θρίαμβο του Ειρηνικού παρασημοφορήθηκε και πάλι και πήρε άλλη μια προαγωγή, ως στρατηγός πια του αμερικανικού στρατού (Δεκέμβριος του 1944), όντας τώρα στα 65 του χρόνια. Στο τέλος του πολέμου, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν τον έχρισε ανώτατο διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων και ο ίδιος υποδέχθηκε την ιαπωνική επιτροπή πάνω στο θωρηκτό «Μιζούρι» στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 για την παράδοση της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τα επόμενα έξι χρόνια (1945-1951) θα τα περάσει στο Τόκιο ως επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, επιτηρώντας την εκ νέου ανοικοδόμηση της χώρας αλλά και τον πλήρη αφοπλισμό των ιαπωνικών οχυρών που πολεμούσαν ακόμα, παρά την παράδοση. Όταν εισέβαλαν οι Βορειοκορεάτες στη Νότια Κορέα τον Ιούνιο του 1950, τα νεοϊδρυθέντα Ηνωμένα Έθνη τον έχρισαν επικεφαλής των ενωμένων δυνάμεών τους. Ο Μακάρθουρ, παρά την εκ νέου αργοπορημένη αντίδρασή του, θα αποδείξει για άλλη μια φορά τη στρατηγική του ευφυΐα αψηφώντας το εγκεκριμένο σχέδιο επίθεσης και κάνοντας τα δικά του! Η επίθεσή του τον Σεπτέμβριο ήταν αποτελεσματικότατη και έτρεψε τους εισβολείς σε φυγή. Ως αγύριστο κεφάλι όμως που ήταν, αγνόησε για άλλη μια φορά τις υποδείξεις για επικείμενη κινεζική επίθεση κι έτσι αιφνιδιάστηκε και πάλι τον Οκτώβριο από τη μεγάλης κλίμακας κινεζική αντεπίθεση, όταν αναγκάστηκε να αποσυρθεί κάτω από τη Σεούλ. Τότε, στον απόηχο της ηχηρής του ήττας, ήταν που κάλεσε από τα Μέσα ολομέτωπη επίθεση στην Κίνα, παρά τις ρητές υποδείξεις του Τρούμαν να κρατήσει τις απόψεις για τον εαυτό του. Εξοργισμένος ο αμερικανός πρόεδρος από τα θρασύτατα καμώματα του στρατηγού του, τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον Απρίλιο του 1951…
Τελευταία χρόνια
Επιστρέφοντας σε αμερικανικό έδαφος για πρώτη φορά από το 1937, ο Μακάρθουρ έγινε δεκτός με αλαλαγμούς ως εθνικός ήρωας. Ο λαϊκός ενθουσιασμός καταλάγιασε ωστόσο όταν εξεταστική επιτροπή της Γερουσίας τον κάλεσε να λογοδοτήσει για την εσπευσμένη απόλυσή του από το στράτευμα, διερευνώντας παράλληλα αν ήταν νόμιμη η απόταξή του. Ο Μακάρθουρ μπλέχτηκε στη δίνη του πολιτικού παιχνιδιού, αν και έδειξε για άλλη μια φορά τον αλαζονικό του χαρακτήρα λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οι παλιοί στρατιώτες δεν πεθαίνουν ποτέ, απλά σιγοσβήνουν».
Οι Ρεπουμπλικανοί προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το λαϊκό του έρεισμα προσπαθώντας να τον προωθήσουν για το προεδρικό χρίσμα του κόμματος τόσο το 1944, όσο και το 1948 και το 1952. Ο ίδιος περνούσε τώρα τον καιρό του στην Ουάσιγκτον, εκτοξεύοντας κατηγορίες κατά του Τρούμαν που άφηνε τον κομμουνισμό να εξαπλωθεί στην οικουμένη και προσπαθώντας να υπερασπιστεί τη δράση του στην Κορέα. Το 1952 συναντήθηκε επίσης με τον άσπονδο φίλο του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, που είχε μόλις εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ, και τον συμβούλευσε για τον ιδανικότερο στα μάτια του τρόπο να τελειώνει μια και καλή με τον πόλεμο στην Κορέα: μέσω εκτεταμένης χρήσης πυρηνικών! Ευτυχώς ο Αϊζενχάουερ απέρριψε το σχέδιό του. Έπειτα από τη μικρή και αποτυχημένη εμπλοκή του στο πολιτικό σκηνικό, ο Μακάρθουρ μετακόμισε με τη σύζυγό του στη Νέα Υόρκη, όπου ανέλαβε καθήκοντα προέδρου στο διοικητικό συμβούλιο του κατασκευαστή γραφομηχανών Remington Rand. Τώρα μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ των νέων του καθηκόντων αλλά και της συγγραφής των απομνημονευμάτων του, τα οποία θα εκδοθούν αργότερα σε βιβλίο αλλά και σταδιακά στο περιοδικό «Life». Οι εμφανίσεις του στη δημόσια σφαίρα είναι τώρα σποραδικές, αν και οι επόμενοι πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον θα σπεύσουν να τον συμβουλευτούν σε στρατιωτικά θέματα που ανέκυψαν κατά τις θητείες τους.
Κάποια στιγμή αποσύρθηκε εντελώς από τον δημόσιο βίο και ζούσε πια σαν ερημίτης σε γνωστό νεοϋορκέζικο ξενοδοχείο. Ο Ντάγκλας Μακάρθουρ άφησε την τελευταία του πνοή στην Ουάσιγκτον στις 5 Απριλίου 1964, σε ηλικία 84 ετών. Ενταφιάστηκε δημοσία δαπάνη ως ήρωας πολέμου… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr