Ηγέτης των παρτιζάνων στον Β’ Παγκόσμιο, αρχιστράτηγος, πρωθυπουργός, πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, δεν ήταν και πολλοί οι ρόλοι που δεν διαδραμάτισε ο άνθρωπος που κράτησε το τιμόνι της χώρας για 35 συναπτά έτη, καταφέρνοντας να διατηρήσει την πάντα εύθραυστη συνοχή της. Ο Τίτο ανήλθε στην εξουσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο και παρέμεινε πρόεδρος ως τον θάνατό του το 1980, ως ο απόλυτος αρχιτέκτονας της λεγόμενης «Δεύτερης Γιουγκοσλαβίας», μιας σοσιαλιστικής ομόσπονδης ένωσης που άντεξε μέχρι το 1991. Ο Τίτλο έμελλε να γίνει ο πρώτος κομμουνιστής ηγέτης παγκοσμίως που αψήφησε τη σοβιετική ηγεμονία και θέλησε να αποδεσμευτεί από το άρμα του σταλινισμού, εφευρίσκοντας έναν δικό του σοσιαλιστικό δρόμο που οι ιστορικοί θα ονόμαζαν «εθνικό κομμουνισμό». Την ίδια στιγμή, κήρυξε την ουδετερότητα από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου, με τους τακτικισμούς και τη στρατηγική του στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα να του εξασφαλίζουν τον τίτλο ενός από τους πιο επιδέξιους πολιτικούς του σύγχρονου κόσμου. Η Ιστορία δεν θα έχει εύκολο έργο στην οριστική της ετυμηγορία για τον διαφορετικό και φιλόδοξο αυτό δικτάτορα των Βαλκανίων…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιόζιπ Μπρος γεννιέται στις 7 Μαΐου 1892 σε χωριό της Κροατίας (τότε τμήμα της Αυστροουγγαρίας), στα βορειοδυτικά του Ζάγκρεμπ, από κροάτη πατέρα και σλοβένα μητέρα. Μεγάλωσε μέσα στην πολυπληθή αγροτική οικογένεια και το 1907 θα βρεθεί στη δούλεψη κλειδαρά, όπου θα παραμείνει τρία χρόνια μαθαίνοντας την τέχνη του σιδερά. Το 1910 θα εγκαταλείψει τη δουλειά του για να ενταχθεί στις τάξεις του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αλλά και στο συνδικάτο των χαλυβουργών. Αφού δούλεψε ως μεταλλουργός σε πολλές φάμπρικες της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας, κατατάχθηκε το 1913 στον Αυτοκρατορικό Στρατό της Αυστροουγγαρίας και αφού ολοκλήρωσε την υποτυπώδη εκπαίδευση του λοχία, στάλθηκε στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Οι αρχές του 1915 θα τον βρουν στο ρώσικο μέτωπο, όπου τραυματίζεται σοβαρά και πέφτει στα χέρια των Ρώσων τον Απρίλιο του 1915. Αφού πέρασε αρκετούς μήνες στην ανάρρωση, θα σταλεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, όπου και θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τις ιδέες των Μπολσεβίκων που δονούσαν ήδη τη Ρωσία. Το 1917 συμμετείχε στις ογκώδεις διαδηλώσεις της Αγίας Πετρούπολης, συλλαμβάνεται όμως και φυλακίζεται. Αφού θα το σκάσει από τα χέρια των Ρώσων, παίρνει μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ενταγμένος πια στις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού. Στη Σιβηρία, στο Ομσκ όπου υπηρετούσε, θα παντρευτεί μια Ρωσίδα, με την οποία θα καταφύγουν τον Οκτώβριο του 1920 στη γενέτειρά του την Κροατία, που είχε γίνει μόλις μέλος του νεοσύστατου Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, πάνω ακριβώς στις στάχτες της πάλαι ποτέ αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Ο ταγμένος μπολσεβίκος Μπρος θα ενταχθεί αμέσως στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ)…
Σφοδρός κομμουνιστής
Η καριέρα του Μπρος ως «κόκκινου» αντάρτη θα ανακοπεί αιφνίδια τον Δεκέμβριο του 1920, όταν με κρατικό φιρμάνι απαγορεύεται κάθε κομμουνιστική δράση στο νεότευκτο βασίλειο. Χάνει έτσι τη δουλειά του στο κλειδαράδικο του Ζάγκρεμπ και αναγκάζεται να αποσυρθεί στην επαρχία, όπου θα δουλέψει ως μηχανικός σε τοπικό μύλο μέχρι το 1923. Εκεί θα αποκτήσει τρία παιδιά, μόλις ένα θα καταφέρει ωστόσο να επιβιώσει. Ο Τίτο παντρεύτηκε συνολικά πέντε φορές και επισήμως απέκτησε δύο παιδιά. Έχοντας επανασυνδεθεί με τα μέλη του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Τίτο μετατρέπεται σε σύνδεσμο του κόμματος και τοπικό αξιωματούχο, λειτουργώντας ταυτοχρόνως ως αρχισυνδικαλιστής στα σωματεία Κροατίας και Σερβίας μέχρι το 1927, όταν θα ενταχθεί στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΓ στο Ζάγκρεμπ, όπου και έγινε σύντομα οργανωτικός γραμματέας. Οι εντατικές δράσεις του στο εσωτερικό του κόμματος θα προσελκύσουν σύντομα την προσοχή της Μόσχας, η οποία θα τον ανταμείψει κάνοντάς τον γενικό γραμματέα της επιτροπής του Ζάγκρεμπ τον Απρίλιο του 1928. Η νέα δράση του στον δρόμο και οι διαδηλώσεις που οργανώνει θα του φέρουν όμως προβλήματα με τον νόμο: τον Αύγουστο του 1928 η αστυνομία βρίσκει εμπρηστικό υλικό και εύφλεκτες ύλες στο διαμέρισμά του και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλακή. Όταν αποφυλακίστηκε τον Μάρτιο του 1934, το ΚΚΓ είχε ήδη δεχτεί αποφασιστικά πλήγματα και ο Τίτο επιστρατεύτηκε από την εξόριστη ανώτατη ηγεσία του Κόμματος για την αναβίωσή του. Καλείται στο μυστικό στρατηγείο της Βιέννης, υιοθετεί το ψευδώνυμο «Τίτο» και μετακομίζει στη Σοβιετική Ένωση, όπου θα παραμείνει από τον Φεβρουάριο του 1935 ως τον Οκτώβριο του 1936, ισχυροποιώντας τους δεσμούς του με τη μαμά ΕΣΣΔ. Μέχρι το 1937 ήταν πια ένα από τα πιο προβεβλημένα στελέχη του παράνομου κομμουνιστικού δικτύου της Γιουγκοσλαβίας και μετά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937-1938, που άφησαν εν πολλοίς ακέφαλο το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας, αναλαμβάνει καθήκοντα γενικού γραμματέα (επισήμως από το 1939). Πολλοί τον κατηγορούν ότι κατηύθυνε τον Στάλιν στις γιουγκοσλαβικές εκκαθαρίσεις, ο ίδιος ήταν όμως παντοδύναμος τώρα. Τον Οκτώβριο του 1940 σκιαγραφεί την «κόκκινη» στρατηγική, που δεν ήταν άλλη από την ένοπλη αντίσταση και τη δημιουργία σοσιαλιστικού καθεστώτος καταμεσής της εθνικής κρίσης της χώρας. Το κόμμα του είχε 7.000 άντρες και άλλους 17.000 η κομμουνιστική νεολαία…
Ηγέτης των παρτιζάνων
Οι δυνάμεις του Άξονα καταλαμβάνουν και διαμελίζουν τη Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941 και ο Τίτο βρίσκει την ευκαιρία για ένοπλο αγώνα που τόσο λαχταρούσε. Οι ετοιμοπόλεμες αντάρτικες λεγεώνες του ρίχνονται στον αγώνα της Αντίστασης και κάτω από τον μανδύα της εθνικής απελευθέρωσης, προάγεται ο σκιώδης στόχος της ανάληψης της εξουσίας. Οι δυνάμεις του Τίτο αποτελούσαν πια κίνδυνο όχι μόνο για τον κατακτητή, αλλά και για την εξόριστη βασιλική οικογένεια της Γιουγκοσλαβίας αλλά και τους σέρβους υποστηρικτές της. Το 1943, αφού οι αντιστασιακές του δυνάμεις επιβίωσαν από το σφοδρό σφυροκόπημα των Ναζί μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου, οι Σύμμαχοι τον αναγνώρισαν ως ηγέτη των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων και ανάγκασαν την εξόριστη στο Λονδίνο βασιλική εξουσία να τα βρει μαζί του. Εντωμεταξύ, ο Κόκκινος Στρατός, επικουρούμενος από τους αντάρτες του Τίτο (Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Γιουγκοσλαβίας), απελευθερώνει τη Σερβία τον Οκτώβριο του 1944, σφραγίζοντας έτσι τόσο τη μοίρα της βασιλικής δυναστείας όσο και τους «κόκκινους» του Τίτο. Μέχρι τον Μάιο του 1945, ο κομμουνιστικός έλεγχος όλης της Γιουγκοσλαβίας ήταν σχεδόν γεγονός…
Η διαμάχη με τον Στάλιν
Ο Τίτο εγκαθίδρυσε περαιτέρω την εξουσία του το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1945 εκκαθαρίζοντας την κυβέρνησή του από τους μη κομμουνιστές και διοργανώνοντας εκλογές που νομιμοποίησαν την αποτίναξη της βασιλείας. Εκτεταμένες νοθείες σημειώθηκαν στις ιστορικές εκείνες εκλογές. Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας ιδρύεται επισήμως με το νέο Σύνταγμα του 1945, που δεν είναι παρά αντιγραφή του σοβιετικού. Πολλοί πέρασαν από δίκες-παρωδία, ακόμα και στελέχη του ΚΚΓ, ώστε να προσδεθεί ακόμα περισσότερο η «κόκκινη» Γιουγκοσλαβία στα κελεύσματα του «Πατερούλη» και να εναρμονιστεί με το καθεστώς της Μόσχας. Οι υπερβολές του Τίτο όμως στο παιχνίδι της σοβιετικής μίμησης εκνεύρισε κάποια στιγμή τη Μόσχα, όπως φυσικά και η ανεξαρτησία που θέλησε να ακολουθήσει ο γιουγκοσλάβος ηγέτης στην εξωτερική πολιτική και ειδικά με τη ριψοκίνδυνη υποστήριξή του στους κομμουνιστές αντάρτες της Αλβανίας και της Ελλάδας, εκεί δηλαδή που ο Στάλιν είχε προκρίνει ουδετερότητα και αναμονή. Κι έτσι την άνοιξη του 1948 ο Στάλιν εγκαινίασε νέα περίοδο εκκαθαρίσεων στο ΚΚΓ, αν και απέτυχε παταγωδώς. Ο Τίτο κράτησε το τιμόνι του ΚΚΓ, αλλά και του στρατού και της μυστικής αστυνομίας, εγκαινιάζοντας μια περίοδο φραστικού πολέμου, οικονομικού μποϊκοτάζ, ακόμα και στρατιωτικών προκλήσεων εκ μέρους του Στάλιν. Η Γιουγκοσλαβία αποκλείστηκε από τη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ και το Ανατολικό Μπλοκ, αναγκάζοντας τον Τίτο να ψάξει αρμονικότερες σχέσεις με τις χώρες της Δύσης…
Το Κίνημα των Αδεσμεύτων και τα τελευταία χρόνια
Η γειτνίαση της Γιουγκοσλαβίας με τις καπιταλιστικές χώρες της Δύσης εξελίχθηκε σε παροχή βοήθειας, ακόμα και στρατιωτική υποστήριξη. Μέχρι το 1953, η χώρα είχε ήδη συνάψει ανεπίσημη ένωση με το NATO, μέσω της τριμερούς συμφωνίας με την Ελλάδα και την Τουρκία, και μετά τον θάνατο του Στάλιν την ίδια χρονιά, ο Τίτο βρέθηκε σε δίλημμα: είτε να συνεχίσει τη δυτική προσέγγιση, απεμπολώντας τη δικτατορία του ενός κόμματος, είτε να επανασυμφιλιωθεί με τη νέα ηγεσία της Μόσχας. Η δεύτερη επιλογή φάνταζε πιο δελεαστική, ιδιαίτερα μετά την επίσημη επίσκεψη του Χρουστσόφ στο Βελιγράδι τον Μάιο του 1955.
Αν και μετά τη σοβιετική εμπλοκή στην Ουγγαρία το 1956, ο σοβιετικός δρόμος της Γιουγκοσλαβίας φαινόταν να ανακόπτεται εκ νέου. Η ηγεσία της Μόσχας κατηγορεί και πάλι τον Τίτο για δικά του παιχνίδια στην Ουγγαρία, εγκαινιάζοντας μια νέα ψυχροπολεμική περίοδο μεταξύ των δύο «κόκκινων» χωρών. Ο Τίτο κατάφερε πάντως να κρατήσει σχετικά καλά τις ισορροπίες μεταξύ Δύσης και ΕΣΣΔ και εγκαθίδρυσε σχέσεις με ηγέτες που ακολουθούσαν την ίδια λογική, όπως ο Νάσερ στην Αίγυπτο και ο Νεχρού στην Ινδία, που παρέμεναν αδέσμευτοι στη σύγκρουση Δύσης και Ανατολής. Το Κίνημα των Αδεσμεύτων γεννήθηκε ως αποτέλεσμα αυτών των ουδέτερων συμμαχιών και έπειτα από πρωτοβουλίες του ίδιου του Τίτο: το ιδρυτικό συνέδριο έλαβε εξάλλου χώρα στο Βελιγράδι το 1961. Παρά τις εξισορροπητικές κινήσεις του Τίτο, προς τα τέλη της ζωής του η επιρροή του μειώθηκε καθοριστικά και μετά τη Διακήρυξη της Αβάνας (1978) νέες χώρες ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων, όπως η Κούβα, με το αδέσμευτο να μετατρέπεται τώρα σε αντιδυτικό και αντι-ιμεριαλιστικό. Ο διαχωρισμός από την Ένωση ανάγκασε τον Τίτο να ψάξει για ένα νέο μοντέλο σοσιαλισμού στη χώρα του, κάτι που θα έμενε γνωστό ως «εθνικός κομμουνισμός». Ο κεντρικός σοβιετικός σχεδιασμός εγκαταλείφθηκε και τα συνδικάτα αφέθηκαν να αυτοοργανωθούν, μέσα σε καθεστώς πόλωσης και πάλης συμφερόντων με την κομμουνιστική ελίτ (ειδικά η περίοδος 1963-1972). Παρά τους νέους διωγμούς και την εσωτερική αναταραχή, από οικονομικής άποψης η Γιουγκοσλαβία πέρασε τη μεγαλύτερη ακμή της επί των ημερών του. Το σύστημα που εφάρμοσε, ένας μοναδικός συνδυασμός σοβιετικού μοντέλου διοίκησης και οικονομίας της αγοράς, αλλά και το επιχειρηματικό μοντέλο της αυτοδιοίκησης, ανέδειξαν τη χώρα σε οικονομική δύναμη στην περιοχή. Το καθεστώς του Τίτο πλαισιώθηκε από ένα καλό σύστημα υγείας, ασφάλισης και εκπαίδευσης και λογιζόταν στην εποχή του πρωτοπόρο και σχετικά δίκαιο. Αν και τόσο οι εθνικές όσο και οι πολιτισμικές διαφορές των εθνών που συναποτελούσαν τη Γιουγκοσλαβία καλούσαν πάντα σε διαμάχες και αναταραχές και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να ανακόψει την αναπόδραστη πορεία στην οποία είχε μπει η ομόσπονδη ένωση. Τα τελευταία χρόνια του ισόβιου προέδρου (από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1963) της Γιουγκοσλαβίας χαρακτηρίστηκαν από ολοένα και αυξανόμενη εθνική ένταση και δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα εκ μέρους της Σερβίας. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το γεγονός ότι το 1974 καταρτίζεται νέο Σύνταγμα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, το οποίο ψάχνει να αμβλύνει τις διαφορές στις δημοκρατίες εκχωρώντας περισσότερη αυτονομία και περιορίζοντας περαιτέρω την κεντρική εξουσία. Παρά τις τόσες του προσπάθειες να κρατήσει την ένωση ζωντανή, μετά τον θάνατο του Τίτο στις 4 Μαΐου 1980, ο δρόμος είχε ανοίξει για τις διεργασίες που θα οδηγούσαν μια δεκαετία αργότερα στην οριστική διάσπαση. Η διαχρονική άρνηση του κομμουνιστή ηγέτη να εκχωρήσει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις διευκόλυναν και επιτάχυναν τις διαδικασίες. Λέγεται συχνά ότι ο Τίτο πέθανε πολύ αργά για οποιαδήποτε παραγωγική αλλαγή και ίσως πολύ νωρίς για να αποτρέψει το χάος… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr