«Για την Ευρωπαϊκή Ένωση η χρηματοδότηση της διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων, θα παραμένει πάντα κορυφαία προτεραιότητα» τόνισε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, σημειώνοντας ότι «κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να επιλέξει τον συνδυασμό των εργαλείων (νέες τεχνολογίες, φυσικές υποδομές, Frontex) για να φυλάξει το δικό της τμήμα των εξωτερικών συνόρων». Μιλώντας στην έναρξη των εργασιών της διάσκεψης «Migration challenges and opportunities – IOM and Orthodox Partners», ο κ. Σχοινάς τόνισε μέσω βιντεοσκοπημένου μηνύματος τον κρίσιμο ηθικό ρόλο που όπως είπε, καλούνται να διαδραματίσουν ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης και οι θρησκευτικές οργανώσεις που παρίστανται στη διάσκεψη, καθώς η ευρωπαϊκή απάντηση στη μεγάλη πρόκληση του μεταναστευτικού απαιτεί τη στήριξη όλων των εμπλεκομένων».
Αναφερόμενος ειδικότερα στην Ελλάδα και στη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαχείριση του μεταναστευτικού, ανέφερε ότι «στη διάρκεια της θητείας αυτής της Επιτροπής καταφέραμε να χτίσουμε και να χρηματοδοτήσουμε αποκλειστικά 100% από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης για τους μετανάστες στα σημεία εισόδου των μεγάλων ελληνικών νησιών. Βάλαμε τέλος στη ντροπή της Μόριας και χτίσαμε ένα νέο σύστημα στα εξωτερικά μας σύνορα που αρμόζει γι’ αυτόν τον σκοπό», ενώ έκανε λόγο για «συστηματικές επιθέσεις που υποκινήθηκαν από κράτη, με σκοπό την εξασθένιση αν όχι την καταστροφή της Ευρώπης, μέσω της εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου», υπαινισσόμενος προφανώς την Τουρκία.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και πολύ ανησυχητικά, σύμφωνα με τον ίδιο. «Από τα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο ως τη Φέουντα και τη Λευκορωσία στα σύνορα Πολωνίας και Λετονίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις εργαλειοποίησης η Ε.Ε. απάντησε με αποφασιστικότητα. Αλλά τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα στη Μεσόγειο μας υπενθυμίζουν ότι η διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης παραμένει τεράστια», επεσήμανε.
Και πρόσθεσε: «Για πολύ καιρό τα κράτη – μέλη στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. επωμίστηκαν ένα δυσανάλογο βάρος. Αυτή η κατάσταση δεν θα συμβεί ξανά, σύμφωνα με τις προτάσεις Συμφωνίας για το Άσυλο και τη Μετανάστευση που έχει καταθέσει η Επιτροπή από τον Σεπτέμβριο του 2020».
Σημείωσε επίσης πως «το δικαίωμα αίτησης ασύλου και η αρχή της μη επαναπροώθησης είναι πλήρως ενσωματωμένες στο ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Ο σεβασμός αυτών των αρχών είναι αδιαπραγμάτευτος για όλα τα κράτη-μέλη όταν ασκούν το δικαίωμά τους να ελέγχουν τα εξωτερικά σύνορα. Τα ευρωπαϊκά σύνορα, τα σύνορά μας, στην ξηρά και στη θάλασσα, πρέπει να είναι προστατευμένα και είναι προνόμιο κάθε κράτους – μέλους να αποφασίσει ποια είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα για να το κάνει στο πλαίσιο του νομικού του πλαισίου».
Ανέδειξε παράλληλα ως «τη μεγαλύτερη πρόκληση για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης στην Ε.Ε., τη σωστή ισορροπία μεταξύ αλληλεγγύης και υπευθυνότητας», που αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος για να προσθέσει πως «μία συνολική συμφωνία είναι δυνατή μόνον αν οι δύο αυτές όψεις, της αλληλεγγύης και της υπευθυνότητας, γίνουν πλήρως σεβαστές». Διευκρίνισε, πάντως, ότι «κάθε κράτος – μέλος αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα», αλλά «και κάθε κράτος πρέπει να αναλάβει μέρος της ευθύνης».
Τέλος, για τη ριζική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος ανέπτυξε την ανάγκη δράσεων σε τρεις τομείς: 1. Την εξωτερική διάσταση και τη συνεργασία μας με τις χώρες τράνζιτ. 2. Την ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων μας με πιο συλλογική διαχείριση και ενιαίες συνοριακές διαδικασίες. 3. Τη διασφάλιση αποτελεσματικής αλληλεγγύης και διαμοιρασμού των βαρών.