Κατατέθηκε εκ μέρους του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα η αναμενόμενη πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών, η οποία έγινε δεκτή από τον παρόντα υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη. Η διαδικασία ξεκίνησε σήμερα στις 18:00.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης μιλώντας στην Ολομέλεια, «η χώρα μας κλυδωνίζεται μέσα στα ταραγμένα νερά της γεωστρατηγικής αστάθειας, την κοινωνία πολιορκεί η ανασφάλεια για το σήμερα και η αγωνία για το αύριο και δυστυχώς οι τύχες της κοινωνίας, της Δημοκρατίας, της πατρίδας, βρίσκονται στα χέρια μίας κυβέρνησης όχι μόνο ανίκανης, αλλά και βαθιά αντιδημοκρατικής, και ενός πρωθυπουργού που γράφει το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας από τους κανόνες της δημοκρατίας.
«Εντολέας του παρακράτους ήταν ο κ. Μητσοτάκης»
Η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη των αποκαλύψεων για έναν ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών, στη δίνη της πιο βαθιάς εκτροπής των κανόνων δικαίου, από την μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα. Ένα ρυπαρό και εγκληματικό δίκτυο που είχε έδρα το Μέγαρο Μαξίμου, παρακολουθούσε πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες, αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Το δίκτυο αυτό οργανώθηκε με πολύ σοβαρό σχεδιασμό από τον πρωθυπουργό. Έστησε μια οργουελιανή δυστοπία με λειτουργία συμμορίας, είναι ο εντολέας αυτού του παρακράτους».
Αναρωτήθηκε μάλιστα, πώς είναι δυνατόν να ήταν νόμιμες οι επισυνδέσεις της ΕΥΠ, όπως είχε υποστηρίζει ο κ. Μητσοτάκης, αλλά παράλληλα να παραιτούνται συνεργάτες του, όπως ο ανιψιός του και τέως γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού, κ. Γρηγόρης Δημητριάδης. «Επί έξι μήνες ο πρωθυπουργός λέει συνειδητά ψέματα ότι δεν γνώριζε για τις παρακολουθήσεις» σημείωσε ο κ. Τσίπρας.
«Τι περιείχε ο φάκελος που κρατούσα μόλις έφυγα από την ΑΔΑΕ»
Και πρόσθεσε: «Όσοι αναρωτήθηκαν τί περιείχε ο φάκελος που κρατούσα στα χέρια μου χθες μετά τη συνάντηση μου χθες με τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ κ. Ράμμο, οφείλω να τους λύσω την απορία. Ο φάκελος αυτός περιείχε τα αποτελέσματα της έρευνας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών μετά από αίτημα που εγώ κατέθεσα στην Αρχή, στις 7 Δεκεμβρίου, όταν επισκέφτηκα την Αρχή, και εμπλούτισα το αίτημα μου αυτό κατόπιν γραπτού αιτήματος με μεταγενέστερο αίτημά μου στις 28 Δεκεμβρίου. Ο φάκελος λοιπόν αυτός περιέχει τα παράνομα έργα του σκοτεινού παρακράτους που έστησε ο κύριος Μητσοτάκης. Ο φάκελος αυτός περιέχει το ξεγύμνωμά του παρακράτους από την πιο αρμόδια Αρχή του κράτους. Περιέχει το σκοτάδι, που έχουμε υποχρέωση όλες οι δυνάμεις της Δημοκρατίας να διαλύσουμε».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι παρακολουθούνταν: ο υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος, ο αρχηγός του ΓΕΣ κ. Λαλούσης, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας κ. Διακόπουλος, και ο τέως με τον νυν επικεφαλής της γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών κ.κ. Λάγιο και κ. Αλεξόπουλο. Η απάντηση που έλαβα ήταν… 6 στα 6. Για όλους βρέθηκαν επισυνδέσεις από την ΕΥΠ. Έτσι φτάνουμε αισίως στον αριθμό δέκα των ανθρώπων που επισήμως παρακολουθούνταν. Και αναρωτιέμαι: «Ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας να παρακολουθούνται ο υπουργός του κ. Μητσοτάκη και οι επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων; Ήταν ύποπτοι για την εθνική ασφάλεια; Κι αν ήταν, γιατί ανανεώθηκε η θητεία τους; Ζόφος και παρακμή».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τους τόνους υπογράμμισε: «Αυτή την εκτροπή δεν θα την καταπιούμε. Μπορεί αυτή η εκτροπή σε ένα κράτος Δικαίου να περάσει έτσι, χωρίς την απόδοση ευθυνών; Έχουμε ιστορική ευθύνη να αντισταθούμε στην επιχείρηση συλλογικού μιθριδατισμού της ελληνικής κοινωνίας, κι αυτό δεν αφορά μόνο μια παράταξη, αφορά τη Δημοκρατία που αυτή τη στιγμή διασύρεται, το Σύνταγμα, τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Οφείλουμε να δράσουμε. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση είναι αμετάκλητα ένοχοι. Έχουν βαρύτατες ευθύνες. Η παραμονή στην διακυβέρνηση της χώρας όσον έκαναν και την εθνική μας ασφάλεια πεδίο υποκλοπών, είναι επικίνδυνοι. Ο κύριος Μητσοτάκης δεν μπορεί να μείνει ούτε μία μέρα παραπάνω στη θέση του. Για τους λόγους αυτούς, υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, ως ένα πρώτο βήμα της πορείας μας προς τον λαό, για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, για την υπεράσπιση της διαφάνειας, για την υπεράσπιση της Δικαιοσύνης».
Τι προβλέπει ο Κανονισμός της Βουλής
Τα διαδικαστικά επί της κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας, προβλέπονται στο άρθρο 142 του Κανονισμούς της Βουλής.
Σύμφωνα με αυτό:
- H Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλoς της ύστερα από πρόταση δυσπιστίας. H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπoγραμμένη από τo ένα έκτo (1/6) τουλάχιστον των Boυλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα oπoία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
- H πρόταση δυσπιστίας υπoβάλλεται στoν Πρόεδρo σε δημόσια συνεδρίαση της Boυλής.
- Aν διαπιστωθεί ότι η πρόταση υπoγράφεται από τoν ελάχιστo απαιτoύμενo αριθμό Boυλευτών, η Boυλή διακόπτει τις εργασίες της για δύo ημέρες, εκτός αν η Kυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας.
- Mε την επιφύλαξη της ευχέρειας πoυ παρέχει η πρoηγoύμενη παράγραφoς στην Kυβέρνηση, η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας αρχίζει δύo ημέρες μετά την υπoβoλή της και τελειώνει τo αργότερo τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με oνoμαστική ψηφoφoρία, πoυ διεξάγεται σύμφωνα με την παράγραφo 3 τoυ πρoηγoύμενoυ άρθρoυ.
- H συζήτηση αρχίζει με την oμιλία δύo Boυλευτών από εκείνoυς πoυ υπoγράφoυν την πρόταση δυσπιστίας και oρίζoνται με ανάλoγη εφαρμoγή τoυ άρθρoυ 91 παρ. 5. H εγγραφή των άλλων oμιλητών γίνεται έως τo τέλoς της oμιλίας των δύo Boυλευτών τoυ πρoηγoύμενoυ εδαφίoυ. Kατά τα λoιπά η συζήτηση και η ψηφoφoρία διεξάγoνται σύμφωνα με τις παραγράφoυς 3 έως 5 τoυ πρoηγoύμενoυ άρθρoυ.
- Πρόταση δυσπιστίας δεν μπoρεί να υπoβληθεί πριν περάσει εξάμηνo από την απόρριψη πρoηγoύμενης όμoιας πρότασης, εκτός αν υπoγράφεται από την απόλυτη πλειoψηφία τoυ όλoυ αριθμoύ των Boυλευτών.
- Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνo αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειoψηφία τoυ όλoυ αριθμoύ των Boυλευτών.
Η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ
Το πολίτευμα και η χώρα διέρχονται την πιο σκοτεινή περίοδο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πια αποδεδειγμένο ότι πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, καθώς και δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν, με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, από την υπαγόμενη στον πρωθυπουργό ΕΥΠ. Και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα ίδια πρόσωπα παρακολουθούνταν και με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού predator. Το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ιστορικά πρωτοφανές. Όπως και το βαρύτατο πλήγμα που επιφέρει στους θεσμούς της χώρας και τη δημοκρατική ομαλότητα. Η ευθύνη του πρωθυπουργού ατομικά και της κυβέρνησης συλλογικά είναι τεράστια, αυταπόδεικτη, αντικειμενική και αμεταβίβαστη.
Στο σκάνδαλο των υποκλοπών ήρθε να προστεθεί, μετά τη σταδιακή αποκάλυψή του, το σκάνδαλο της λυσσαλέας προσπάθειάς συγκάλυψής του, η άρνηση κάθε λογοδοσίας, η πάση θυσία προστασία των υπεύθυνων και των αυτουργών της θεσμικής εκτροπής και η προσπάθεια εκφοβισμού των κρατικών λειτουργών, που τιμώντας τη συνταγματική αποστολή τους, διεξάγουν έρευνες για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Όμως, ο κ. Μητσοτάκης, που τόσο καιρό αρνιόταν κάθε ευθύνη, έρχεται πλέον αντιμέτωπος με τα τεκμήρια των ίδιων των πράξεών του. Αποδεικνύεται ότι υπερέβη κατ’ εξακολούθηση τα όρια που θέτουν η συνταγματική τάξη, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Αποδεικνύεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του συγκρότησαν ένα μηχανισμό μαζικών παρακολουθήσεων και ότι, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων, εκείνος και η κυβέρνησή του επέβαλαν νομοθετικά τη σιωπή και το σκοτάδι και επιχείρησαν να ακρωτηριάσουν την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 87 του ν. 4790/2021, ν. 5002/2022).
Η πρώτη θεσμική ενέργεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την αρμοδιότητα της ΕΥΠ. Αποδεικνύεται ότι το έκανε προκειμένου να εκτελέσει ένα σχέδιο αυθαίρετης αξιοποίησης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με απώτερο σκοπό την κατίσχυση έναντι πάντων, πέρα από κανόνες και αρχές, και την εγκαθίδρυση ενός προσωπικού πολιτικού καθεστώτος. Αναλαμβάνοντας υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχό του την ΕΥΠ, ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε και τον ρόλο του επικεφαλής ενός νοσηρού ιστού παρακολουθήσεων στον οποίο στοχευμένα και εν γνώσει του ενεπλάκησαν ως θύματα όχι μόνο αντίπαλοι, αλλά και στελέχη της ίδιας της Κυβέρνησης και των υπηρεσιών των οποίων προΐσταται. Ο κ. Μητσοτάκης δεν νοείται να παραμένει πρωθυπουργός.
Τεράστιες ευθύνες έχει όμως και η κυβέρνηση συλλογικά. Συμπράττει στην προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου, που παρακωλύει την έρευνα και κάθε εξεταστική διαδικασία, επιχειρεί την απαξίωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αλλά και της ΑΔΑΕ. Δεν νοείται να παραμένει στη θέση της μια Κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας είναι εν δυνάμει παρακολουθούμενα και εν δυνάμει εκβιαζόμενα. Πόσω μάλλον όταν, μ’ αυτόν το φόβο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, οι υπουργοί καλούνται να υλοποιήσουν ανάλγητες κυβερνητικές πολιτικές –κατεδάφιση του ΕΣΥ, ανοχή αισχροκέρδειας, αδιαφορία για τη φτωχοποίηση και την υπερχρέωση των πολιτών και την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποχώρηση της θέσης της χώρας στο διεθνές περιβάλλον κ.ά.– που ικανοποιούν τα συμφέροντα λίγων και ισχυρών.
Ο αγώνας του κ. Μητσοτάκη να αποκρύψει από τη λαϊκή κρίση την ηθική χρεοκοπία του έχει ξεπεράσει κάθε όριο, οδηγώντας στο διασυρμό κάθε άλλου θεσμού (Βουλή, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές). Ο καθεστωτισμός του μεταδίδεται ως αντιδημοκρατική, θεσμική πανδημία, απομακρύνοντας τη χώρα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.
Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων εργαλειοποίησαν την εθνική ασφάλεια χάριν αλλότριων συμφερόντων είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία και για την ασφάλεια της χώρας. Η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί στρατηγική επιλογή αυτής της Κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, προσβάλλοντας τόσο βαριά τη δημοκρατία που δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ούτε για μια στιγμή ακόμα.
Για τους λόγους αυτούς υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης.
ΟΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΝΤΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Τσίπρας Αλέξης
Γεροβασίλη Όλγα
Αβραμάκης Ελευθέριος
Αγαθοπούλου Ειρήνη
Αδαμοπούλου Αγγελική
Αθανασίου Αθανάσιος (Νάσος)
Αλεξιάδης Τρύφωνας
Αμανατίδης Ιωάννης
Αναγνωστοπούλου Αθανασία (Σία)
Αποστόλου Ευάγγελος
Αραχωβίτης Σταύρος
Αυγέρη Θεοδώρα (Δώρα)
Αυλωνίτης Αλέξανδρος – Χρήστος
Αχτσιόγλου Ευτυχία (Έφη)
Βαγενά Άννα
Βαρδάκης Σωκράτης
Βαρεμένος Γεώργιος
Βασιλικός Βασίλης
Βερναρδάκης Χριστόφορος
Βέττα Καλλιόπη
Βίτσας Δημήτριος
Βούτσης Νικόλαος
Γιαννούλης Χρήστος
Γκαρά Αναστασία (Νατάσα)
Γκιόλας Ιωάννης
Δραγασάκης Ιωάννης
Δρίτσας Θεόδωρος
Ελευθεριάδου Σουλτάνα
Ζαχαριάδης Κώστας
Ζεϊμπέκ Χουσεΐν
Ζουράρις Κωνσταντίνος
Ηγουμενίδης Νικόλαος
Θραψανιώτης Εμμανουήλ
Καλαματιανός Διονύσιος – Χαράλαμπος
Κασιμάτη Ειρήνη (Νίνα)
Κατρούγκαλος Γεώργιος
Κάτσης Μάριος
Καφαντάρη Χαρούλα (Χαρά)
Κόκκαλης Βασίλειος
Κουρουμπλής Παναγιώτης
Λάππας Σπυρίδων
Μάλαμα Κυριακή
Μαμουλάκης Χαράλαμπος (Χάρης)
Μάρκου Κωνσταντίνος
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μιχαηλίδης Ανδρέας
Μουζάλας Ιωάννης
Μπακαδήμα Φωτεινή
Μπαλάφας Ιωάννης
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Μπουρνούς Ιωάννης
Μωραΐτης Αθανάσιος (Θάνος)
Νοτοπούλου Κατερίνα
Ξανθόπουλος Θεόφιλος
Ξανθός Ανδρέας
Ξενογιαννακοπούλου Μαριλίζα
Παπαδόπουλος Αθανάσιος (Σάκης)
Παπαηλιού Γεώργιος
Παπανάτσιου Αικατερίνη
Παππάς Νικόλαος
Πέρκα Θεοπίστη (Πέτη)
Πολάκης Παύλος
Πούλου Παναγιού (Γιώτα)
Ραγκούσης Ιωάννης
Σαντορινιός Νεκτάριος
Σαρακιώτης Ιωάννης
Σκουρλέτης Παναγιώτης (Πάνος)
Σκουρολιάκος Παναγιώτης
Σκούφα Ελισσάβετ (Μπέττυ)
Σπίρτζης Χρήστος
Συρμαλένιος Νικόλαος
Τελιγιορίδου Ολυμπία
Τζάκρη Θεοδώρα
Τζανακόπουλος Δημήτριος
Τζούφη Μερόπη
Τόλκας Άγγελος
Τριανταφυλλίδης Αλέξανδρος
Τσακαλώτος Ευκλείδης
Τσίπρας Γεώργιος
Φάμελλος Σωκράτης
Φίλης Νικόλαος
Φλαμπουράρης Αλέξανδρος
Φωτίου Θεανώ
Χαρίτου Δημήτριος (Τάκης)
Χαρίτσης Αλέξανδρος (Αλέξης)
Χατζηγιαννάκης Μιλτιάδης
Χρηστίδου Ραλλία
Ψυχογιός Γεώργιος