Με τη διαδικασία του επείγοντος και τρεις μήνες μετά την πάροδο της ημερομηνίας που έθεσε η τρόικα (Σεπτέμβριος του 2010), η κ. Κατσέλη «πέρασε» ένα νόμο για τις εργασιακές σχέσεις σε αντίθεση με την πρόβλεψη του Μνημονίου. Ενώ η διάταξη για τις «ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις» κατηγορήθηκε σαν «κερκόπορτα» για τη διολίσθηση των αποδοχών στα επίπεδα του βασικού μισθού (740 ευρώ).

Σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία», αμέσως μετά την ψήφιση του επίμαχου νόμου, η υπουργός Εργασίας ισχυρίζεται ότι ο «τρόπος εφαρμογής του Μνημονίου δίνει περιθώρια ουσιαστικών βελτιώσεων». Αφήνοντας έτσι αιχμές για μη ικανοποιητική διαπραγμάτευση του Μνημονίου το περασμένο καλοκαίρι από τους Γ. Παπακωνσταντίνου και Α. Λοβέρδο, τουλάχιστον σε αυτό το σημείο. Ενώ θεωρεί «πολύ θετικό» το γεγονός της συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων

Τελικά το νομοσχέδιο που εισηγηθήκατε στάθηκε, ουσιαστικά, η αφορμή για την αποψίλωση, έτσι περαιτέρω, της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Λυπήθηκα πάρα πολύ, γιατί ο Βαγγέλης Παπαχρήστος, πέρα από την προσωπική εκτίμηση και τη φιλία, χρειάζεται στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Πιστεύω ότι οι απόψεις του και η κρίση του είναι πολύτιμες.

Στενοχωριέμαι γιατί εάν είχαμε περισσότερο χρόνο για ουσιαστική συζήτηση, τουλάχιστον για τις «ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις», θα ήταν κάτι που ίσως θα μπορούσε να αποδεχθεί.

Ετσι όμως μεταβιβάζετε την ευθύνη στη διαδικασία του «επείγοντος», με την οποία προωθήθηκε το πολυνομοσχέδιο.

Δεν είχαμε περιθώριο. Επρεπε μέχρι τα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου να είχε κυρωθεί. Ωστόσο λόγω της διαπραγμάτευσης και της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους οι χρόνοι του Μνημονίου παραβιάστηκαν και τα τελευταία περιθώρια ήταν τα τέλη Δεκεμβρίου.

Παραβιάσατε το χρόνο, που είναι το πλέον ανώδυνο, ή και το περιεχόμενο του Μνημονίου; Θέλω, επ’ αυτού, να μου πείτε: η κυβέρνηση είχε, διαχρονικά, ενιαία γραμμή σε αυτή τη διαπραγμάτευση με την τρόικα;

Πρώτα πρώτα, κύριε Μέγα, να εξηγήσουμε από πού ξεκινήσαμε: το άρθρο 2, παρ. 7 του νόμου 3845/2010, δηλαδή του νόμου του Μνημονίου όριζε, όπως ξέρετε, ότι οι όροι των επιχειρησιακών συμβάσεων και των ομοιοεπαγγελματικών μπορούν να αποκλίνουν από αυτούς των κλαδικών συμβάσεων καθώς και των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και οι όροι των Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας μπορούν να αποκλίνουν έναντι των αντίστοιχων όρων των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.

Αυτό σήμαινε απλά ότι οι όροι των επιχειρησιακών θα μπορούσαν να κινούνται ακόμα και κάτω από τους όρους της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης, δηλαδή, μεταξύ άλλων, μισθοί κάτω από τα 740 ευρώ.

Αυτό συμπληρώθηκε το καλοκαίρι με την απαίτηση της κατάργησης της επέκτασης, για την οποία μίλησα πιο πάνω, που σήμαινε ουσιαστικά πλήρη επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων. Εμενε μόνον η υλοποίηση των ανωτέρω μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου.

Υστερα από πολλές διαβουλεύσεις, συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, σε στενή συνεργασία με όλους τους συναρμόδιους υπουργούς και την καθοδήγηση του πρωθυπουργού, οι ρυθμίσεις έχουν τροποποιηθεί ουσιαστικά. Αποφύγαμε τη γενικευμένη επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων, διατηρήσαμε την επέκταση και βάλαμε κατώφλι ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων. Βλέπετε, ο τρόπος εφαρμογής του Μνημονίου δίνει περιθώρια ουσιαστικών βελτιώσεων.

Η πλευρά των εργοδοτών

Οι εργοδοτικές οργανώσεις ή οι μεμονωμένοι επιχειρηματίες ήταν οι πιο σκληροί στη διαπραγμάτευση για τις συμβάσεις;

Η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται με μεμονωμένα άτομα αλλά με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων. Συζητήσαμε και λάβαμε υπόψη μας τις απόψεις και της ΓΣΕΕ και του ΣΕΒ και της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ.

Οδηγηθήκαμε στη διατύπωση των τελικών ρυθμίσεων με βάση τη δική τους ομόφωνη θέση, ότι μια γενικευμένη κατάργηση της «επέκτασης», δηλαδή της κήρυξης ως υποχρεωτικής μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου, θα σήμαινε όχι απλώς την κατίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών και την κατάργηση ενός σημαντικού θεσμού συλλογικής προστασίας των εργαζομένων, αλλά θα οδηγούσε σε αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων του ιδίου κλάδου, στην αποδυνάμωση των εργοδοτικών οργανώσεων και σε πολλαπλασιασμό των κοινωνικών συγκρούσεων.

Με ξάφνιασε θετικά το γεγονός ότι όλοι έθεταν ως προτεραιότητα την αναζήτηση ενός κοινού τόπου για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, την αποφυγή της απομείωσης μισθών και δικαιωμάτων των εργαζομένων, την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και πάνω απ’ όλα τη διασφάλιση θέσεων εργασίας. Εχοντας αυτά τα χαρτιά στα χέρια μας προχωρήσαμε με τις ρυθμίσεις για τις ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις.

Τι ενδιέφερε περισσότερο τους επιχειρηματίες και τι την εργατική πλευρά;

Η πρωταρχική αγωνία των επιχειρηματιών σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι η βιωσιμότητα της επιχείρησής τους και οι προοπτικές της τον επόμενο χρόνο. Σχεδόν όλοι, λόγω της ύφεσης, αντιμετωπίζουν πρόβλημα πτώσης του τζίρου, που σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας μειώνουν σημαντικά τα όποια κέρδη ή μετατρέπουν τα κέρδη σε ζημιές.

Αναζητούν επομένως διεξόδους και τρόπους μείωσης του κόστους λειτουργίας τους. Αρκετοί έτσι καταφεύγουν σε απολύσεις ή και άτυπες συμφωνίες με τους εργαζομένους για αλλαγή όρων εργασίας. Γι’ αυτό, ως προς το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις συλλογικές συμβάσεις, είναι θετικοί με ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο, που να επιτρέπει να γίνονται, όποτε χρειάζονται, αναγκαίες προσαρμογές συγκροτημένα, νόμιμα και με συμφωνία των εργαζομένων.

Για τους εργαζομένους, ο φόβος της ανεργίας αλλά και της περαιτέρω μείωσης του πραγματικού τους εισοδήματος είναι κυρίαρχος. Καθώς οι μισθοί που παίρνουν συνήθως δεν είναι υψηλοί σε σχέση με το κόστος κάλυψης βασικών αναγκών, κυρίαρχο μέλημα αποτελεί η εξασφάλιση ενός ελάχιστου ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό άλλωστε τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα να εξασφαλίσουν την απαραίτητη διαπραγματευτική δύναμη, ώστε να μην εξαναγκάζονται ατομικά να υποκύπτουν σε δυσχερείς όρους κάτω από το τραπέζι.

Μια ενδιάμεση λύση

Η θέσπιση των «ειδικών επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας», με τους όρους που προβλέπονται, αποτελεί μια ενδιάμεση λύση που διασφαλίζει την απαραίτητη ευελιξία για την εργοδοσία, με μέτρο όμως και ασφάλεια για τους εργαζομένους.

Με ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων έναντι των ατομικών , διατήρηση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων και κατοχύρωση των ελάχιστων όρων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, ως κατώτατο δίχτυ ασφαλείας.

Μεγάλη παραχώρηση δεν ήταν οι «ειδικές επιχειρησιακές» χωρίς οικονομικά κριτήρια και, κυρίως, χωρίς κοινωνικό σχέδιο επιβίωσης των εργαζομένων και διατήρησης των θέσεων εργασίας, ώστε να κερδίσετε την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων;

Όπως εξήγησα και πιο πάνω «οι ειδικές επιχειρησιακές» δεν είναι πανάκεια, αλλά απαντούν σε πραγματικές ανάγκες της αγοράς. Δεν βοηθάει κανένα να μη θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Μέχρις ότου αποδώσουν τα διαρθρωτικά μέτρα που παίρνουμε και η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει, πρέπει, πάση θυσία, να διατηρηθούν ζωντανές οι κατά τ’ άλλα βιώσιμες επιχειρήσεις και να διατηρηθούν θέσεις εργασίας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, αντί να ορίσει αυθαίρετα ο υπουργός τα κριτήρια και τους όρους που ανταποκρίνονται στις ανάγκες κάθε επιχείρησης, η οποία καλύπτεται από ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, αυτό αφήνεται να καθοριστεί ύστερα από ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση εργοδοτών και εργαζομένων που εκπροσωπούνται από το σωματείο τους. Διαθέτουν και καλύτερη γνώση των προβλημάτων και μπορούν πολύ καλύτερα από τον υπουργό να αναζητήσουν και να βρουν τις κατάλληλες λύσεις.

Αλλο μισθοί – άλλο δημοσιονομικά

Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται τα δημοσιονομικά προβλήματα και η κρίση δανεισμού, με τη μείωση των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα;

Κανένας δεν είπε, ούτε και η τρόικα, ότι η μείωση των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα αποτελεί λύση για τα δημοσιονομικά προβλήματα του τόπου και την κρίση δανεισμού. Μάλιστα, το αντίθετο μπορεί να συμβεί. Μια γενικευμένη μείωση μισθών μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη μείωση της αγοραστικής δύναμης, πτώση του τζίρου και βαθύτερη ύφεση, που θα οδηγούσε σε απώλεια εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών. Γι’ αυτό κανείς δεν επιδιώκει κάτι τέτοιο.

Οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα «παγώνουν» ή μειώνονται, οι ασφαλιστικές εισφορές δεν καταβάλλονται και ρυθμίζονται, ο ΦΠΑ δεν αποδίδεται, η εργατική νομοθεσία δεν τηρείται και με τέτοια ευελιξία, από την άλλη, γίνονται απολύσεις και η ανεργία αυξάνει. Μήπως για το ελληνικό «επιχειρείν» η λύση είναι η ανάληψη του εργασιακού κόστους από τον προϋπολογισμό;

Για όλα αυτά που αναφέρετε, φταίει η κρίση. Ακόμα και όταν αναβαθμίσουμε ικανοποιητικά τους ελεγκτικούς μηχανισμούς που διαθέτουμε -πράγμα που αποτελεί προτεραιότητα και έχουμε δρομολογήσει-, βιώσιμη λύση θα δοθεί μόνο μέσα από την έξοδο από την κρίση, την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και την ανάπτυξη. Αυτό προϋποθέτει παραγωγική ανασυγκρότηση με ατμομηχανή τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Γι’ αυτό παίρνουμε τα διαρθρωτικά μέτρα που παίρνουμε .

Περικόπτει η κυβέρνηση τις αποδοχές στις ΔΕΚΟ και αυξάνει 30% το εισιτήριο για το μισθωτό, το φοιτητή, το συνταξιούχο. Πώς γίνεται οι αστικές συγκοινωνίες να είναι κερδοφόρες;

Σε όλες σχεδόν τις χώρες, οι μαζικές μεταφορές που προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες επιδοτούνται από τον προϋπολογισμό. Αυτό όμως επιτείνει την ανάγκη χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς η εταιρεία πρέπει να λογοδοτήσει στον Ελληνα φορολογούμενο για κάθε ένα ευρώ με το οποίο επιδοτείται.

Επομένως ο βασικός μέτοχος, που δεν είναι άλλος από το Δημόσιο, πρέπει να λάβει σημαντικές αποφάσεις για μισθούς, κόστη, τιμολόγηση, ώστε να διαφυλαχθεί πάνω απ’ όλα το δημόσιο συμφέρον. Ειδικά για νέους, φοιτητές, ανέργους και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες υπάρχει πάντα η λύση του κοινωνικού τιμολογίου. *