«Θεωρώ ότι η απλή αναλογική είναι ένα καταστροφικό σύστημα για τη χώρα, οδηγεί σε ασταθείς κυβερνήσεις και ετερόκλητες συνεργασίες καθώς επίσης και σε μία προοπτική μειωμένης αποτελεσματικότητας διακυβέρνησης, σε μία περίοδο που η χώρα θα παίρνει γρήγορες αποφάσεις. Η εκτίμησή μου πως θα οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές, προκύπτει από τα απλά μαθηματικά τις κάλπες της απλής αναλογικής. Όμως θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος. Αριθμητικά, εάν επιχειρούσαμε να προβάλλουμε στο κοινοβουλευτικό συσχετισμό της κάλπης της απλής αναλογικής τα δεδομένα των σημερινών δημοσκοπήσεων, θεωρητικά, ναι, υπάρχει η δυνατότητα να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα» τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου που πραγματοποιείται αυτή την ώρα στο πλαίσιο της 86ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Και πρόσθεσε: «Υπάρχει περίπτωση το πρώτο, να προηγείται σημαντικά το δεύτερο και να σχηματίσει κυβέρνηση ο κύριος Τσίπρας, ο κύριος Ανδρουλάκης, ο κύριος Βαρουφάκης και ο κύριος Κουτσούμπας. Αριθμητικά αυτό μπορεί να συμβεί. Θα συνιστά όμως πολιτική τερατογένεση κάτι τέτοιο και θα πρέπει να το γνωρίζουν αυτό οι πολίτες».
Αναφερόμενος στην υπόθεση επισύνδεσης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, είπε ότι «όλες οι θεσμικές διαδικασίες κινήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα προκειμένου να διαλευκανθεί υπόθεση υποκλοπής το κινητό του Νίκου Ανδρουλάκη. Με θάρρος ανέλαβα την πολιτική ευθύνη, δέχτηκα της παραίτησης του διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης, ανοίξαμε τη Βουλή μια εβδομάδα νωρίτερα για να κάνουμε μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, κινήθηκαν οι σχετικές κοινοβουλευτικές θεσμικές διαδικασίες, και έχει ξεκινήσει η διαδικασία της Εξεταστικής Επιτροπής».
Και συνέχισε: «Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε καμία διάθεση για συγκάλυψη. Δεν πρόκειται όμως να κάνουμε τις μυστικές μας υπηρεσίες φύλλο και φτερό. Οι μυστικές υπηρεσίες διέπονται από κανόνες, πρέπει να υπάρχει σοβαρή λογοδοσία και ακριβώς αυτή την λογοδοσία θέλουμε να ενισχύσουμε μέσα από τις βελτιώσεις που θα κάνουμε στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά από κει και πέρα υπάρχουν τάξεις μυστικότητας που θα πρέπει να τηρούνται. Ο κύριος Ανδρουλάκης, κατανοώ τον θυμό του, αντιλαμβάνομαι ότι επιχειρεί μία συνεχή εργαλειοποίηση ενός προβλήματος. Έχει πάντα την δυνατότητα να πάει στην εθνική υπηρεσία πληροφοριών και στο πλαίσιο του νόμου να λάβει τις απαντήσεις που θα του δώσουν».
Σε ανάλογη ερώτηση για το ίδιο θέμα σημείωσε επιπλέον πως «δεν είναι κανονικών να παρακολουθείται ένας πολιτικός αρχηγός. Από κει και πέρα όμως θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι επί της αρχής κανείς δεν πρέπει να εξαιρείται διά νόμου από μία εν δυνάμει διαδικασία παρακολούθησης. Εάν το Σύνταγμα ήθελε να προβλέψει κάτι τέτοιο, θα το είχε αναφέρει ρητά. Τα όποια ρήγματα στην εθνική ασφάλεια θα προκύψουν από ανθρώπους που βρίσκονται σε θέση ευθύνης ή έχουν πρόσβαση στις μυστικές υπηρεσίες. Δεν κινδυνεύουμε ούτε από μανάβηδες ούτε από υδραυλικούς. Κατά συνέπεια, για τα ζητήματα των πολιτικών προσώπων, επί της αρχής δεν θα πρέπει να αποκλείονται, όμως θα πρέπει να υπάρχουν εξαιρετικά αυστηρά φίλτρα προκειμένου να μπορεί να διαταχθεί μία τέτοια νόμιμη επισύνδεση. Η παρακολούθηση ήταν νόμιμη και τεκμηριωμένη. Όμως απαιτούσε περισσότερη πολιτική ευαισθησία και περισσότερο προβληματισμό στην διαδικασία λήψης αυτής της απόφασης παρακολούθησης, στο επίπεδο του διοικητή της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών. Από την πρώτη στιγμή που ο κύριος Ανδρουλάκης εκλέχθηκε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απέφυγε οποιαδήποτε συνάντηση μαζί μου. Δύο φορές του ζήτησα να συναντηθούμε. Ο κύριος Ανδρουλάκης το απέφυγε επιμελώς. Έχει πει πολλές φορές ότι δεν δέχεται με οποιονδήποτε τρόπο να είμαι εγώ πρωθυπουργός σε μία οποιαδήποτε κυβέρνηση συνεργασίας. Του απάντησα ότι τον πρωθυπουργό τον επιλέγει ο ελληνικός λαός και όχι αυτός. Αυτό το σφάλμα που έγινε με την παρακολούθηση ήταν βούτυρο στο ψωμί του κυρίου Ανδρουλάκη. Τον βοήθησε να κινηθεί σε μία πολιτική γραμμή ρήξης με τη Νέα Δημοκρατία. Ακολουθεί μία πολιτική που τον φέρνει σε απόσταση με το πολιτικό το κοινό».