Ως γνωστόν συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, μετά την ομιλία του στα Ανώγεια όπου αναφέρθηκε στο θέμα των υποκλοπών, έσπευσαν να καλέσουν, όσους τυχόν παρερμήνευσαν τα λόγια του, «να διαβάσουν προσεχτικά την ομιλία και θα αντιληφθούν πως αυτή δεν εμπεριέχει αιχμές κατά της κυβέρνησης» και ότι «είπε τα αυτονόητα πράγματα, ώστε ο δημόσιος βίος να μην δηλητηριάζεται από φήμες και σκιές».
Σύμφωνα με πληροφορίες, πριν εκδοθεί η ανακοίνωση προηγήθηκε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ της Παναγή Κυριακού (που βρίσκεται το γραφείο του κ. Καραμανλή) και του Μεγάρου Μαξίμου. Ο σκοπός του τηλεφωνήματος ήταν διττός. Αφενός οι συνεργάτες του κ. Καραμανλή ήθελαν να ενημερώσουν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τις διευκρινίσεις που θα δίνονταν προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφορικά με την πολυσυζητημένη ομιλία στην Κρήτη και αφετέρου να πληροφορήσουν την προεδρία της κυβέρνησης ότι ο πάλαι ποτέ πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας θα δώσει κανονικά το παρών το μεθεπόμενο Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο που ο κ. Μητσοτάκης θα μιλήσει προς τις παραγωγικές τάξεις στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Η κίνηση αυτή έγινε επειδή προς στιγμήν κυκλοφορούσαν φήμες που ήθελαν τον κ. Καραμανλή να απουσιάζει από την κεντρική κυβερνητική εκδήλωση.
Για την ιστορία θυμίζουμε πως όσον αφορά την υπόθεση των υποκλοπών ο πρώην πρωθυπουργός είπε από τα Ανώγεια επί λέξει: «Διαύγεια και διαφάνεια είναι θεμελιώδη ζητούμενα για έναν σύννομο και ομαλό δημόσιο βίο. Ακόμη περισσότερο όταν προκύπτουν ζητήματα όπως αυτό της παρακολούθησης τηλεφώνου πολιτικού αρχηγού, δημοσιογράφου ή κάθε πολίτη. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις η κάθαρση επέρχεται μόνο εφ’ όσον αποσαφηνιστούν πλήρως. Το θέμα είναι τόσο βαρύ και σοβαρό που δεν επιτρέπεται ούτε αντέχεται να μείνουν σκιές ιοβόλες για την δημοκρατική ομαλότητα. Φως λοιπόν! Άπλετο φως».
Και συνέχισε: «Το να προκλήθηκαν τα γεγονότα αυτά από κυβερνητική πρωτοβουλία είναι εκτός από αντιδημοκρατικό και παράνομο, τόσο πέρα από κάθε όριο νοσηρής φαντασίας και πολιτικής ανοησίας που είναι αδιανόητο. Παραμένει όμως επιτακτική η ανάγκη να ξεκαθαριστεί ποιοι και με ποια δικαιολογία ζήτησαν κάτι τέτοιο και ποιοι και πώς το ενέκριναν. Η επίκληση του απορρήτου σε τέτοιες περιπτώσεις υποτάσσεται στην ανάγκη κάθαρσης του δημόσιου βίου. Όλα στο φως λοιπόν και από εκεί και πέρα απαραίτητες και με διακομματική συνεργασία οι διορθώσεις του θεσμικού καθεστώτος που διέπει και την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου αλλά και την εν γένει λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών. Αυτά τα στοιχειώδη για να αποτραπεί η περαιτέρω απαξίωση των θεσμών».