Η επί μήνες παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου που κατέχει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής Νίκος Ανδρουλάκης, «από πολιτικής απόψεως δε θα έπρεπε να συμβεί», ωστόσο η νομιμότητά της εκ μέρους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών «είναι αδιαμφισβήτητη καθώς η επισύνδεση έγινε βάσει της κείμενης νομοθεσίας».
Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η κυβερνητική θέση σε μια προσπάθεια να απαντηθεί μια σειρά από ερωτήματα που προέκυψαν μετά τις αποκαλύψεις για τις κινήσεις της ΕΥΠ. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, αν ο κ. Ανδρουλάκης και όλοι όσοι αμφιβάλλουν για τη νομιμότητα (συμπεριλαμβανομένου και του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Ευάγγελου Βενιζέλου που υποστήριξε ότι στην προκειμένη περίπτωση παραβιάστηκε το απόρρητο των επικοινωνιών Έλληνα ευρωβουλευτή), δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στο ίδιο το Σύνταγμα καθώς επίσης και στον νόμο 2225/1994, τον οποίο παρεμπιπτόντως είχε εισηγηθεί προς ψήφιση στη Βουλή ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αναφέρει πως για λόγους εθνικής ασφάλειας κανένα υποκείμενο δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των επισυνδέσεων.
Τι αναφέρει το Σύνταγμα για το απόρρητο των επικοινωνιών
Από ‘κει και πέρα, όσον αφορά το Σύνταγμα, στο άρθρο 61 παράγραφος 3 αναφέρεται πως ο βουλευτής «δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε». Η διάταξη αυτή, δεν αφορά νόμιμη επισύνδεση αλλά μόνο υποχρέωση μαρτυρίας που, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι εντελώς άσχετη με την προκείμενη υπόθεση.
Παράλληλα στο άρθρο 19 παράγραφο 1 του Συντάγματος που αφορά το απόρρητο των επικοινωνιών, αναφέρεται πως «νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Αν και το Σύνταγμα δεν αποκλείει κανέναν από την άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, μια σειρά από συνταγματολόγους θεωρούν ότι από τον εκτελεστικό νόμο θα έπρεπε να εξαιρούνται καθ’ ολοκληρίαν βουλευτές και ευρωβουλευτές ακόμη και αν τίθεται θέμα εθνικής ασφάλειας, με το επιχείρημα ότι απολαύουν ειδικού προνομίου προστασίας από την υποχρέωση μαρτυρίας.
Τη νομιμότητα και συνταγματικότητα της επισύνδεσης του κ. Ανδρουλάκη, την έκρινε η αρμόδια Εισαγγελέας και το επόμενο βήμα, μετά τη διάσταση που έλαβε η υπόθεση, είναι να την αξιολογήσει και η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, που θα εκδώσει και το σχετικό πόρισμα.
Πώς γίνονται οι νόμιμες παρακολουθήσεις στην Ελλάδα
Οι νόμιμες επισυνδέσεις στη χώρα μας πραγματοποιούνται κατόπιν εισαγγελικής έγκρισης για λόγους εθνικής ασφαλείας, όπως και για λόγους αντιμετώπισης του εγκλήματος, της τρομοκρατίας, υβριδικών απειλών, κυβερνοασφάλειας κ.α., από την Ε.Υ.Π. Ο νόμος 3649/2008, προβλέπει χαρακτηριστικά:
Άρθρο 5, Εποπτεία – Τρόπος άσκησης αρμοδιοτήτων ΕΥΠ:
1. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ΕΥΠ, το προσωπικό της:
α. Υποχρεούται, κατά τη συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, να τηρεί τις διατάξεις των ν. 2472/1997 (ΦΕΚ50 Α), όπως ισχύει, 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α) και 3115/2003 (ΦΕΚ 47Α) και των εκτελεστικών διατάξεων του τελευταίου.
β. Ενεργεί, ύστερα από διάταξη του εισαγγελικού λειτουργού της παραγράφου 3 του παρόντος και τηρουμένων των διατάξεων του ν. 3115/2003, άρση απορρήτου επιστολών και τηλεφωνικής ή άλλης επικοινωνίας, καθώς και καταγραφή δραστηριότητας προσώπων με ειδικά τεχνικά μέσα και ιδίως με συσκευή ήχου και εικόνας εκτός κατοικίας.
γ. Μπορεί να συλλέγει πληροφορίες, τηρουμένων και των διατάξεων του ν. 3115/2003, όπως κάθε φορά ισχύει, για ζητήματα εθνικής ασφαλείας με διείσδυση, ύστερα από εντολή του Διοικητή της ΕΥΠ και έγκριση του ασκούντος την εποπτεία εισαγγελέα.
δ. Μπορεί να δρα υπό κάλυψη στοιχείων ταυτότητας, ιδιότητας ή εργασίας ατομικά ή συλλογικά κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον εσωτερικό κανονισμό της.
2. Εντεταλμένο προσωπικό της ΕΥΠ, εφόσον κριθεί αναγκαίο και ύστερα από αίτηση της αρμόδιας αρχής, μπορεί να μετέχει στον έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 5 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α), διατυπώνοντας απλή γνώμη για το αν ένας αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια, καθώς και αν συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ανεπιθύμητος κατά το άρθρο 82 του ίδιου νόμου.
3. Στην ΕΥΠ αποσπάται ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ένας εισαγγελικός λειτουργός για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την τριετία, ο οποίος ελέγχει τη νομιμότητα των ειδικών επιχειρησιακών δράσεων της, που αφορούν θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ασκεί όσες άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται με διατάξεις του παρόντος νόμου.