Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία σήμερα είναι πολλές και πολυδιάστατες, σε ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας. Η απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης αρνητικών επιπτώσεων στην παγκόσμια οικονομία, ενώ ταυτόχρονα υπονόμευσε την ασφάλεια και τη σταθερότητα, ανοίγοντας την πόρτα σε δημοσιονομικούς και γεωπολιτικούς κινδύνους. Πυροδότησε την αύξηση των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και των πρώτων υλών σε διεθνές επίπεδο, εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό και προκαλώντας τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Επιπλέον, ο εν εξελίξει ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ναρκοθετεί κάθε πρόβλεψη για την εξέλιξη της οικονομίας όχι μόνο παγκοσμίως αλλά και σε εθνικό επίπεδο, με ορατό τον κίνδυνο για οικονομική επιβράδυνση.
Είναι απολύτως σαφές ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τις επιπτώσεις του πολέμου. Επιπτώσεις, οι οποίες έρχονται να προστεθούν σε αυτές της πανδημίας του κορονοϊού, που δοκίμασαν τις αντοχές της οικονομίας και της κοινωνίας και εξακολουθούν να τις δοκιμάζουν, ειδικά σήμερα, που βρισκόμαστε προ των πυλών ενός ακόμα πανδημικού κύματος. Σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2021-2022, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,2%, αναθεωρημένος προς τα κάτω σε σχέση με την πρόβλεψη για 3,8% που είχε εκτιμηθεί τον Απρίλιο 2022. Η πρόβλεψη αυτή αντικατοπτρίζει το κλίμα ανασφάλειας που τροφοδοτεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς και τη συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες. Επιπλέον, η αύξηση του μέσου πληθωρισμού σε επίπεδα πάνω από αυτά της ευρωζώνης, ενδέχεται να επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ωστόσο, μέσα σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, σημειώνονται ορισμένες πολύ θετικές εξελίξεις, όπως η επικείμενη έξοδος της χώρας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, τον Αύγουστο 2022 και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ελάχιστη απόσταση από την επενδυτική κατηγορία σε μία μόλις βαθμίδα.
Η γρήγορη και στοχευμένη αντίδραση της Κυβέρνησης στις δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, με τη λήψη και εφαρμογή μέτρων στήριξης των εισοδημάτων των μεσαίων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την ενεργειακή κρίση, χωρίς, ταυτόχρονα, να διαταραχθούν τα δημοσιονομικά διαθέσιμα της χώρας, αποτελεί μία επιπλέον απόδειξη της ορθής και λελογισμένης πολιτικής που ακολουθείται στον οικονομικό τομέα. Παρά τις σοβαρές κρίσεις που καλείται να αντιμετωπίσει, η Κυβέρνηση δείχνει έντονη ενεργητικότητα σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή του προγράμματός της.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η υλοποίηση μεγάλων επενδυτικών projects στους τομείς της ψηφιοποίησης της οικονομίας, της προώθησης της έρευνας και της καινοτομίας, και της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, όπως αυτά προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αποτελούν ισχυρούς παράγοντες που θα αναβαθμίσουν περαιτέρω την ελληνική οικονομία και θα την καταστήσουν ανταγωνιστική, με την προϋπόθεση βέβαια ότι σύντομα θα λάβει τέλος ο πόλεμος που διεξάγεται σε ευρωπαϊκό έδαφος.
*Άρθρο του Σταύρου Ελ. Καλογιάννη, Δρος Πολιτικού Μηχανικού, Βουλευτή Ιωαννίνων ΝΔ, Προέδρου Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής