Τις απαιτήσεις της τρόικας για συρρίκνωση του δημοσίου τομέα σχολίαζε αρκετά χρόνια πριν την ανάληψη των νέων του καθηκόντων ως υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, ο γνωστός οικονομολόγος Γιάννης Βαρουφάκης. Σε παλαιότερη συνέντευξή του, τον Οκτώβριο του 2012, για το οικονομικό ένθετο Business Spectator της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας The Australian, ο κ. Βαρουφάκης εξέφραζε την άποψη ότι «η απαίτηση της τρόικας για περαιτέρω λιτότητα και συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, εξυπηρετεί μόνο την απαρέγκλιτη εφαρμογή των όρων δανεισμού και δεν γίνεται με βάση κάποιο μακροοικονομικό μοντέλο».
Ο υπουργός Οικονομικών σκιαγραφούσε τότε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με την «άνευ προηγουμένου» μείωση των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών, η οποία συνεκδοχικά σήμανε και την «άνευ προηγουμένου» μείωση του ΑΕΠ σε συνολικό ποσοστό 30% και την τρόικα να απαιτεί περαιτέρω μειώσεις και λιτότητα «όχι βάσει λογικής ή κάποιου μακροοικονομικού μοντέλου, αλλά ως απαίτηση για απαρέγκλιτη εφαρμογή των όρων δανεισμού και χωρίς καμία πρόνοια για τις επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία και οικονομία».
Σε ερώτηση για την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, ο κ. Βαρουφάκης εξηγούσε ότι χαρακτηρίζεται από «πλήρη αταξία», εξαιτίας της ύφεσης, η οποία έχει οδηγήσει σε «παραβίαση» της εργασιακής νομοθεσίας, τόσο σε ό,τι αφορά τις αποδοχές όσο και στο ωράριο. Αναφορικά, δε, με τον δημόσιο τομέα, επισήμανε ότι οι αποδοχές έχουν «κατακρυμνηστεί» και παράλληλα, σημειώνεται «μείωση εργατικού δυναμικού, είτε μέσω συνταξιοδότησης είτε με άλλους τρόπους, πλην όμως απολύσεων». Χαρακτήριζε δε «παραλογισμό» την απαίτηση της τρόικας για περαιτέρω συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, καθώς εκεί βρίσκεται η «εναπομείνασα» αγοραστική δύναμη που κινεί στοιχειωδώς την αγορά.
Σε ερώτηση για τις λύσεις που είχε να προτείνει, ο κ. Βαρουφάκης, κατά πρώτον, αναφερόταν στη «διάλυση» της ευρωζώνης με την έξοδο της «πλεονασματικής» Γερμανίας, τη δημιουργία δικού της νομίσματος και τη συνακόλουθη προσέλκυση κεφαλαίων, γεγονός που συνεπάγεται αποπληθωρισμό για τις ευρωπαϊκές χώρες με πλεονασματικές οικονομίες, εν αντιθέσει με τις ελλειμματικές οικονομίες, οι οποίες θα βιώσουν «έντονες πληθωριστικές πιέσεις και υψηλή ανεργία, με σοβαρές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία». Ως εκ τούτου, πρότεινε εκ των έσω «θεραπεία» της νομισματικής ένωσης με «απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος και παράλληλη αποσύνδεση της κρίσης του τραπεζικού συστήματος από την οικονομική κρίση της εκάστοτε χώρας-μέλους της ευρωζώνης, με την ΕΚΤ να έχει την αποκλειστική ευθύνη».
Ο Γιάννης Βαρουφάκης αναφερόταν επίσης στις συνέπειες που θα είχε μια έξοδος της Ελλάδας από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, τονίζοντας ότι η επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή και η διασύνδεσή της με το ευρώ «κατά το παράδειγμα της Αργεντινής», θα ήταν μία επιλογή, όμως, θα σήμαινε «πλήρη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος για μήνες και καμία δυνατότητα δανεισμού, πέραν του προφανούς προβλήματος της απουσίας νομίσματος».
Καταληκτικά, ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν «εγκαταλείψει την Ελλάδα, λόγω αβεβαιότητας για την παραμονή της στην ευρωζώνη», εντούτοις, υποστήριζε ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχισθεί όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της περιφέρειας της ΕΕ, όσο η κρίση στην ευρωζώνη δεν αντιμετωπίζεται ως συστημικό πρόβλημα, αλλά ως κρίσης χρέους της εκάστοτε χώρας, εγκρίνοντας «ακριβά δάνεια τη στιγμή που δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και δεν υπάρχει ρεαλιστική δυνατότητα αποπληρωμής τους».