Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 εξακολουθούν να απασχολούν και σήμερα τα γερμανικά ΜΜΕ, τα οποία αφιερώνουν εκτενή δημοσιεύματα τόσο σε ρεπορτάζ όσο και σε αναλύσεις των σεναρίων της «επόμενης μέρας».
«Γιατί η Ελλάδα έχει μόνο μία επιλογή- και παρόλα αυτά θα γίνει κάτι άλλο», είναι ο τίτλος σχολίου στο περιοδικό «Focus», στο οποίο ο συντάκτης αναλύει τρεις επιλογές που θα έχει η επόμενη κυβέρνηση, ενώ υποστηρίζει ότι μόνο η μία από αυτές θα ήταν η σωστή- το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους με αντάλλαγμα πραγματικές μεταρρυθμίσεις.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η πρώτη -θεωρητική- επιλογή θα ήταν η αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά υποστηρίζει ότι «ακόμη και όταν ο Τσίπρας λέει ότι θα σπάσει την επιβολή λιτότητας και ότι το πακέτο διάσωσης θα αποτελεί σε λίγες μέρες ιστορία, στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα συμφέρον από ένα ριζοσπαστικό βήμα», για να προσθέσει ότι «μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα έβλαπτε πάρα πολύ τη χώρα, ενώ πλέον δεν θα επηρέαζε την υπόλοιπη Ευρώπη σχεδόν καθόλου», καθώς, όπως σημειώνει, έχει περάσει ο καιρός που ίσχυε η θεωρία της επίδρασης ντόμινο.
«Με ένα “Grexit”, το κοινό νόμισμα θα επιβίωνε», αναφέρει και τονίζει ότι, αντιθέτως, στην Ελλάδα, θα γινόταν υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, η οποία θα οδηγούσε σε έκρηξη των χρεών και άνοδο του πληθωρισμού, ενώ η ΕΚΤ θα σταματούσε πλέον να δίνει χρήματα και, με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές, θα χρεοκοπούσε πολύ σύντομα και η κυβέρνηση δεν θα άντεχε. «Αυτό το γνωρίζει και ο Τσίπρας», σημειώνει.
Η δεύτερη επιλογή, σύμφωνα με το Focus, θα ήταν η ρεαλιστική, η συνέχεια, δηλαδή, της κατάστασης που ίσχυε μέχρι σήμερα.
«Φυσικά πρέπει ο Τσίπρας να παραστήσει τον ισχυρό στην προεκλογική εκστρατεία, αλλά όταν θα είναι στην κυβέρνηση, θα υποχωρήσει. Καθώς οι συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ θα ήταν καταστροφικές, του μένει μόνο να συνεχίσει να βασίζεται στην πηγή της ΕΚΤ», επισημαίνει ο αρθρογράφος και προσθέτει ότι είναι και προς το συμφέρον της ΕΚΤ να μην χάσει τον έλεγχο της Ελλάδας – και αυτό θα συμβεί μόνο εφόσον διατηρήσει και τον οικονομικό έλεγχο.
«Αν δεν το κάνει, θα μπορούσε να χάσει οριστικά τα ως τώρα επενδεδυμένα 240 δισεκατομμύρια ευρώ», τονίζει χαρακτηριστικά και προβλέπει ότι ενδεχομένως ο κ. Τσίπρας να εξασφαλίσει παραχωρήσεις, τις οποίες θα μπορεί να «πουλήσει» ως εν μέρει επιτυχίες στο εσωτερικό.
Η τρίτη -λογική- επιλογή που παρουσιάζει ο αναλυτής είναι ο συνδυασμός «κουρέματος» του χρέους με δραστικές μεταρρυθμίσεις.
Αναγνωρίζει δε ότι το ενδεχόμενο «κουρέματος» δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, ιδιαίτερα στη Γερμανία, αλλά εκτιμά ότι δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να αποφευχθεί. Αναλύει ακόμη ότι με χαμηλά επιτόκια και μεγάλους χρόνους αποπληρωμής, οι πιστωτές ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να ξαναδούν ένα μέρος των χρημάτων τους. «Είναι πιο λογικό η ελληνική οικονομία να ξαλαφρωθεί με ένα “κούρεμα” χρέους ώστε να μπορούν ταυτόχρονα να επιβληθούν νέοι όροι», συνεχίζει, για να σημειώσει ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής διάσωσης μέχρι τώρα είναι ότι έγιναν πολύ λίγες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. «Παρόλα αυτά έρεε το χρήμα- μια άνετη κατάσταση για την Ελλάδα», τονίζει και εκτιμά ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις σε βάθος, η οικονομία της χώρας δεν θα σταθεροποιηθεί. Και ακριβώς αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να συνδεθούν ως όροι στο “κούρεμα” χρέους, το οποίο ο Τσίπρας τόσο πολύ επιδιώκει. Η ευχάριστη συνέπεια θα είναι η βελτίωση της κατάστασης της Ελλάδας στις αγορές, καθώς η χώρα θα δείχνει ότι είναι και πάλι φερέγγυα», καταλήγει το δημοσίευμα.
«Έπαιξε κι έχασε», είναι ο τίτλος άρθρου γνώμης που δημοσιεύεται στη «Sueddeutsche Zeitung» και στο οποίο σημειώνεται ότι «οι Έλληνες πολιτικοί έμαθαν λίγα στα χρόνια της κρίσης», καθώς «υπήρχαν πολλά που θα μπορούσαν να κάνουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση προκειμένου να πάει μπροστά η χώρα και σε αυτά δεν περιλαμβάνονται οι νέες εκλογές».
Η αρθρογράφος αναφέρει ότι οι Έλληνες παίζουν χαρτιά την Πρωτοχρονιά και το έθιμο λέει ότι, όποιος κερδίσει, θα έχει τύχη για όλο τον χρόνο. «Ο Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έπαιξε το παιχνίδι του- και έχασε. Ήθελε να σώσει την κυβέρνησή του και χρησιμοποίησε για αυτό την προεδρική εκλογή, η οποία εξελίχθηκε σε φάρσα. Αυτό δεν ήταν καλό. Τώρα ο πρωθυπουργός στέκεται με άδεια χέρια και η Ελλάδα δεν μπορεί να ελπίζει σε μια χρονιά τύχης. Η χώρα βρίσκεται και πάλι μπροστά στο άγνωστο μέλλον. Αυτό δεν μπορεί να χαροποιεί κανέναν», αναφέρει και σημειώνει ότι οι δανειστές της Ελλάδας έχουν προσφέρει από το 2010 σχεδόν 240 δισεκατομμύρια ως δανειακή βοήθεια προς την Ελλάδα και πρόσφατα οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο γιόρτασαν τη διάσωση της χώρας και τα πρώτα ελαφρά δείγματα ανάπτυξης. «Τα πυροτεχνήματα, ωστόσο, άναψαν πολύ νωρίς. Κίνδυνοι, οι οποίοι στην Ελλάδα πάντα υπέβοσκαν, παραβλέπονταν ευχαρίστως ή υποβαθμίζονταν, διότι δεν ταίριαζαν στην φωτεινή εικόνα», αναφέρει και κάνει λόγο για «τρύπες» στα ασφαλιστικά ταμεία, για παραλυμένη οικονομία, η οποία, λόγω των υψηλών επιτοκίων δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική και για μεταρρυθμιστική κόπωση ακόμη και μεταρρυθμιστική απροθυμία του πολιτικού κατεστημένου. Η αρθρογράφος αναφέρεται ακόμη στην περίπτωση Έλληνα συντηρητικού υπουργού, ο οποίος το 2009 προσέφερε εργασία στο Μετρό της Αθήνας σε πολλούς ανθρώπους από την εκλογική του περιφέρεια. «Επρόκειτο τότε για σκάνδαλο, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν. Τώρα μπορούν να επιστρέψουν. Το επέτρεψε η Βουλή, μέσω μιας τροπολογίας, η οποία κόλλησε σε ένα νομοσχέδιο για “Παρατηρητήριο για την άνοια”, με τις ψήφους επίσης και της αντιπολίτευσης. Αυτό μοιάζει σαν ανέκδοτο, αλλά πρόκειται για τραγωδία, διότι δείχνει πόσα λίγα έχουν πραγματικά αλλάξει στην Ελλάδα», συνεχίζει η συντάκτρια, η οποία ωστόσο εντοπίζει και θετικά σημεία στα πέντε χρόνια κρίσης. Αναφέρεται ειδικά στο έργο των εισαγγελέων κατά της διαφθοράς, αλλά και σε έντιμους εφοριακούς και στα κρατικά στατιστικά στοιχεία.
Ακόμη η αρθρογράφος εκτιμά ότι η ΕΕ θα πρέπει να έχει αντιληφθεί ότι η Ελλάδα δεν θα σταθεί στα πόδια της μόνο με διαρκώς σκληρότερες επιταγές λιτότητας και ότι οι πολίτες που διαρκώς σφίγγουν το ζωνάρι θα δέχονταν τα μέτρα πιο εύκολα, αν δεν τα αισθάνονταν σαν άδικη τιμωρία.
«Στην Ελλάδα, όμως, είδαν πολλοί ότι οι πλούσιοι ματώνουν λίγο, αλλά ο απλός λαός πολύ», τονίζει χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι αυτό κατέστησε εύκολη την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. «Ο άνθρωπος υπόσχεται τέλος της ανέχειας, με κουπόνια σίτισης για τους φτωχότερους και δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους άνεργους. Αυτό θα ήταν το ανθρωπιστικό ελάχιστο, αλλά και πάλι όχι καμιά επανάσταση. Ο Τσίπρας θέλει να διαπραγματευτεί ένα μεγάλο “κούρεμα” χρέους με την ΕΕ», προσθέτει η αρθρογράφος και εκτιμά ότι οι προοπτικές για τα σχέδιά του είναι κακές. Προβλέπει δε ότι για οποιεσδήποτε παραχωρήσεις οι δανειστές θα απαιτήσουν και πάλι μεταρρυθμίσεις – ακόμη και από μια πιθανή αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αρθρογράφος καταλήγει τονίζοντας ότι οι ηγέτες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων αδυνατούν να συνεργαστούν και επισημαίνει ότι όσο τα πολιτικά στρατόπεδα παραμένουν τόσο ανυποχώρητα, είναι άγνωστο αν θα μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση μετά τις εκλογές, με συνέπεια και οι δύο πλευρές να προβλέπουν και δεύτερες εκλογές.
Αναφέρεται δε και στην πτώση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας ήδη από χθες.
«Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι υπό κρίση», είναι ο τίτλος του βασικού πρωτοσέλιδου της εφημερίδας «Die Welt», το οποίο αναφέρεται στην προκήρυξη εκλογών και στην αναστολή των καταβολών από το ΔΝΤ μέχρι τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Στις οικονομικές σελίδες δημοσιεύεται σχόλιο με τον τίτλο «Ο φόβος επέστρεψε στις αγορές της Ευρώπης» αναφέρεται στη υποχώρηση στο ΧΑΑ και στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και τις αγορές συναλλάγματος, ενώ σημειώνεται ότι παρατηρητές εξέφρασαν δυσαρέσκεια για τις πρόωρες εκλογές, κυρίως λόγω της προοπτικής να επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, καθώς η Ελλάδα είχε επιτύχει το μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Το ρεπορτάζ αναφέρει δηλώσεις του Ν. Οικονομίδη του Stern Business School του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στο Bloomberg, σύμφωνα με τις οποίες το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί στο ότι η Ελλάδα εκβιάζει την ΕΕ με το χρέος της, καθώς υπόσχεται αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις και αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων, που δεν είναι δυνατό να γίνουν εντός του ευρώ.
«Προς το παρόν, όχι χρήματα από το ΔΝΤ για την Ελλάδα», είναι ο τίτλος του βασικού πρωτοσέλιδου θέματος της «Frankfurter Allgemeine Zeitung», στον υπότιτλο του οποίου σημειώνεται η χθεσινή δήλωση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: «Σε περίπτωση απομάκρυνσης από τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων, θα είναι δύσκολο». Το ρεπορτάζ αναφέρεται στην ανακοίνωση του ΔΝΤ σχετικά με αναστολή της καταβολής των επόμενων δόσεων έως την ολοκλήρωση των εκλογών και τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, ενώ μεταδίδει και τη δήλωση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ότι οι επικείμενες εκλογές είναι οι πιο σημαντικές εδώ και δεκαετίες και η οικονομική κρίση πλησιάζει στο τέλος της, αλλά και ότι ο ίδιος εγγυάται «ότι η χώρα θα φθάσει στο λιμάνι της σταθερότητας και της ασφάλειας».
Σε άλλο ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, υπό τον τίτλο «αυξάνεται ο κίνδυνος εξόδου από το ευρώ. Εμμένει ο ΣΥΡΙΖΑ στο κούρεμα;», αναφέρεται ότι η αποτυχία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και η προοπτική νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην τοπική αγορά, με το Χρηματιστήριο της Αθήνας να υποχωρεί κατά περισσότερο από 10%, ενώ οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων έφθασαν στο 9,5%. «Ο υπουργός Οικονομικών προσπάθησε να κατευνάσει τους φόβους, αλλά όπως παραδέχθηκε τη Δευτέρα το απόγευμα, “το Μάρτιο μπορεί να έχουμε πρόβλημα”», αναφέρεται στο δημοσίευμα, στο οποίο περιλαμβάνεται δήλωση οικονομολόγου της Commerzbank, ότι «η ΕΚΤ θα μπορούσε να περιορίσει τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, εάν σταματήσει να αποδέχεται ελληνικούς τίτλους ως εγγύηση. Πρόκειται για σημαντικό ρίσκο, αλλά θα πλήξει κυρίως την Ελλάδα, καθώς η ευρωζώνη διαθέτει πλέον έναν καλολαδωμένο μηχανισμό για την αντιμετώπιση της κρίσης».