Στο επίκεντρο της έντονης κριτικής της αντιπολίτευσης και της αντιπαράθεσής της με την κυβέρνηση βρέθηκε η διάταξη που προβλέπει ευνοϊκή ποινική μεταχείριση κατηγορουμένων, εφόσον επιστρέφουν το σύνολο των χρημάτων που έχουν καταχραστεί από το Δημόσιο, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου που αφορά ρύθμιση δεσμευμένων ή κατασχεμένων χρηματικών απαιτήσεων και μετρητών. Υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου τάχθηκαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πλην της Χρυσής Αυγής που δήλωσε ότι καταψηφίζει, επιφυλάχθηκαν.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χαράλαμπος Αθανασίου, απέρριψε τις κατηγορίες περί λογικής ατιμωρησίας με την πρόβλεψη ποινικής συνδιαλλαγής και δήλωσε ανοικτός σε βελτιωτικές αλλαγές.
«Στόχος της ρύθμισης στις δύσκολες στιγμές που περνά η χώρα, είναι η άμεση απόδοση στο Δημόσιο των χρημάτων, που αγγίζουν τα δύο δισ. ευρώ, και έχουν κατασχεθεί ή δεσμευτεί με δικαστική απόφαση, και η δυνατότητα δημοσιονομικής αξιοποίησης τους» υπογράμμισε ο κ. Αθανασίου, τονίζοντας παράλληλα ότι διασφαλίζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου.
Έμφαση έδωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης στο γεγονός ότι από την ευνοϊκή ρύθμιση εξαιρούνται πρόσωπα τα οποία κατά την τέλεση της πράξης ήταν πρωθυπουργοί, υπουργοί, αναπληρωτές, υφυπουργοί, βουλευτές, ευρωβουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς, περιφερειάρχες και αντιπεριφερειάρχες, δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι.
«Με το νομοσχέδιο παρέχεται η δυνατότητα στην πολιτεία να έχει μια συνολική εικόνα για το χρηματικό ποσό που είναι κατασχεμένο ή δεσμευμένο και παράλληλα ικανοποιείται ένα εύλογο και δίκαιο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας να επιστραφούν τα κλεμμένα» επισήμανε ο εισηγητής της ΝΔ, Βασίλης Υψηλάντης.
Από την πλευρά του, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Σταύρος Κοντονής, έκανε λόγο για «νομοθετικό έργο της κυβέρνησης που αρχίζει να έχει καρπούς ατιμωρησίας, συγκάλυψης και απώλειας δημοσίων εσόδων», και πρόσθεσε ότι αυτό αποδεικνύεται από τη χθεσινή απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που απάλλαξε τα μέλη της διοίκησης του ΟΔΙΕ αν και δεν είχαν καταβάλει εισφορές ύψους 1,6 εκατ. ευρώ για εργατικές και εργοδοτικές οφειλές τους. Ο κ. Κοντονής χαρακτήρισε πάντως ιδιαίτερα σοβαρό το νομοσχέδιο, εκτός, όπως είπε, των ρυθμίσεων που αφορούν την άρση του αξιόποινου σε ό,τι αφορά την ποινική συναλλαγή και τη λογική της ατιμωρησίας, και επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί επί της αρχής αφού ακουστούν και οι απόψεις των φορέων. «Υπάρχουν άμεσες δικαστικές υποθέσεις και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί» τόνισε ο κ. Κοντονής.
Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, Κωνσταντίνος Τριαντάφυλλος, επισήμανε ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι να μην εμπεδωθεί στην κοινωνία η λογική της ατιμωρησίας, γιατί τότε θα υπάρξουν τραγικές συνέπειες στο θέμα της διαφθοράς. Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης με τον καλύτερο και πληρέστερο τρόπο, έτσι ώστε, όπως είπε, «ούτε κενά ούτε σκιές να υπάρξουν». Όπως ανέφερε ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, πρέπει στο νομοσχέδιο να προβλεφθεί το ζήτημα της ηθικής βλάβης και να διασφαλίζει τόσο την πλήρη επιστροφή των κλεμμένων όσο και την καλύτερη διασφάλιση του Δημοσίου.
Επιφυλακτικός επί της αρχής, και ειδικότερα για τη ρύθμιση που προβλέπει συναλλαγή μεταξύ πολιτείας και κατηγορουμένου, εμφανίστηκε ο εισηγητής της ΔΗΜΑΡ, Γιάννης Πανούσης. Όπως τόνισε ο κ. Πανούσης, «αν μείνει στη λογική που θα αναιρεί την ποινική δικονομία τότε θα παραβιάζονται αρχές για δίκαιη δίκη, θα μοιάζει με εμπορική διαπραγμάτευση παρά με δικαστική διαδικασία και θα τινάξει στον αέρα δεκάδες ποινικές διατάξεις».
Από την πλευρά των Ανεξάρτητων Βουλευτών, ο Γιάννης Κουράκος δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί αφού ακούσει τις απόψεις των φορέων.
«Εμείς συντασσόμαστε με την ομόθυμη απόφαση του ελληνικού λαού και το σύνθημα του “φέρτε πίσω τα κλεμμένα”», υπογράμμισε η εισηγήτρια των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Μαρίνα Χρυσοβελώνη, εκφράζοντας τις επιφυλάξεις της επί της αρχής αλλά και τις έντονες ενστάσεις του κόμματος της για την ευνοϊκή ρύθμιση.
Ο εισηγητής της Χρυσής Αυγής, Βασίλης Ζησιμόπουλος, τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν σκοπιμότητες πίσω από την ποινική συναλλαγή και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι πρόθεση της είναι δρομολογήσει απαλλαχτικές καταστάσεις υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων.
Ο εισηγητής του ΚΚΕ, Γιάννης Γκιόκας, επιφυλάχθηκε επί της αρχής, έκανε λόγο για «ηθική νομιμοποίηση της διαφθοράς», τόνισε ότι στόχος της ευνοϊκής ποινικής μεταχείρισης είναι μόνο εισπρακτικός και συμπλήρωσε ότι θεσπίζεται πλέον ένας απαράδεκτος συμβιβασμός με μεγαλοσχήμονες εγκληματίες. «Το πρόβλημα του νομοσχεδίου είναι η λογική του και όχι οι διατάξεις που εισαγάγει» υποστήριξε ο κ. Γκιόκας.