H πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής, Φώφη Γεννηματά, με άρθρο της στην ηλεκτρονική επανέκδοση του Οικονομικού Ταχυδρόμου, περιγράφει την οικονομική πρόταση του ΚΙΝΑΛ για την ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία, ενώ επικρίνει έντονα την κυβέρνηση για την οικονομική πολιτική που εφαρμόζει.
Η κ. Γεννηματά επισημαίνει ότι οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ 2021-2017, είναι μια πολύ σημαντική ευκαιρία που έχει η χώρα για να αναστρέψει την ύφεση και υποανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας, και να επιστρέψει σε τροχιά σύγκλισης με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους εθνικού και κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής επικρίνει τον πρωθυπουργό, καθώς με αφορμή την αναφορά του κ. Μητσοτάκη για άλμα δεκαετίας, τονίζει ότι «απέφυγε να προσδιορίσει την κατεύθυνση αυτής της νέας πορείας. Η ασάφεια αυτή δεν είναι τυχαία ούτε πολιτικά αθώα. Είναι γνωστές οι συντηρητικές αντιλήψεις που διαχρονικά υπηρετεί. Όπως και η μεγάλη απόσταση που έχουν οι επιλογές του από τις ανάγκες της χώρας και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Γνωστές είναι άλλωστε οι πολιτικές διαφορές που έχουμε με αυτές τις επιλογές».
Η Φώφη Γεννηματά κατακρίνει την κυβέρνηση γιατί απέφυγε τον σοβαρό διάλογο, όχι μόνο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και με τους παραγωγικούς και κοινωνικούς φορείς αναφορικά με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που κατάρτισε. «Είναι ένα σχέδιο που παραθέτει κατάλογο επενδύσεων-έργων χωρίς ιεράρχηση, χωρίς να αναλύεται τι εξυπηρετεί το καθένα, ποια είναι η προστιθέμενη αξία του στη χώρα και πώς συνεισφέρει στο στόχο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ανάπτυξης και της απασχόλησης» παρατηρε΄λι.
Σύμφωνα με την Φώφη Γεννηματά η πρόταση του Κινήματος Αλλαγής για την ανόρθωση κι ανάπτυξη της οικονομίας, αφορά «στην κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου ευρείας δημοκρατικής νομιμοποίησης απέναντι στην πανδημία. Το σχέδιο αυτό, αξιοποιώντας τους πρωτόγνωρους βαθμούς ευελιξίας στη διάθεση των πόρων του ΕΣΠΑ, θα έδινε νωρίτερα και αποτελεσματικότερα λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τόσο ο δημόσιος τομέας, όσο και ο χειμαζόμενος ιδιωτικός τομέας της οικονομίας. Η κυβέρνηση ωστόσο απέφυγε τη συνεννόηση και συνέχισε τους αυτοσχεδιασμούς με τα γνωστά αποτελέσματα. Κρύφτηκε πίσω από τη μηδενιστική κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης», σημειώνει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι «αποφεύγει να εξηγήσει πειστικά, γιατί αφενός ένα από τα πιο μακράς διάρκειας lock down στην Ευρώπη δεν είχε αποτέλεσμα, και αφετέρου γιατί η δέσμη μέτρων οικονομικής στήριξης του ιδιωτικού τομέα δεν απέδωσε. Οι επιδόσεις της οικονομίας ήταν στις τρεις χαμηλότερες της Ευρώπης το 2020, γιατί η ρευστότητα διοχετεύτηκε στους λίγους και ισχυρούς».
«Το νέο δεν κτίζεται πάνω σε ερείπια, με λουκέτα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με μια κατεστραμμένη οικονομία και την πραγματική ανεργία να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις, η πορεία της ανάκαμψης θα είναι πολύ πιο δύσκολη, θα κοστίσει και θα διαρκέσει περισσότερο», τονίζει η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.
Όπως υποστηρίζει «μετά από τις δύο κρίσεις, την υγειονομική και την οικονομική, όλο και περισσότεροι κατανοούν ότι βασικός μοχλός για την ανάκαμψη είναι οι δημόσιες επενδύσεις. Όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις ΗΠΑ, δίνουν πλέον βάρος στις δημόσιες επενδύσεις και στην πλήρη απασχόληση». Και συμπληρώνει ότι «η θεμελιώδης διαφορά των δικών μας προτάσεων, είναι ότι στοχεύουν στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και της προστιθέμενης αξίας. Κανένα ευρώ χωρίς αναπτυξιακή διάσταση και χωρίς κοινωνική ανταποδοτικότητα».
Σύμφωνα με την κ. Γεννηματά, «μετά το πέρας της υγειονομικής κρίσης υπάρχει η αναγκαιότητα για ένα γενικότερο μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο να ενισχύει τις προσπάθειες των κρατών-μελών της Ένωσης για ανάταξη των οικονομιών και των κοινωνιών τους, με συνολική αντιμετώπιση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για το δημόσιο χρέος της πανδημίας, ειδικά για τον Νότο και κατ’ επέκταση τη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους των χωρών».
«Να εξασφαλίσουμε το τέλος στις πολιτικές της λιτότητας και στους δημοσιονομικούς περιορισμούς – ζητά η κ. Γεννηματά. Είναι αδιανόητο η Ελλάδα να ξαναβρεθεί στην ανάγκη για δυσβάσταχτα πρωτογενή πλεονάσματα», υπογραμμίζει και καταλήγει: «Η παράταξή μας έχει δώσει απτά δείγματα γραφής πως μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Γιατί όπως καταγράφει και η έκθεση της ‘Επιτροπής Πισσαρίδη’ ο αναγκαίος στόχος για ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 1%, είναι φιλόδοξος ‘αλλά υπάρχει σχετικά πρόσφατο προηγούμενο παρόμοιας εξέλιξης: την περίοδο 1995-2002, οπότε η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αυξήθηκε κατά 1,1% ετησίως’. Και όλοι ξέρουν πως εμείς το πετύχαμε αυτό».