Το θέμα της διακοπής της κρατικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής καλείται να λύσει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την προσφυγή του κόμματος το οποίο ζητεί να κηρυχθεί αντισυνταγματική η σχετική απόφαση.
Η πρώτη μάχη για την Χρυσή Αυγή χάθηκε πριν μερικούς μήνες όταν η Ολομέλεια απέρριψε την αίτηση αναστολής της Χρυσής Αυγής για την προσωρινή παύση χρηματοδότησής της.
Τις επόμενες ημέρες η Ολομέλεια θα συνέλθει υπό τον πρόεδρο της Σωτήρη Ρίζο και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Μαρία Καραμανώφ, η οποία ήταν εισηγήτρια και στην προηγούμενη απόφαση εκφράζοντας διαφορετική άποψη χωρίς ωστόσο ουσιαστική διαφοροποίηση στο αποτέλεσμα .
Η Επιτροπή Αναστολών της Ολομέλειας είχε, τότε, απορρίψει την αίτηση της Χρυσής Αυγής ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι η επίμαχη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση εκδόθηκε σε εκτέλεση απόφασης της Βουλής.
Όπως επισήμαναν οι σύμβουλοι Επικρατείας η αίτηση αναστολής της είναι απαράδεκτη, καθώς στρέφεται κατά της απόφασης της Βουλής, την οποία το ΣτΕ δεν μπορεί να ελέγξει.
Η κυρία Καραμανώφ ως εισηγήτρια στην υπόθεση της αναστολής, όπως και ο σύμβουλος Επικρατείας Διομήδης Κυριλόπουλος, εξέφρασαν διαφορετική θέση, από τα άλλα μέλη της Επιτροπής Αναστολών, η οποία όμως καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας είπαν ότι η αίτηση αναστολής της Χρυσής Αυγής δεν είναι απορριπτέα ως «προδήλως αβάσιμη», αλλά είναι απορριπτέα «κατ΄ ουσίαν».
Και αυτό γιατί η οικονομική βλάβη που επικαλείται το εν λόγω κόμμα δεν είναι ανεπανόρθωτη, αφού την πρώτη δόση της τακτικής χρηματοδότησης την έχει ήδη λάβει (873.114 ευρώ) και έχει περιληφθεί στον ισολογισμό του.
Η Χρυσή Αυγή, στην προσφυγή της, υποστηρίζει ότι με την επίμαχη υπουργική απόφαση παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.
Επίσης, όπως υπογραμμίζει παραβιάζεται τόσο το άρθρο 5 του Συντάγματος που θεσπίζει την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, όσο και η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) όπως και το άρθρο 29 του Συνταγματικού χάρτη, που ορίζει ότι τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το κράτος για τις εκλογικές στους δαπάνες.