Την ανάγκη πλήρους εφαρμογής της Κοινής Δήλωσης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, που «παραμένει έγκυρη» από όλες τις πλευρές και την ενίσχυση του υφιστάμενου προγράμματος εθελούσιων επιστροφών των μεταναστών στις χώρες καταγωγής τους, υπογραμμίζουν σε κοινή επιστολή τους προς τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότη Μηταράκη, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, Ίλβα Γιόχανσον, και ο Επίτροπος Γειτονίας και Διεύρυνσης, Όλιβερ Βάρχεϊ.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Μετανάστευσης και όπως μεταφέρει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, πρόκειται για απαντητική επιστολή «αναφορικά με ζητήματα που είχε αναδείξει εγγράφως η χώρα μας κατά την προηγούμενη περίοδο».
Οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπογραμμίζουν στην επιστολή τους ότι έχουν πλήρη επίγνωση της αναστολής των επιχειρήσεων επιστροφών προς την Τουρκία από τον Μάρτιο του 2020 με υπαιτιότητα της γειτονικής χώρας και ταυτόχρονα χαιρετίζουν την απόφαση της Ελλάδας να ζητήσει από την Τουρκία να αρχίσει να δέχεται και πάλι επιστροφές, ενώ εξαίρουν «τα ειδικά προληπτικά μέτρα που προτείνατε στις τουρκικές Αρχές για να διασφαλισθεί ότι όλοι οι επαναπατριζόμενοι διαθέτουν αρνητικά αποτελέσματα εξέτασης στον Covid-19 πριν από την επιστροφή τους».
Παράλληλα, εκφράζουν τη βαθιά λύπη τους για το γεγονός ότι «οι τουρκικές Αρχές δεν απάντησαν θετικά στο αίτημα», συμπληρώνοντας πως «η Κοινή Δήλωση παραμένει έγκυρη και πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως από όλες τις πλευρές», αλλά και ότι «η Ε.Ε. εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της βάσει της Κοινής Δήλωσης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής οικονομικής βοήθειας στο πλαίσιο του προγράμματος Διευκόλυνσης για τους Πρόσφυγες και αναμένουμε από την Τουρκία να ανταποκριθεί και στις δικές της υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Δήλωση».
Στη συνέχεια, τονίζουν ότι το συγκεκριμένο ζήτημα έχει την πλήρη προσοχή τους. Συγκεκριμένα, αναφέρουν ότι «μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι τέθηκε στις συναντήσεις μας με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών κατά την επίσκεψή του στις Βρυξέλες στις 21 Ιανουαρίου 2021 και θα συνεχίσει να εγείρεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλα τα κατάλληλα fora. Μπορείτε να βασιστείτε στη συνεχή υποστήριξή μας».
«Οι επιστροφές στις χώρες καταγωγής πρέπει να αυξηθούν»
Συνεχίζουν, επίσης, λέγοντας ότι «στην κοινή ανακοίνωση για την Πορεία των Πολιτικών, Οικονομικών και Εμπορικών Σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, που παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ύπατο Εκπρόσωπο στις 22 Μαρτίου 2021, «επισημαίνουμε την ανάγκη για πιο αποτελεσματική και αμοιβαία επωφελή εφαρμογή των βασικών τομέων της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του 2016, ιδίως όσον αφορά στη διαχείριση του μεταναστευτικού. Αναφερόμαστε ρητά στην ανάγκη επανεκκίνησης από την Τουρκία των επιστροφών από τα ελληνικά νησιά, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, ξεκινώντας από τους 1.450 επιστρεπτέους, οι οποίοι έχουν εξαντλήσει κάθε ένδικο μέσο».
Στην επιστολή υπογραμμίζεται εξάλλου ότι «οι επιστροφές στις χώρες καταγωγής πρέπει να αυξηθούν», διευκρινίζοντας ότι οι υπηρεσίες της Κομισιόν έχουν ήδη οργανώσει τις πρώτες τεχνικές συναντήσεις με τη συμμετοχή της Ελληνικής Αστυνομίας και της Frontex «και εργαζόμαστε στενά μαζί τους για να διασφαλίσουμε ότι οι διαδικασίες επιστροφών θα ξεκινήσουν σύντομα».
Επιπλέον, κάνουν λόγο για τροποποίηση του υφιστάμενου προγράμματος εθελούσιων επιστροφών που χρηματοδοτείται από το εθνικό πρόγραμμα του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, «για να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά του».
Οι κ. Σχοινάς, Γιόχανσον και Βάρχεϊ προσθέτουν ότι «είμαστε πεπεισμένοι ότι με τις συντονισμένες προσπάθειές μας θα καταφέρουμε να αυξήσουμε τις επιστροφές από την Ελλάδα και, συνεπώς, να αποσυμφορήσουμε τα κέντρα υποδοχής στα νησιά και την ηπειρωτική χώρα, βελτιώνοντας τελικά τη διαχείριση της μετανάστευσης και του ασύλου προς όφελος της Ένωσης».
Τέλος, οι εκπρόσωποι της Κομισιόν συγχαίρουν τις ελληνικές αρχές για «τις σημαντικές προσπάθειες για την επιτάχυνση και βελτίωση των διαδικασιών ασύλου στην Ελλάδα. Χάρη σε αυτές τις προσπάθειες, καταγράφηκε αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού των αιτούντων άσυλο στα νησιά τους τελευταίους μήνες, καθώς και των εκκρεμών αιτήσεων. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προς μια πιο βιώσιμη και αποτελεσματική διαχείριση των θεμάτων μετανάστευσης και ασύλου».