Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία, τόνισε μιλώντας στο συνέδριο του Economist, ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.
Το διακύβευμα της χώρας έπαψε να είναι αν θα παραμείνει ή όχι στη ζώνη του ευρώ, και είναι πλέον ποιοι θα είναι οι μοχλοί ανάπτυξης μέσα από τους οποίους θα μπορέσουμε πραγματικά να δούμε την ελληνική οικονομία να μετασχηματίζεται, να μεταλλάσσεται και να αξιοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, είπε ο κ. Βαρβιτσιώτης.
Εξάλλου, ο υπουργός αναφέρθηκε στο νέο θεσμικό πλαίσιο για τον θαλάσσιο τουρισμό, υπογραμμίζοντας πως «σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε ένα από τα πιο ανταγωνιστικά πλαίσια λειτουργίας στο ελληνικό yachting, με στόχο να αυξήσουμε τα σκάφη αναψυχής που βρίσκονται στη χώρα». Πριν από την κρίση, συνέχισε, «φιλοξενούσαμε γύρω στα 25.000 σκάφη αναψυχής στη χώρα και σήμερα φιλοξενούμε γύρω στα 17.000 σκάφη. Εάν αναλογιστούμε ότι κάθε σκάφος αναψυχής δημιουργεί άμεσα περίπου δύο θέσεις εργασίας και έμμεσα χρηματοδοτεί άλλες περίπου οκτώ με εννιά, καταλαβαίνετε τι βαθμό απώλειας είχαμε».
Ο κ. Βαρβιτσιώτης σημείωσε ακόμη ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να είναι ο παγκόσμιος προορισμός του yachting και συμπλήρωσε ότι οφείλουμε να αναδειχθούμε σίγουρα στη Μεσόγειο.
«Παρόλα αυτά δυσλειτουργίες, μια λογική φορολογικής επιδρομής πάνω στα σκάφη αναψυχής και, γενικά, μια λαϊκίστικη νοοτροπία που επικράτησε τον τελευταίο καιρό απέναντι σε αυτούς που έχουν σκάφος, έδιωξε σκάφη, μείωσε θέσεις εργασίας, άδειασε μαρίνες, στέρεψε καρνάγια και εταιρείες υπηρεσιών», ανέφερε και τόνισε ότι «θέλουμε, από φέτος, ολοκληρώνοντας τις παρεμβάσεις μας στον τομέα του yachting μέσα στο καινούργιο θεσμικό πλαίσιο, να επανασυστήσουμε τον κλάδο και να δώσουμε ανάπτυξη, είτε στους κατασκευαστές, στις μαρίνες, στους συντηρητές, στους τροφοδότες και, βεβαίως, στους τουριστικούς πράκτορες, είτε να αναπτύξουμε τουριστικούς προορισμούς που σήμερα δεν είναι αναπτυγμένοι, χωρίς να δώσει το κράτος ούτε ένα ευρώ».
Αναφερόμενος στην ποντοπόρο ναυτιλία, ο κ. Βαρβιτσιώτης επισήμανε: «Εμάς μάς ενδιαφέρει το πώς θα μπορέσουμε αυτό τον κλάδο, να τον κάνουμε να έχει περισσότερη σύνδεση με την ελληνική οικονομία, το πώς θα μπορέσουμε να κινητροδοτήσουμε περισσότερα ναυτιλιακά κεφάλαια να επενδυθούν στη χώρα, το πώς θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε αυτό που λέγεται shipping cluster στον Πειραιά».
«Δυστυχώς», τόνισε, «φορολογικές παρεμβάσεις το τελευταίο διάστημα έφεραν αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και πρέπει να τις ξαναδούμε μέσα σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης και όχι μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο επικρατεί σε όλη την Ευρώπη σαν λογική και, ιδιαίτερα, στις λαϊκίστικες φυλλάδες των χωρών της βορείου Ευρώπης. Δηλαδή, ότι είναι καλοί οι Έλληνες εφοπλιστές, αλλά τι φόρους πληρώνουν. Δεν είναι το αντικείμενό μας αυτό, και δεν θα πρέπει να είναι ο στόχος μας. Αυτό είναι, άλλωστε, που ενισχύσαμε σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής Προεδρίας: Ότι ενώ έχουμε ένα σχετικό πλεονέκτημα ως Ευρωπαϊκή Ένωση, να έχουμε την ισχυρότερη ναυτιλία στον πλανήτη, αν βάλουμε κανόνες που θα την καταστήσουν μη ανταγωνιστική, δε θα δημιουργήσουμε ουσιαστικά έσοδα για τα κράτη μας. Απλώς, θα χάσουμε θέσεις εργασίας και οι επιχειρήσεις που σήμερα λειτουργούν στα κράτη μας, θα φύγουν προς εκεί όπου υπάρχουν τα περισσότερα προνόμια και αυτές είναι οι αγορές της Άπω Ανατολής». «Γι’ αυτό», πρόσθεσε, «και επαναχαράξαμε την ευρωπαϊκή στρατηγική και την ευρωπαϊκή πολιτική για τη ναυτιλία, μέσα από τη Διακήρυξη των Αθηνών. Ένα κείμενο το οποίο πραγματικά βάζει πολύ αναλυτικές προσεγγίσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη ναυτιλία και, βέβαια, μέσα από αυτήν τη διαδικασία προσπαθούμε να τελειώσουμε και τα θέματα που ταλαιπωρούν πάρα πολλά κράτη-μέλη σε ό,τι αφορά το tonnage tax».
Ένα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής ναυτιλίας, που οφείλουμε να το αξιοποιήσουμε, παρατήρησε ο υπουργός, είναι η ηλικία των πλοίων, αναφέροντας: «Πριν από 15 χρόνια, τα έτη ηλικίας των ελληνόκτητων πλοίων ξεπερνούσαν την 20ετία. Σήμερα, η ηλικία πέφτει σημαντικά κάτω από τα 10 χρόνια. Είναι, ανάλογα με την εκτίμηση, από 8,8 ως τα 9,2 χρόνια ο μέσος όρος ηλικίας των πλοίων. Και, βέβαια, υπάρχουν και τεχνολογικές καινοτομίες, οι οποίες είναι πρωτόγνωρες για την Ελλάδα. Ενώ στο παρελθόν η πλειοψηφία του στόλου προερχόταν από δεύτερο ή τρίτο χέρι, σήμερα συζητάμε για ένα στόλο νεότευκτο, ο οποίος κατορθώνει και τεχνολογικά επιτεύγματα, όπως για παράδειγμα ο διάπλους του «Βορείου περάσματος» από ελληνόκτητο LNG, για πρώτη φορά».
Κλείνοντας την ομιλία του, ο κ. Βαρβιτσιώτης υπογράμμισε: «Έχουμε σαφέστατο προσανατολισμό, ξέρουμε πού πάμε και θα το πάμε το καράβι εκεί που θέλουμε. Γιατί θέλουμε πραγματικά να αναδείξουμε τα πλεονεκτήματα που μπορεί να έχει η θάλασσα συνολικά για τη χώρα μας. Είμαστε μια χώρα που πάντοτε ιστορικά προσέτρεχε στη θάλασσα σε όλες τις εποχές της κρίσης. Μέσα από τη θάλασσα μπορούμε να ξαναβρούμε διεξόδους για την ανάπτυξή μας. Το έχουμε δει στον Πειραιά με τις μεγάλες επενδύσεις που έχουν, ήδη, γίνει και αυτές που θα ολοκληρωθούν το αμέσως επόμενο διάστημα. Το βλέπουμε και θα το δούμε να εντείνεται στο yachting και στις μαρίνες. To βλέπουμε στα λιμάνια σε όλη τη χώρα και θέλουμε να το δούμε με περισσότερη και μεγαλύτερη εμπλοκή της ελληνικής ναυτιλίας στην εθνική οικονομία»